Το κείμενο του Μιχάλη Πιτένη για την παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Κοζάνης “Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια…”. Οι παραστάσεις θα συνεχιστούν κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στις 9 μ.μ. μέχρι τις 8 Νοεμβρίου,
(Η Γαλάτεια μπαίνει σ’ ένα χώρο όπου υπάρχουν τραπεζάκια και καρέκλες, κρατώντας ένα βαλιτσάκι στο δεξί της χέρι. Δεν υπάρχει ψυχή. Στα δεξιά κρεμασμένη μια παλιά ταμπέλα με τις ώρες αναχωρήσεων τρένων ή λεωφορείων. Επιλέγει ένα τραπέζι και κάθεται. Στρέφεται προς το βάθος που είναι σκοτεινό και φωνάζει)
– Πιάσε ένα χαμομήλι… Α, κι ένα σφηνάκι κονιάκ. Απ’ το καλό…
(Βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα απ’ την τσάντα της, το ανοίγει και ετοιμάζεται να πιάσει ένα τσιγάρο. Το κλείνει και το πετά ξανά μέσα μουρμουρίζοντας)
– Με τέτοιο λαιμό και μου θες και τσιγάρο…
Βήχει.
– Την άρπαξα κι άμα μέχρι το βράδυ κλείσει (πιάνει το λαιμό της) πάει το μεροκάματο. Άσε που πρέπει να πλακωθώ πάλι στις κορτιζόνες και δεν τις αντέχω. Την τελευταία φορά κόντεψα να ματώσω το δέρμα μου. Τέτοια φαγούρα… Κι από κάψιμο να πεις… Ναι, αλλά σου λέει ο γιατρός, αυτό είναι κι άμα θες. Αλλιώς μεροκάματο γιοκ. ¨Φουντώνω¨ γιατρέ του λέω. ¨Καίγομαι. Τι θες; Ν’ αρχίσω να ξεβρακώνομαι πάνω στην πίστα;¨.
¨Άσχημα; Θα σε πνίξουν στα λουλούδια!¨
Χα,χα,χα… Καλός γιατρός. Κι ομορφόπαιδο. Μου ‘φτιαξε το κέφι. Γιατί όσο να πεις, τον καλό το λόγο τον θέλουμε όλοι μας. Πιότερο εμείς οι καλλιτέχνες. Καλός λόγος να ‘ναι κι ας είναι και παραμύθι. Σάμπως είμαστε οι μόνοι; Οι παραπάνω, μη σου πω όλοι, με τα παραμύθια δεν τη βγάζουμε;
(σηκώνεται και πάει προς την ταμπέλα με τις ώρες αναχωρήσεων. Προσπαθεί να τη διαβάσει)
Μπα. Χωρίς γυαλιά και με τέτοιο φως, δε βλέπω την τύφλα μου. (κοιτάζει ολόγυρα) Ψυχή…
Ευτυχώς που βραδιάζει… Τη νύχτα είναι αλλιώς. Ή μπορεί εγώ να τη βλέπω έτσι. Επειδή τη συνήθισα. Την αγάπησα…
(1ο τραγούδι)
Βραδιάζει κυρία Γαλάτεια. Όπως πάντα στην ώρα του. Μόνο εσύ δεν ήσουνα στην ώρα σου… Μόνο εσύ…
(ξανακάθεται και σκουπίζει ένα δάκρυ) Να αυτά είναι που δεν μ’ αρέσουν. Αλλά μου ‘ρχονται. Σάμπως και το θέλω; Της λέω της καρδιάς μου να ηρεμήσει, μα αυτή εκεί. Το δικό της. γιατί αυτή τα κάνει όλα. Αυτή…
Κάποτε, με το που γύριζα απ’ τη νύχτα έπεφτα και ξεραινόμουνα. Καλό μεσημέρι ξανά στο πόδι. Μπορεί και απόγευμα. Θα πεις, ήμουνα και νέα κι ο νέος τον εθέλει τον ύπνο. Τον αγαπάει.
Τώρα, να το μάτι γαρίδα. Τριγυρνάω σαν το βρικόλακα.
Τι τα βάζω με την καρδιά μου όμως; Μήπως κι αυτό (δείχνει το μέτωπο της) κάθεται καλά; Απ’ το ένα στο άλλο με το που γείρω στο κρεβάτι και πολύ θέλει ο ύπνος να σε παρατήσει;
Τι σκέφτομαι; Τίποτα δε σκέφτομαι. Όλα μόνα τους έρχονται. Μια ολάκερη ζωή. Τι να λέμε; Και λίγα δεν είναι κι εύκολα δεν ήταν πάντα. Δεν παραπονιέμαι. Ούτε μ’ αρέσει να μυξοκλαίω, αλλά να… Αναρωτιέμαι πώς πέρασαν όλα τόσο γρήγορα. Έτσι, σαν το νεράκι κύλησε η ζωή μου… Είπαμε, δεν μυξοκλαίω, έχει ακόμα νερό ο μύλος μου, μα ό,τι και να πεις τα χρόνια πια βαραίνουν κι αλλάξανε. Αλλάξανε τα χρόνια κι ας μην άλλαξα εγώ. (κοιτάει το σώμα της και γελάει) Καλά, εξόν από μερικά κιλά, που πήρα τώρα τελευταία… Αλλά πρόσωπο; Φεγγάρι! Ε; (σκάει στα γέλια)
Πάντως στην πίστα ούτε εικοσάρα δεν με πιάνει. Με θαυμάζουνε τα πιτσιρίκια που μπαίνουν τώρα στη δουλειά κι έρχονται και με ρωτούν.
¨Τι πρέπει να κάνουμε κ. Γαλάτεια για να γίνουμε σαν και σας;¨
Τι να κάνετε; Τίποτα, τους απαντώ. Να ‘χετε μόνο δύναμη. Δύναμη (πιάνει την καρδιά της) εδώ μέσα. Δύναμη. (2ο τραγούδι)
Γελιέται όποιος θαρρεί πως είναι εύκολη η πίστα. Πως είναι μόνο σκέρτσα και κουνήματα. Ναι, τα ‘χει κι αυτά, τα θέλει κι αυτά. Εδώ βλέπεις ονόματα πρώτα, φίρμες σου λέει, δικές μας και ξένες, και τα πετάνε όλα έξω για να επιβιώσουν, να προχωρήσουν. Ύστερα εμείς. Οι δευτεράντζες… Που για να πούμε τη μαύρη αλήθεια πιότερο το κορμί μας κοίταζαν πάντα κι ύστερα τη φωνή μας. Έχω δει κορμιά εγώ να κάνουν καριέρα…
Θέλει όμως να ‘χεις δύναμη για να μην πέσεις στην ευκολία. Και τη δύναμη δεν την έχουμε όλοι μας. Γι’ αυτό καμιά και κανένα δεν κακίζω, μήτε κρίνω… Ούτε και παριστάνω την αθώα. Καθένας πορεύεται με ό,τι έχει κι όπως μπορεί. Εγώ πάντως τα ‘χα και τα δύο. Και φωνή και κορμί. Μπουμπούκι ήμουνα. Μπουκιά και συχώριο που λένε.
Καριέρα όμως μόνο με τη φωνή έκανα. Να, μάρτυς μου ο Θεός. Όχι πως δεν το χόρτασα το κορμί μου έρωτα. Α, όλα κι όλα. Μυξοπαρθένα δεν το ‘παιξα και δεν θα το παίξω ποτέ μου. Ό,τι γούσταρα, το χάρηκα. Στα προσωπικά μου, για να ‘μαστε ξηγημένοι. Γιατί τη δουλειά την περπάτησα με τούτο (πιάνει το λαιμό της). Με το λαρύγγι. Μόνο με τούτο. Κι ας ήταν όλο νύχτα.
Δε λέω. Πρώτο όνομα δεν έγινα ποτέ. Κι ας είμαι καλή τραγουδίστρια. Το παραδέχονται όλοι. Όποιος και να μ’ άκουσε. Και πού ‘σαι; Όχι σε καμιά συναυλία και σε κάνα Μέγαρο να πούμε, σε καταστάσεις εκκλησίας και τέτοια. Όχι. Στη νύχτα μάγκα μου, με μικρόφωνα της πλάκας πολλές φορές και ορχήστρα για τ’ ανάθεμα κάποιες άλλες. Αλλά το καλό πράμα ξεχωρίζει. Αν το μέταλλο που ‘χεις εδώ είναι πρώτη ποιότης, το καταλαβαίνει ο άλλος. Το νιώθει.
Τι κέρδισα; Το λόγο, τον καλό. Απ’ όλους. Λίγο το ‘χεις;
Στ’ αυτιά μου έχω τη φωνή εκείνης της κυρίας που ‘σκυψε μια φορά και μου ‘πε: Σ’ ευχαριστούμε που τόσα χρόνια μας γλέντησες με τη φωνή σου, με τα τραγούδια σου…
Ούτε που ξέρω ποια ήταν, ούτε που θυμάμαι πως ήταν. Αλλά η φωνή της βάλσαμο. Να, λες και κυλάει εδώ μέσα (πιάνει το στήθος της) και με γλυκαίνει…
Και για ποιον δεν τραγούδησα; Ποιον να πρωτοθυμηθώ;.. Ξημέρωσαν παλληκάρια ίσα με δύο μέτρα στα πόδια μου να τους τραγουδάω και να γίνονται αλοιφή εκεί, πάνω στην πίστα. (3ο τραγούδι)
Μήτε ήξερα, μήτε μπορούσα να μαντέψω τι σεβντάς έτρωγε καθενός τα στήθια. Τους τραγούδαγα όμως με την καρδιά μου. Και το νιώθανε. Γι’ αυτό εμένανε μόνο ζητούσαν. Γιατί πώς να το κάνουμε; Καλός ο άντρας ο τραγουδιστής να σου πει το βαρύ, το ασήκωτο, αλλά το σεβντά, μάτια μου, θα στον ετραγουδήσει η γυναίκα. Η γυναίκα, πώς να το πω, τον έχει μέσα της το σεβντά, είναι ζυμωμένη με το παράπονο, με το αχ, βαχ.
Γι’ αυτό, δευτεράντζα, και σκυλού πέσμε, δεν με πειράζει, αλλά να ξέρεις πως πολλοί, πάρα πολλοί με παραδέχτηκαν και μου ‘βγαλαν το καπέλο.
Φίρμα βέβαια δεν έγινα ποτέ κι ούτε χτύπησα δίσκο δικό μου. Προτάσεις μου γίνανε, αλλά άμα ο άλλος έρχεται και σου λέει βάλε τόσα και θα σου βγάλω δίσκο, αυτό δεν είναι ευκαιρία. Κοροϊδιλίκι σκέτο είναι. Πώς την είδες ρε μεγάλε, να πούμε; Εγώ φωνή, εγώ το χρήμα κι εσύ τι; Την καλλιτεχνία; Και να σου κάτσουμε κιόλας για να μας προωθήσεις; Άντε πάγαινε ρε. Καλύτερα δευτεράντζα και να κουμαντάρω κατά πως θέλω εγώ και τη φωνή και το κορμί μου.
Γι’ αυτό το πήρα απόφαση και τα ‘χα καλά με τον εαυτό μου. Για μένα τραγουδώ. Το φχαριστιέμαι πρώτα εγώ και το φχαριστιούνται κι όσοι μ’ ακούν.(4ο τραγούδι)
Δε λέω. Είναι και ξηγημένοι, τίμιοι να πούμε, που σ’ ακούνε, και τραγούδια σου γράφουνε και δίσκο σου χτυπάνε και σε προωθούνε, γιατί κάτι βρήκαν σε σένα, στη φωνή σου. Κάτι… Εμένα δεν μου ‘τυχε, γιατί πώς να το κάνουμε, θέλει και τύχη η ζωή. Όσοι μου τύχαν, να μου τα πάρουν θέλανε και τους έδωσα και γω τον πούλο. Κι ούτε μετανιώνω…
Το τραγούδι από μικρή το ‘χα μέσα μου. Ό,τι τραγούδι άκουγα και μ’ άρεσε, το ξεσήκωνα. Έλεγα, ¨εγώ τραγουδίστρια θα γίνω¨. Ήταν οικογενειακό μας βλέπεις. Κι ο πατέρας μου κι ο αδερφός μου μες τη μουσική ήταν. Πώς να ξεφύγω εγώ;
Αχ, ο πατέρας μου. Πώς του άρεζε η φωνή μου! Σαν άραζε μετά τη δουλειά στο ντιβανάκι της κουζίνας, μου ‘γνεφε και φώλιαζα κοντά του. Και τότε αρχινούσαμε μαζί το τραγούδι του. Αυτό το τραγούδι που τ’ αγάπαγε πολύ. ¨Έλα¨, μου ‘λεγε, ¨να το πούμε μαζί¨. Πρώτη φωνή εγώ, σεκόντο αυτός. Και να δεις πώς ταιριάζαμε! (5ο τραγούδι)
Απ’ τον πατέρα μου πρέπει να πήρα και το λαρύγγι. Η μάνα μου είχε αγριοφωνάρα. ¨Ντιζέζα θα την κάνεις, κορίτσι πράμα;¨ τον αγρίευε, κι όσο περνούσε απ’ το χέρι της μ’ έστρωνε στις δουλειές για να νοικοκυρευτώ, ν’ ανοίξω σπίτι μια μέρα. Καημένη μάνα. Πολλές φορές σκέφτομαι πως την πείραζαν περσότερο τα λόγια του τραγουδιού που τη θύμιζαν τη ζωή της και ξεσπούσε σε μένα. Πάντως, ό,τι κι αν μ’ έκανε, και το ξεσκονόπανο, σα μικρόφωνο το ‘βλεπα γω. Τα τζάμια σκούπιζα κι απ’ το χνώτο μου τα θάμπωνα. Όλο τραγούδαγα, τραγούδαγα.
Μια μέρα το πήρα απόφαση και πάω στη μάνα μου και το ξεφουρνίζω. ¨Μάνα θα γίνω τραγουδίστρια¨. Μόλις είχα πατήσει τα δέκα επτά. Με τσουρομάδησε. ¨Τι είπες μωρή; Να σε γαμάει ο ένας κι ο άλλος!¨. ¨Άστηνε. Μικρή είναι θα της έρθει το μυαλό¨, είπε ο πατέρας μου σαν το ‘μαθε. Στην αρχή πλακώθηκαν αναμετάξυ τους. Στο τέλος πλακώσαν εμένα. Πιο πολύ η μάνα μου…
Η μάνα μου ήταν τσαούσα. Αυτήν έκανε κουμάντο στο σπίτι. Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι και με πήγε σε μια συγγενή της κομμώτρια. ¨Να. Αυτή την τέχνη να μάθεις¨, μου ‘πε και δε σήκωνε κουβέντα.
Μπορούσα να κάνω κι αλλιώς; Αλλά άμα το μυαλό κι η καρδιά σου είναι για αλλού… Χτένα έπιανα και μικρόφωνο το ‘βλεπα. Στην αρχή ίσα που ψιθύριζα, μα σαν πήρα θάρρος το ‘δινα και καταλάβαινε. Με σιγοντάριζαν κι οι πελάτισσες που όλο και μου ‘λεγαν, ¨πες μας αυτό, πες μας το άλλο το τραγούδι…¨. Άλλο που δεν ήθελα και γω… (6ο τραγούδι)
Βράδιασε όταν στάθηκε στην πόρτα του κομμωτηρίου ένα λιγνό, μα γεροδεμένο παλληκαράκι. Δεν τον ήξερα. Πρώτη φορά τον έβλεπα. ¨Επιτρέπεται;¨, μου κάνει και μπαίνει. Τον κοίταξα απορημένη. ¨Με μάγεψε η φωνή σου¨, συνέχισε. Τι με θες εμένα. Κόπηκαν τα γόνατα μου κι ούτε που θυμάμαι αν του ‘πα κάτι, ή απλώς κούνησα το κεφάλι.
Δέκα βήματα δρόμος το σπίτι μας απ’ το κομμωτήριο μα κείνο το βράδυ έκανα πάνω από ώρα να γυρίσω. Πώς να ξεκολλήσω απ’ το πλάι του; Περπατούσαμε πλάι, πλάι κι όλο αυτός μιλούσε. ¨Δεν θα πεις κάτι;¨, με ρώτησε. Τι να πω; Χαιρόμουνα να τον ακούω. Τόσο γλυκομίλητος… Κρεμόμουνα απ’ τα χείλη του. Μα και το πρόσωπο ωραίο, μακρύ, αντρικό. Μιλούσε κι όλο κλεφτές ματιές έριχνα στα μάτια του. Ματάκια μπλε, φωτεινά. Ίδια ο ουρανός. Θες ήμουνα άβγαλτη, θες ήταν η βραδιά… Μπορεί κι όλα μαζί. Ποιος ξέρει… (7ο τραγούδι)
Παναγιώτης το όνομα του κι αυτό το όνομα πήραν πια οι Κυριακές μου. Ξένος στα μέρη μας είχε έρθει για δουλειά και μόνο την Κυριακή ευκαιρούσε.
Δεν ήταν εύκολο να το σκάω απ’ το σπίτι, μα ας είναι καλά η κομμωτική. Πότε τη μια δήθεν χτένιζα, πότε την άλλη κούρευα.
Αμάξι δικό του δεν είχε μα αγκαζάριζε ΤΑΞΙ και το σκάγαμε γι’ αλλού. Μικρός βλέπεις ο τόπος κι αν μας έπαιρνε κανένα μάτι… Ποιος με ξέπλενε.
Το ‘λεγα, μα η αλήθεια ήταν πως δεν μ’ ένοιαζε κιόλας. Χανόμουνα στην αγκαλιά του, κρατιόμουν γερά απ’ το χέρι του και σ’ αυτόν αρχίνιζαν και τέλειωναν όλα για μένα.
Τον αγάπησα τον Παναγιώτη. Τον αγάπησα πολύ. Και πίστεψα πως κι αυτός μ’ αγάπησε. Γιατί και σαν γυναίκα με σεβάστηκε. Δεν με πίεσε. ¨Εσύ θ’ αποφασίσεις κούκλα μου την ώρα. Εσύ. Σαν κρίνεις πως είσαι έτοιμη…¨.
Κι ήρθε κείνη η ώρα. Τη θυμάμαι και λέω ¨ναι, δεν έκανες λάθος¨. Ήταν η ώρα η σωστή κι ήταν η αγάπη που μ’ οδηγούσε. Η αγάπη που άνοιξε την αγκαλιά μου και τον καλοδέχτηκε τον Παναγιώτη. Η αγάπη που όρισε αυτή την ώρα…(8ο τραγούδι)
Στον Παναγιώτη ακούμπησα απ’ την πρώτη στιγμή. Ανοίχτηκα. Τον λογάριασα πραγματικά δικό μου άνθρωπο. Του μίλησα για όλα, μα πιότερο για το όνειρο μου. ¨Εγώ¨ μου ‘πε. ¨Έχω γνωστό και θα πάμε να σε δοκιμάσει¨.
Πετάρισε η ψυχή μου. Μήτε να κλείσω μάτι, μήτε μπουκιά στο στόμα. ¨Λες¨, έλεγα μέσα μου, ¨να με λυπήθηκε η Παναγιά και να άκουσε τις προσευχές μου;¨.
Κυριακή, πρωί φύγαμε για Σαλονίκη. Για το μαγαζί που θα με δοκίμαζαν. Φτάσαμε και λαχτάρησα. Μαγαζί ήταν αυτό ή η παράγκα του Καραγκιόζη; Είμαι έτοιμη να φύγω. ¨Άντε ρε χαζό. Έτσι είναι τα νυχτερινά μαγαζιά τη μέρα. Ξέρεις ποιες φίρμες ξεκίνησαν από ‘δω;¨. Μπαίνουμε. Κάπως καλύτερα τα πράγματα. Μας υποδέχτηκε το αφεντικό. ¨Καλή είναι ρε Παναγιώτη. Άμα τα λέει και λίγο, να την πάρουμε¨.
¨Καλή¨ χωρίς ν’ ανοίξω το στόμα μου; Μπερδεύτηκα. ¨Τι λέει αυτός ρε Παναγιώτη;¨ τράβηξα το δικό μου απ’ το μανίκι. Πριν μ’ απαντήσει ήρθε ένας τύπος βλογιοκομμένος, ¨ο μαέστρος¨ είπε το αφεντικό, έκατσε σ’ ένα αρμόνιο και έπαιξε κάτι. ¨Το ξέρεις αυτό;¨ στράφηκε σε μένα. Ούτε που κατάλαβα ποιο ήταν. Μου ‘πε δύο στίχους. Την πρώτη φορά τους μισοείπα. Τη δεύτερη κάπως καλύτερα. Πάει, είπα, αυτό ήταν. Τώρα θα με διώξουν. Γυρνάει όμως ο μαέστρος στο αφεντικό και του λέει. ¨Εντάξει. Θα στρώσει…¨
Ζαβλακωμένη βγήκα με καμιά δεκαριά χαρτιά στα χέρια με στίχους. ¨Να τους αντιγράψεις και να τους φέρεις πίσω. Την Παρασκευή το απόγευμα πρόβα και το Σάββατο ξεκινάς¨, τα τελευταία λόγια του αφεντικού πριν μας ξεπροβοδίσει.
Με τσάκισε το άγχος, με γονάτισε. Ποια Παρασκευή και πώς να το πω στους δικούς μου; Απ’ τη μια χαιρόμουν κι απ’ την άλλη ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Γύρισα σπίτι κι η καρδιά μου να πάει να σπάσει. ¨Θα το πω, έλεγα. ¨Θα το πω κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει¨. Δεν πρόλαβα. Η μάνα μου θεριό ανήμερο καθώς τα μαντάτα για τον Παναγιώτη μόλις της τα ‘χαν προφτάσει. Δεν προλάβαινα να μετράω χαστούκια. Με κλείδωσε στην κάμαρα μου. ¨Δεν θα μας κάνεις εσύ ρεντίκολο της κοινωνίας¨, ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα από εκείνη.
Αξημέρωτα πήδηξα απ’ το παράθυρο. Μάτωσα τα γόνατα μου μα δε στάθηκα. Εδώ στον κόρφο μου σφιχτά κρατημένη μια σακούλα με τα υπάρχοντα μου. Υπάρχοντα; Ένα καθαρό κιλοτάκι όλο κι όλο. Ξύπνησα την κομμώτρια που μ’ είχε στο μαγαζί της. Μου ‘δωσε όσα είχε πάνω της και με φίλησε.
Ο Παναγιώτης κατάλαβε. Μ’ άρπαξε απ’ το χέρι. ¨Κι η δουλειά σου;¨, ρώτησα. ¨Μη σε νοιάζει, τ’ αφήνω όλα κι εγώ για πάρτη σου¨.
Χειμώνας καιρός. Τα ματωμένα μου γόνατα έτσουζαν, τα χέρια μου ξύλα. Κοντοστάθηκα και γύρισα. Το πατρικό μου εκεί μπροστά. Δύο βήματα που λένε. Μα και τόσο μακριά… Τα χαστούκια και τις τσιμπιές της μάνας μου τα ‘νιωθα στα μάγουλα και το κορμί μου, αλλά ένιωθα και τα δάκρυα να κυλάν στα μάγουλα μου. Πώς θα να ‘βλεπα ένα χέρι να με ξεπροβοδά; Ένα στόμα να μου λέει, ¨εδώ θα ‘μαστε για σένα¨. Πώς το ‘θελα… (9ο τραγούδι)
Στη Σαλονίκη πιάσαμε δωμάτιο στο υπόγειο ενός φίλου του Παναγιώτη. Το πατρικό μου το ‘λουζε ο ήλιος όλη τη μέρα και στο δωμάτιο μούλιαζα απ’ την υγρασία. Ας είναι, έλεγα, θα περάσει. Θα στρώσουν τα πράγματα. Στον εαυτό μου τα ‘λεγα μη και στεναχωρήσω τον Παναγιώτη που ‘τρεχε κι αυτός όλη μέρα να βρει τρόπο να τακτοποιηθούμε.
Εκεί στο υπόγειο, με τα στιχάκια που μου ‘χαν δώσει, έκανα πρόβες μόνη μου. Έτσι, χωρίς μουσική, χωρίς τίποτα. ¨Θα σκίσεις¨ μου ‘δινε κουράγιο ο Παναγιώτης. ¨Θα σκίσεις πάνω στην πίστα¨.
(γελάει) Δεν είχε κι άδικο. Με το που έκανα να βγω το πρώτο βράδυ στην πίστα, το βράδυ του Σαββάτου, πιάστηκε το φουστάνι μου σ’ ένα καρφί και σχίστηκε μέχρι πάνω, ίσα με τη μέση. Τι με θες εμένα; Με το ‘να χέρι να κρατάω το μικρόφωνο και με τ’ άλλο το καλώδιο και να ‘χω και το νου μου μην ξηλωθεί κι άλλο το φουστάνι κι έχουμε παραπάνω αποκαλύψεις.
Να ‘ναι καλά η σόμπα που ‘χαν στη μέση του μαγαζιού που με το που άναψε πνιγήκαμε όλοι και όλα στον καπνό και δε βλέπαμε τη μύτη μας.
Ξημέρωμα Κυριακής, με το πρώτο μεροκάματο σφιγμένο εδώ, να σ’ αυτή τη χούφτα τη δεξιά, μάτι δεν μπορούσα να κλείσω. Μ’ είχαν ζώσει οι αμφιβολίες. Έκανα καλά ή θα το μετάνιωνα; Γιατί βλέπεις τώρα πια θα ξεκινούσα κανονικά. Τρεις μέρες τη βδομάδα, όχι μία. Μαρτύρησα. Κόμπος το στομάχι μου. ¨Ρε συ Παναγιώτη, κάνω καλά που μπήκα στο τραγούδι ή μπας και…¨.
¨Τρελή είσαι. Ξετρελάθηκαν στο μαγαζί μαζί σου¨, μου ‘δωσε κουράγιο. ¨Έχουν να το λένε για την πρώτη σου εμφάνιση…¨. Ίσως γιατί απ’ την κάπνα δεν μ’ έβλεπαν, σκέφτηκα να του πω και έπιασα να μαντάρω το φουστάνι για να ‘μαι έτοιμη για τη δεύτερη εμφάνιση.
Την Παρασκευή τα πόδια μου έτρεμαν περισσότερο απ’ την πρώτη φορά. Και μέχρι ν’ ανέβω στην πίστα μόνο αυτό τριγυρνούσε συνέχεια στο μυαλό μου. Αν κάνω καλά, αν βαδίζω σωστά ή αν μπήκα σε λάθος μονοπάτι… (10ο τραγούδι)
Αν μετάνιωσα; Όχι. Μα πάλι λέω, αν δεν έφευγα έτσι απ’ το σπίτι. Αν έβγαινα απ’ την πόρτα κι όχι απ’ το παράθυρο, θα ‘ταν αλλιώς. Άχαρο πράμα να γυρίζεις μονάχη σου στον κόσμο. Χωρίς τους δικούς σου ανθρώπους. Το αίμα σου. Να ‘χεις κοντά σου ένα δικό σου άνθρωπο, να ζαρώνεις δίπλα του, χωρίς να χρειάζεται να πεις τίποτα, να του ξηγήσεις…
Φεύγοντας απ’ το πατρικό μου βαλαντωμένη, θυμωμένη, κακιωμένη που δεν με καταλάβαιναν, όρκο έκανα μέσα μου πως δεν θα ματαγυρίσω. Πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι ν’ αλλάξω απόφαση και πάλι δε με δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες. Ούτε και την πόρτα μου έκλεισαν. Σάμπως δεν είχαν κι αυτοί τα δίκια τους; Μικρός τόπος, τα λόγια λέγονται εύκολα κι οι κακίες ευκολότερα. Όλοι μάθαν που γίνηκα τραγουδιάρα, κάποιοι μ’ είχαν ακούσει κιόλας, το πήραν βαριά οι δικοί μου. Είπαμε όμως. Το αίμα νερό δε γίνεται. Κάπου, κάπου πάω, και στο τηλέφωνο μιλάμε με τη μάνα μου και τον αδερφό μου.
Εντάξει, στερήθηκα τους δικούς μου, αλλά και παράπονο μεγάλο δεν έχω απ’ τη ζωή μου. Ό,τι ήθελα, αυτό έκανα. Άλλο αν δεν τα βρήκα όλα όπως τα περίμενα. Και ποιος τα βρίσκει; Κι άμα παραπονιέσαι και μιζεριάζεις τι θα βγει;
Γι’ αυτό λέω, και καλά πέρασα, και πολλοί μ’ αγάπησαν, και πολλοί με πρόσεξαν.
Εντάξει δεν ήταν όλα καλά. Πέρασα κι άσχημα και δύσκολα. Μα αυτά καλά λένε πως ξεχνιούνται όταν περνάνε. Όλα… Ή τα περισσότερα. (11ο τραγούδι)
Είπα πολλές συγγνώμες στη ζωή μου, κι ας μην έφταιγα πάντα γω. Κακό πράγμα ο εγωισμός, αγάπη μου, κι όπου μπαίνει μόνο καταστροφή φέρνει. Εγώ εγωισμό δεν είχα ποτέ. Κι ίσως γι’ αυτό άντεξα στη νύχτα, που ό,τι και να πεις μόνο εύκολη δεν είναι.
Πολλοί με ρωτάνε πώς άντεξα τόσα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά. Στη βρωμιά της νύχτας.
Ποια βρωμιά της, ρε μάγκες; Εγώ στη νύχτα βρήκα παραπάνω αλήθεια απ’ όση κυκλοφορεί στο φως. Ναι, κι ας ακούγεται κάπως. Στη μέρα κρύβει ο άλλος τα ελαττώματα, τα κουσούρια του γιατί φαίνονται. Ντρέπεται μην τα δουν οι άλλοι και τα σκεπάζει. Στη νύχτα όμως ξεσκεπάζονται όλοι και όλα. Ο άλλος χαλαρώνει, αφήνεται. Ξεβρακώνεται. Πετάει γραβάτα και σακάκι και τότε μπορείς να δεις ποιος πραγματικά είναι.
Είδα ανθρώπους με τριμμένους αγκώνες στο σακάκι και τρύπα στο παντελόνι να ‘ναι κιμπάρηδες και άρχοντες κι είδα άλλους με παλτά και καμπαρντίνες σένιες να ξεφτιλίζονται για το τίποτα.
Εγώ πάντως τους ανθρώπους της νύχτας τους πόνεσα. Τους αγάπησα. Και τη νύχτα την αγαπώ. Κάθε που βραδιάζει, πώς να το πω… Λες και χαράζει, λες και ξημερώνει μια καινούργια μέρα για μένανε… (12ο τραγούδι)
(Γυρίζει προς την πλευρά του ψυγείου και φωνάζει)
– Μάστορα. Κόκκαλα έχει αυτό το χαμομήλι; Φέρε τουλάχιστον το κονιάκ που στέγνωσε το στόμα μου…
Ποιος είπε πως είναι εύκολη η νύχτα; Γιατί είναι εύκολη η ζωή; Για τους περισσότερους… Και γω λίγο έλειψε να τα παρατήσω απ’ την αρχή, απ’ τη δεύτερη κιόλας εκείνη νύχτα.
Την πρώτη, μάλλον για να μη με τρομάξουν, όλα καλά. Τη δεύτερη όμως… Με το που ‘πα τα δύο πρώτα τραγούδια έρχεται ένα γκαρσόνι και μου λέει ¨σε θέλει τ’ αφεντικό¨. Αμάν, λέω μέσα μου, με σχολάσανε τώρα. Κάτι φάλτσο έκανα. ¨Να εκεί στο τραπέζι στο βάθος, μ’ αυτό το γκριζομάλλη¨, μου δείχνει το γκαρσόνι και με σπρώχνει προς τα κει. Είδα κι έπαθα να φτάσω καθώς τρέμαν τα πόδια μου. Το αφεντικό χαμογελάει, συστήνει τον κύριο και φεύγει. Μούγκα εγώ. Τι να πω με τον ξένο άνθρωπο που ‘ταν και πιο μεγάλος απ’ τον πατέρα μου; Εκείνος μίλαγε μόνος του. Και μόνος του πήρε την πρωτοβουλία. Και μπούτι έπιασε και βυζί πασπάτεψε κι απ’ όλα. Μόνο που δεν με πήδηξε επί τόπου, μετά συγχωρήσεως. Δεν άντεξα. Του δίνω μια αγκωνιά στο στομάχι και σφαίρα στα καμαρίνια, να τρέμει το κορμί και το φυλλοκάρδι μου. Από πίσω μου κι ο Παναγιώτης. ¨Τι έπαθες;¨. Το και το του λέω. Ακούς εκεί τον κωλόγερο! ¨Μην κάνεις έτσι¨, μου λέει. ¨Τα ‘χει αυτά η δουλειά. Σιγά, σιγά θα μάθεις να τους τα παίρνεις μια χαρά και να μένουν με την όρεξη… Αλλά μην το ξανακάνεις γιατί το αφεντικό τα πήρε και είπε για πρώτη φορά σε συγχωράει. Γιατί είσαι πρωτάρα…¨.
Μ’ ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Ζαλίστηκα. Τα λόγια της μάνας μου όταν της πρωτόπα πως θέλω να γίνω τραγουδίστρια άρχισαν να γυρνάν στ’ αυτιά μου. Σμάρι από μέλισσες που βούιζαν ασταμάτητα και με τρέλαιναν. Τον έσπρωξα και καρφώθηκε με το κεφάλι στο μεγάλο καθρέπτη; Σκόνταψε μόνος του; Ούτε που ξέρω.
Η Στέλλα, κι αυτή απ’ τις δευτεράντζες του μαγαζιού, μπήκε στο καμαρίνι και με το που είδε τον Παναγιώτη στα αίματα έμπηξε τις φωνές σαν υστερική. Πώς έφυγα, από πού έφυγα, ένας Θεός ξέρει.
Ποτάμια τα δάκρυα, δεν έβλεπα μπροστά μου, αλλά δε στάθηκα. Τσακίστηκα μες τη νύχτα με τα ψηλοτάκουνα, μα ούτε στιγμή δε γύρισα να δω πίσω μου. Ένα αυτοκίνητο μου ‘κοψε το δρόμο. Αυτό είναι, λέω, με πιάσανε και όπως κάνω να γυρίσω απ’ την άλλη γκρεμοτσακίζομαι. Γίνηκαν ένα χώμα, δάκρυα και αίματα. Εκεί, κουλουριασμένη μες τη μαύρη νύχτα, να σπαρταρώ σαν το ψάρι μες το δίχτυ. (13ο τραγούδι)
Απ’ τα χώματα με μάζεψε η Λάρα. Λάρα το καλλιτεχνικό της γιατί Καλλιόπη τη βαφτίσανε.
Ήταν στο μαγαζί η Λάρα κι είδε όλη τη φάση. Ήταν άνθρωπος της δουλειάς, της πιάτσας, αλλά ήταν και ξηγημένη. Με το που με μάζεψε, με τάισε, μ’ έστρωσε να κοιμηθώ, μ’ έδωσε το μπράτσο της ν’ ακουμπήσω. Και τι ήθελα τότε γω ρε μάγκα μου παραπάνω; Ένα μπράτσο ν’ ακουμπήσω. Με το που συνήλθα και πήρα λίγο τα πάνω μου, γυρίζει και μου λέει. . ¨Φωνή έχεις μα θα δυσκολεύεσαι να κονομάς απ’ αυτή. Ειδικά σε μαγαζιά σαν αυτό που ήσουν. Μπορείς να το προσπαθήσεις, αλλά θέλει κότσια. Αλλιώς υπάρχει κι ο εύκολος δρόμος κι όπως σε κόβω εκεί θα κονομάς πολλά φράγκα κι αν είσαι έξυπνη θα μένουν και για σένα αρκετά. Τι λες;¨. Τι να πω; Είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι μου. ¨Καλά¨, μου ‘πε. ¨Σε λίγες μέρες μ’ απαντάς¨.
Άραξα σπίτι της κι είχα και παρέα το Λενάκι. Γειτονάκι της Λάρας, ορφανό, που ‘ρχόταν και τη συγύριζε και κείνη το χαρτζηλίκωνε καλά. Τ’ αγαπούσε, σαν κόρη, σαν αδερφή να πούμε, και το πρόσεχε. Πολύ το πρόσεχε…
¨Τραγουδάω¨, μου λέει το Λενάκι. ¨Αλλά η Λάρα ούτε ν’ ακούσει να με βγάλει σε μαγαζί κι ας το μπορεί. Έχει γνωριμιές¨. Φωνή, το Λενάκι; Μέλι. Μα και πρόσωπο; Άγγελος. Κατάλαβα τι φοβόταν η Λάρα και δεν την προωθούσε.
Το συμπάθησα και με συμπάθησε το Λενάκι. Δέσαμε. Το ‘χα για παρηγοριά κείνες τις μέρες. Είχε κι αυτό σεβντά μ’ ένα φανταράκι που δεν της έγραφε. Ακούμπαγε η μια πάνω στην άλλη. ¨Έλα να κάνουμε πρόβα μαζί¨, με παρακάλαγε. ¨Μπας και μ’ ακούσει κι η Λάρα κι αλλάξει γνώμη¨. Πώς να του χαλάσω χατίρι; Πάμε Λενάκι, του ‘λεγα και σμίγαν οι φωνές μας… (14οτραγούδι)
Πού πάει η αγάπη τραγουδούσαμε και γω σκεφτόμουν ακόμα τον Παναγιώτη. Κι ήταν λες και προκαλούσα την τύχη μου. Δεν άργησε ο λεγάμενος να σκάσει μύτη. Όλο τσιριμόνιες και κλάψες. ¨΄Έσφαλα¨ μου λέει. ¨Τοιμάσου την Κυριακή να σε πάω στους δικούς μου¨. ¨Και το τραγούδι; Να το παρατήσω;¨ του λέω. ¨Σα θα ‘σαι γυναίκα δική μου και θα τραγουδάς και κανείς δεν θα σε πειράξει. Ούτε να σ’ αγγίξει. Στο υπόσχομαι. Να, φιλώ και σταυρό. Εγώ, στο πλάι σου και μη σε νοιάζει…¨
Δεν ήμουνα σίγουρη πως το ‘θελα στ’ αλήθεια να συνεχίσω στο τραγούδι. Όχι πως είχε σβήσει τ’ όνειρο. Μα να. Η πρώτη εμπειρία με χάλασε. Το ρώτησα όμως για να δω αντιδράσεις, να μετρήσω τον Παναγιώτη. Η απάντηση του μ’ άρεσε και να, μα τον Θεό, αν βάζαμε στεφάνι και μου το ζήταγε, θα το σταματούσα. Μπορεί να το ‘κανα με κρύα καρδιά, μα για την πάρτη του θα το ‘κανα. Τόσο πολύ τον αγάπαγα.
Συννέφιασε η Λάρα σαν το ‘μαθε, μα δεν είπε κουβέντα. Ζήλεψε, λέω μέσα μου. Επειδή αυτή μεγάλωσε κι έμεινε ξέμπαρκη. Που να ‘ξερα…
Το μυαλό μου ήταν αλλού. Φτερά στα πόδια μου για να ετοιμαστώ. Μες σε δύο μέρες σκάρωσα καινούργιο φουστάνι. Έπιανε το χέρι μου, μ’ είχε δείξει παλιά μια θειά μου μοδίστρα, είχε και το Λενάκι μια μηχανή, το κατάφερα το φουστάνι. Αγόρασα γαλάζιο ύφασμα κι έραψα ένα φουστάνι σαν αυτά που ‘βλεπα στα περιοδικά. Απλό, αλλά σένιο. Έγινα! Τι να λέμε. Όλο με φιλούσε το Λενάκι και χαιρόταν μαζί μου. ¨Κούκλα είσαι φιλενάδα. Κούκλα! Θα πάθουν πλάκα οι δικοί του.¨.
Θες να ‘ρθεις μαζί μου, της λέω. Να ‘χω και γω ένα δικό μου άνθρωπο. ¨Και το ρωτάς;¨.
Με το που μας είδε ο Παναγιώτης, σήκωσε το δεξί φρύδι. ¨Το Λενάκι. Φιλενάδα καλή κι αγαπημένη¨, του τη σύστησα. Δε μίλησε. Μόνο τη μέτρησε από πάνω μέχρι κάτω. Δεν έδωσα σημασία. Έτσι κάνουν όλοι οι άνδρες άμα δουν τεφαρίκι πράμα. Και το Λενάκι αν ήταν!
Μπήκε αυτός μπροστά κι εμείς από πίσω. Όλο να γελάμε και να σφίγγεται η μια πάνω στην άλλη. Γελούσε το Λενάκι, χαιρόταν, λες και πηγαίναμε στη δική της χαρά. Μετά από λίγο φτάνουμε μπροστά σ’ ένα μαγαζί, παρόμοιο μ’ εκείνο το πρώτο που τραγούδησα. Με ζώσαν τα φίδια. ¨Εδώ μένουν οι δικοί σου Παναγιώτη;¨. ¨Όχι. Κάτι φίλοι θα κεράσουν ένα για το καλό…¨. Τα φίδια σφίχτηκαν εδώ, γύρω απ’ το λαιμό, μα μπήκα. Σ’ ένα τραπέζι μας περίμεναν οι ¨φίλοι¨. ¨Μπράβο Παναγιώτη. Για μια είπες και φέρνεις δύο! Και… φωνάρες!¨
Τον μάγκωσα απ’ το μπράτσο. ¨Πού μας έφερες ρε αλήτη;¨. ¨Ήσυχα. Μου χρωστάς και θα ξεπληρώσεις¨, μ’ αποκρίθηκε αγριεμένος. Δεν πα να ‘ταν και σωστό θεριό. Τίποτα δε λογάριαζα γω κείνη την ώρα. Τίποτα. Τον σπρώχνω μ’ όλη τη δύναμη μου, αρπάζω το Λενάκι απ’ το χέρι και τραβάμε για την πόρτα. Ένα βήμα θέλαμε ακόμα, ένα βήμα ρε μάγκα μου. Ένα γαμημένο βήμα. Ένα μπουκάλι σπασμένο έρχεται καταπάνω μου και με το που σκύβω να τ’ αποφύγω ακούω το Λενάκι να ουρλιάζει. Γεμίσαμε αίματα, κι αυτή και γω. Εμένα χαράκωσε και δεν το πήρα χαμπάρι μες τη θολούρα μου, για εκείνη; Μονάχα στο σπίτι είδα τη ζημιά. Τη χαράκωσε στ’ αριστερό μάγουλο, απ’ το μάτι ίσα με κάτω. Πάλι καλά που δεν το τύφλωσε το έρμο.
Φρόντισε η Λάρα για όλα. Το γιατροπόρεψε, το προίκισε και το πάντρεψε μ’ ένα καλό παιδί σ’ ένα χωριό. Μα τι τα θες; Βάρος το ‘χω μέσα μου, βάρος ασήκωτο. Τέτοιο μπουμπούκι, τέτοιος άγγελος και να τη χαλάει έτσι ο αλήτης; Και γιατί;
Πολλές φορές μου μήνυσε το Λενάκι να πάω να τη δω, μα δεν είχα μούτρα, ούτε καρδιά. ¨Δε φταις εσύ και δεν σου κρατάει¨, μου ‘πε τόσες φορές η Λάρα. Ναι, εσείς καλά τα λέτε, μα εμένα η καρδιά μου το ξέρει. Μακάρι να ‘γειανε η πληγή στο προσωπάκι της Ελένης, μα η δική μου δεν θα γειάνει ποτέ.
Και το φουστάνι, αυτό που φορούσα εκείνη τη μέρα, χίλιες φορές είπα να το σκίσω. Να το κάνω κουρέλια. Μα το κράτησα. Έτσι όπως το ‘βαψε το αίμα απ’ το Λενάκι. Και το κοιτώ πότε πότε. Για να θυμάμαι το ψέμα, την αλητεία… (15οτραγούδι)
Δεν με χώραγε ο τόπος. “Λάρα, να φύγω”. ¨Για πού; Θα γυρίσεις στους δικούς σου;¨ Ήμουν που δεν ήμουνα για πίσω…
¨Κάπου… Να τραγουδάω… Οπουδήποτε…¨. Είχε γνωριμίες και καλή καρδιά. Μ’ έβαλε στο λεωφορείο και έχωσε στην τσέπη μου μερικά χρήματα. ¨Για τα πρώτα έξοδα¨. ¨Θα στα ξεπληρώσω Λάρα¨. ¨Καλά, καλά…¨.
Βράδιαζε σαν έφτασα. Μικρή πόλη και το μαγαζί στο πουθενά. ¨Πού πάω¨ λέω στον εαυτό μου, αλλά ήμουνα πια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
Εδώ όμως ήταν πιο ξηγημένοι. Μου το ‘παν απ’ την αρχή. ¨Ο πελάτης και θα ακούσει και θα πιάσει. Πώς αλλιώς να βγει το μεροκάματο;¨.
¨Μα, εγώ…¨. ¨Τι εσύ; Μπας και νόμισες πως ήρθες στο Μουλέν Ρουζ;¨.
Τι να κάνω; Έμεινα… Μέχρι να πω κανά δύο τραγούδια, τίγκα το μαγαζί. Όλο αγροτιά καθώς γύρω, γύρω απλώνονταν ο κάμπος. Άνθρωποι δουλεμένοι, κορμιά ποτισμένα στον ιδρώτα. Πώς να τους πλησιάσω; Όχι, ούτε τους σιχαινόμουνα, ούτε το ‘παιζα κάποια. Αλλά να… Πρέπει να το μπορείς…
Ήπια μονορούφι ένα ποτήρι ουίσκι και πήγα στο πρώτο τραπέζι που με φώναξαν. Πόσο κάθισα; Μήτε που θυμάμαι… Δε φεύγει όμως το μυαλό μου απ’ το τραγούδι που ‘λεγε ο συνάδελφος στην πίστα.
Απ’ τις κακές παρέες μου
ήρθ’ η καταστροφή μου
ρεζίλεψα στην τρέλα μου
τ’ όνομα του πατέρα μου
και κλαίω απ’ τη ντροπή μου.
Μα κανένας δεν μου φταίει για το χάλι μου
σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου.*
Εκείνη τη βραδιά ένιωσα τι θα πει να κλαις με μαύρο δάκρυ. Μέχρι και το αφεντικό με λυπήθηκε, μου ‘δωσε το μεροκάματο και μ’ άφησε να φύγω.
Μαγαζί βρήκα, κι άλλο, κι άλλο. Όλοι με παραδεχόντουσαν για τη φωνή, αλλά αφού τσινούσα για τους πελάτες, πώς να με κρατήσουν;
Τρεις, τέσσερις μέρες, βαριά μια βδομάδα και στο δρόμο πάλι. Εγώ δεν το ‘ξερα, αλλά από πίσω μου λέγαν πως το ‘σκαγα για να μη μ’ έβρει ο αγαπητικός μου, ο Παναγιώτης! Ναι, ο αλήτης μ’ είχε πάρει στο κατόπι και ρωτούσε σ’ όλα τα μαγαζιά για μένα. Και κοίτα να δεις ρε μάγκα μου, άμα υπάρχει μπέσα! Κανείς και πιότερο οι συναδέλφισσες δεν βγάλαν άχνα. ¨Δεν ξέρω¨, ¨δεν είδα¨, ¨πέρασε αλλά πάει καιρός¨, όλο κάτι τέτοια του ‘λεγαν και τον καθυστερούσαν για να μην πέσει πάνω μου.
Τι απόγινε δεν ξέρω. Κάποτε άκουσα πως κατέληξε φυλακή, άλλοτε πως τον καθάρισαν ένα βράδυ… Δεν έμαθα ποτέ τι απέγινε, κι ούτε ήθελα να μάθω την αλήθεια.
Τότε βρήκα αποκούμπι στο Λάμπρο. Μου τον συστήσανε για ατζέντη καλό. Πήγα και τον βρήκα. Βαρύς, λιγομίλητος, αλλά ξηγημένος. Ανέλαβε να με οδηγεί στη νύχτα. Είχε κι άλλες τραγουδίστριες που τις έκλεινε δουλειές, αλλά εμένα με πρόσεχε παραπάνω. Μ’ είχε αδυναμία. Αυτός μου ‘δωκε και το νέο μου όνομα, Γαλάτεια, που το ‘χω ακόμα και μ’ αυτό είμαι γνωστή εδώ και χρόνια, τόσο που ξέχασα το δικό μου. “Γιατί Γαλάτεια; ” τον ρώτησα, μα απόκριση δεν πήρα. Το ‘μαθα πολλά χρόνια αργότερα από μια περπατημένη που τον ήξερε από μικρό, τότε που σύχναζε ολημερίς κι ολονυχτίς στο σπίτι που δούλευε κι εκείνη