Όμορφη πλούσια και φιλόξενη πόλη, με υγιεινό κλίμα. Βρίσκεται στη μέση εύφορου κάμπου ο οποίος ανατολικά και δυτικά ορίζεται από τις υπώρειες του Βερμίου και Ασκίου, βόρεια από την λοφοσειρά του Κουρί και νότια από τη λοφοσειρά του Προαστίου.
Ο δημόσιος δρόμος την χώριζε σε Άνω και Κάτω Πτολεμαΐδα.
Τον εύφορο κάμπο της διέρρεε από νότο ως βορρά ο Εορδαϊκός ποταμός με τις καταπράσινες όχθες, τις αιωνόβιες Φτελιές και τους νερόμυλους που άρδευε στο διάβα του τα κηπευτικά, τα καλαμπόκια και τα τριφύλλια του “Παντελές” και ομόρφαινε τον κάμπο με τις χιλιάδες λεύκες μέχρι να εκβάλλει στη Βεγορίτιδα.
Στην ανατολική λοφοσειρά, πάνω από το παντελές, τα “άγρια αμπέλια” της Πτολεμαΐδας, εμβολιασμένα και φροντισμένα από τα άξια χέρια προσφύγων νοικοκυραίων, ωρίμαζαν τον πολύτιμο καρπό τους στον καυτό ήλιο του καλοκαιριού.
Στην αντικρινή λοφοσειρά του Κουρί, βόρεια της Πτολεμαΐδας, όπου σήμερα υψώνεται υπερήφανο το Μποδοσάκειο Νοσοκομείο, υπήρχε πυκνό δάσος υψηλής βελανιδιάς. Από τις γεμάτες με βατομουριές ρεματιές του ανάβλυζε δροσερό νερό για τους δουλευτές του κάμπου και τα κοπάδια με τα ζωντανά που έβγαιναν για βοσκή, στην περιοχή του “σουβούργιολι”.
Από τις πηγές αυτές μάλλον έπαιρναν νερό, τα χρόνια της τουρκοκρατίας, τα Τζαμιά, τα σχολεία και τα σπίτια των μπέηδων στα Καϊλάρια.
Γνωστή ως τις ημέρες μας ήταν “η βρύση του Τζεμάλ μπέη” στα κάτω Καϊλάρια δίπλα στο σπίτι του, η οποία, μετά το κόψιμο του δάσους Κουρί σταμάτησε να τρέχει νερό.
Η Πτολεμαΐδα τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας ήταν αποκλειστικά τουρκική πόλη με το όνομα Καϊλάρια. Οι κάτοικοι της ήταν σκληροί Τούρκοι μπέηδες, αξιωματούχοι του οθωμανικού στρατού, οι οποίοι εξουσίαζαν και λυμαίνονταν τον τόπο και φτωχοί ραγιάδες που δούλευαν την γη, φερμένοι από τα βάθη της Μ. Ασίας και το Ικόνιο, Γιουρούκοι και Κονιάροι αποκαλούμενοι.
Η ελληνικοί πληθυσμοί για να σωθούν από τη μανία, τις διώξεις και τις αγριότητες των Οθωμανών κατέφυγαν σε ορεινά και άγονα μέρη της Ελλάδος.
Με το πέρασμα του χρόνου, οι στερήσεις και η πείνα τους ανάγκασε να κατέβουν χαμηλότερα σε υψόμετρο 1200 ως 1400 μέτρα κοντά σε πηγές και δάση των οροσειρών της Εορδαίας, στις οποίες έχτισαν τα χωριά τους όπως η Βλάστη, η Κλεισούρα, το Λέχοβο, το Νυμφαίο, ο Άγιος Αθανάσιος και ασχολήθηκαν με διάφορα επαγγέλματα όπως η κτηνοτροφία, η γουναρική, η μεταξουργία, η αργυροχρυσοχοΐα και είχαν πρόσβαση στα σιτηρά και τα κηπευτικά που πρόσφερε άφθονα ο κάμπος των Καϊλαρίων για να ζήσουν.
Σε κάθε χωριό του κάμπου των Καϊλαρίων υπήρχε Τούρκος μπέης με πολλά κτήματα, ο οποίος είχε υποχρέωση να μετέχει σε πολέμους όποτε τον καλούσαν.
Στα Καϊλάρια έδρα επαρχείας (Καζά), υπήρχαν πολλοί μπέηδες και άλλοι αξιωματούχοι του συντάγματος ιππικού που είχε τις εγκαταστάσεις του στην πόλη. Ισχυρότεροι μπέηδες ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους, ήταν δύο οικογένειές. Ο Τζεμάλ Ορχάν μπέης και ο αδελφός του των Κάτω Καϊλαρίων, κάτοχοι πολλών κτημάτων στον κάμπο, των κτισμάτων της αγοράς, του βοσκότοπου του Ασκίου και ένα μέρος των κτημάτων του Σισανίου.
Φεύγοντας από την Ελλάδα πούλησε τον βοσκότοπο του Ασκίου στο φίλο του δήμαρχο της Βλάστης Θωμά Τσικρίκη.
Αντίπαλος του Τζεμάλ μπέη ήταν η οικογένεια του Χουσεΐν Τοπαλάρ μπέη και του γιού του των Άνω Καϊλαρίων. Άλλος μπέης ήταν ο Ουζεήρ Χασάν, ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια δήμαρχος Καϊλαρίων.
Την εικόνα των Καϊλαρίων το 1912 περιγράφει ο Κύπριος ιατρός, Ιωάννης Πηγασίου, ο οποίος ακολούθησε ως εθελοντής τον Ελληνικό στρατό κατά την εκστρατεία απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό. “Τα Καϊλάρια είναι δύο χωριστές πόλεις, τα Άνω και τα Κάτω Καϊλάρια. Βρίσκονται σε επίπεδο έδαφος. Είναι πλουσιοτάτη πόλις, η οποία παράγει μεγάλη ποσότητα δημητριακών και άλλων καρπών. Έχουν πολλές ωραίες κατοικίες οι οποίες ανήκουν σε μπέηδες και άλλους ευπορούντες. Εις αυτά υπάρχουν οι περίφημοι στρατώνες του τουρκικού ιππικού”. Οι μπέηδες του κάθε καζά (επαρχίας) όπως τα Καϊλάρια, ήταν υποχρεωμένοι να διατηρούν ένα τάγμα εφέδρων ετοιμοπόλεμο σε κάθε ζήτηση.
Με το τάγμα αυτό τον Οκτώβρη του 1912, και πρωταγωνιστή τον Τζεμάλ μπέη αποπειράθηκαν να ανακόψουν την προέλαση της 5ης μεραρχίας του Ελληνικού στρατού προς το Μοναστήρι.
Στις 15 Οκτωβρίου το απόγευμα η 5η μεραρχία έφτασε στους Μύλους του Προαστίου και παρέταξε τα κανόνια για κανονιοβολισμό των Καϊλαρίων. Βλέποντας αυτή την ενέργεια του Ελληνικού στρατού οι Τούρκοι της πόλης και δολίως φερόμενοι, έστειλαν το χότζα τους με λευκή σημαία στους Μύλους του Προαστίου να δηλώσει εξ ονόματος όλων υποταγή στον Ελληνικό στρατό και να ζητήσει να μη κανονιοβοληθεί η πόλη και χυθεί άσκοπα αίμα.
Την ίδια ώρα άνοιγαν χαρακώματα στο δρόμο έξω από τα Καϊλάρια προς Ναλμπάνκιοϊ όπου οχυρώθηκαν και περίμεναν να συγκρουστούν με τον Ελληνικό στρατό.
Το ίδιο και στη λοφοσειρά του Κουρί οχυρώθηκαν δύο τάγματα Τουρκαλβανών με δύο κανόνια, οι οποίοι ήρθαν από την πόλη Ρέσνα του Μοναστηρίου με επικεφαλής τον Νιαζή μπέη, ένα φανατικό αξιωματικό των Νεοτούρκων.
Μετά από τη δήλωση υποταγής των Τούρκων, τμήματα της 5ης μεραρχίας μπήκαν στα Καϊλάρια και ύψωσαν την Ελληνική σημαία. Κάποιοι Τούρκοι δασκαλεμένοι προσήλθαν και παρέδωσαν στον Ελληνικό στρατό μερικά παλιά όπλα λέγοντας ότι μόνο αυτά έχουν και επειδή βράδιασε και δεν σημειώθηκε κανένα επεισόδιο στη πόλη, ο Ελληνικός στρατός δεν έκανε έρευνα για όπλα στα σπίτια των Τούρκων.
Στις 16 Οκτωβρίου του 1912 το πρωί με το ξεκίνημα της η 5η μεραρχία δέχτηκε επίθεση από τους Τούρκους που οχυρώθηκαν έξω από τα Καϊλάρια και από εκείνους στις πλαγιές του Ναλμπάνκιοϊ. Ακολούθησε σκληρή μάχη που κράτησε εώς το μεσημέρι και έληξε με νίκη του Ελληνικού στρατού που κατεδίωξε τους Τούρκους που τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας δύο κανόνια, πολεμικό υλικό και τα δύο λάβαρα τους, ένα από τα οποία εστάλη στο Βασιλιά της Ελλάδος Γεώργιο Α’, ο οποίος εκείνες τις ημέρες βρισκόταν στην Κοζάνη. Ονομάστηκε “ μάχη του Ναλμπάνκιοϊ ” και ήταν η φονικότερη μάχη που έδωσε ο Ελληνικός στρατός τον πρώτο χρόνο της απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό.
Μετά τη νίκη αυτή, η 5η μεραρχία συνέχισε την προέλαση της προς το Μοναστήρι. Λίγο έξω από τη Φλώρινα, χωρίς να έχει τις απαραίτητες ενισχύσεις, απωθήθηκε από τον τουρκικό στρατό του Μοναστηρίου, επικεφαλής του οποίου ήταν ο Τούρκος στρατηγός Τσαβήτ πασάς και οπισθοχώρησε στο Αμύνταιο. Εκεί στρατοπέδευσε ανάμεσα στις λίμνες Βεγορίτιδα, Πετρών και Χειμαδίτιδα, η οποία λεγόταν “βάλτος του Ρούτνικ” και εθεωρείτο αδιάβατος. Τη νύχτα ένας Τουρκικός λόχος με τη βοήθεια χωρικών πέρασε τη Χειμαδίτιδα και το ξημέρωμα έστρεψε τα πολυβόλα του στις σκηνές των Ελλήνων στρατιωτών τους οποίους άρχισε να πολυβολεί. Στις 21 Οκτωβρίου συνέβη στο Αμύνταιο “ο πανικός της Λάρισας”.
Αιφνιδιασμένοι οι στρατιώτες από τα πυρά που δεχόταν στις σκηνές τους, εγκατέλειψαν τον εξοπλισμό τους και έτρεξαν να σωθούν προς τα Καϊλάρια και τη Κοζάνη. Από τα τουρκοχώρια που περνούσαν, έβγαιναν από τα σπίτια τους Τούρκοι πολίτες και τους πυροβολούσαν με τα κρυμμένα όπλα που είχαν.
Τις ημέρες που ακολούθησαν, οι Τούρκοι του καζά Καϊλαρίων δεν φέρθηκαν καλά στους Έλληνες της πόλης και των χωριών.
Στη Κοζάνη ύστερα από μερικές ημέρες, η 5η μεραρχία ανασυγκροτήθηκε και ενισχυμένη ξεκίνησε για την ανακατάληψη των Καϊλαρίων και τη συνέχιση της προέλασης προς το Μοναστήρι. Στις 3 Νοεμβρίου έξω από τα Καϊλάρια έγινε η λεγόμενη “Μάχη του Κομάνου”.
Ο τούρκος στρατηγός Τζαβήτ πασάς με δύναμη μεραρχίας οχυρώθηκε στα χωριά Κόμανος και Μαυροπηγή, για να αναχαιτίσει την 5η μεραρχία. Μαζί του συντάχθηκε και ο φανατικός Νιαζή μπέης. Στη θέση αυτή ακολούθησε σκληρή μάχη που κράτησε όλη την ημέρα η οποία ονομάστηκε “Μάχη του Κομάνου”. Ο Ελληνικός στρατός νίκησε και καταδίωξε τον Τούρκικο, ο οποίος πανικόβλητος τράπηκε σε φυγή.
Από τις αγριότητες των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων που είχαν προηγηθεί, αγρίεψαν και οι Έλληνες στρατιώτες και μπαίνοντας στα Καϊλάρια έβαλαν φωτιά στα σπίτια των μπέηδων, στα δημόσια κτήρια και στους στρατώνες του Τουρκικού ιππικού.
Να σημειωθεί ότι τα Καϊλάρια είναι η μόνη πόλη την οποία έκαψε ο Ελληνικός στρατός κατά την εκστρατεία απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Ο Τζεμάλ μπέης με τα “πρωτοπαλίκαρα” του διέφυγαν στη Τουρκία όπου ως άτακτοι τσέτες συνέχισαν την εγκληματική τους δραστηριότητα κατά των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Σωκράτης Βουνοτρυπίδης Ιατρός