Στὴ συνέχεια παρουσιάζει τὸ ἀδάμαστο τῆς γλώσσας σὲ ἀντίθεσι μὲ τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δάμασε ὅλα τὰ θηρία τῆς ξηρᾶς, τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ ἀέρα. Τὴν γλῶσσα ὅμως κάποιου ἄλλου δὲν μπορεῖ νὰ τὴν δαμάση, ἂν δὲν κοπιάση πνευματικὰ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ αὐτοκυριαρχίση στὸν ἑαυτό του
Ἕκτο παράδειγμα εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ φιδιοῦ ποὺ εἶναι γεμάτη θανατηφόρο δηλητήριο. Ὁ κακὸς λόγος τῆς γλώσσας φαρμακώνει, ὅπως καὶ τὸ κεντρὶ τοῦ φιδιοῦ.
Κι ὕστερα ἔρχεται τὸ διπλὸ πρόσωπο τῆς γλώσσας. «Μὲ τὴ γλῶσσα δοξολογοῦμε τὸν Θεὸ καὶ Πατέρα καὶ μὲ τὴν ἴδια καταριούμαστε τοὺς ἀνθρώπους». Θαυμάζει κι ἀπορεῖ ὁ ἀπόστολος, πῶς γίνεται αὐτὸ καὶ ἀπ’ τὸ ἴδιο στόμα βγαίνει δοξολογία καὶ κατάρα! Ἕνα τέτοιο ἀταίριαστο, ἀσυμβίβαστο πρᾶγμα δὲν πρέπει νὰ γίνεται. Κάμνει αὐτὴν τὴν ἀπίθανη σκέψι καὶ προχωρεῖ στὴν τελικὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν γλῶσσα.
Ἔτσι φθάνει στὸ ἕβδομο καὶ τελευταῖο παράδειγμα. Εἶναι γιὰ τὴ βρύση καὶ τὰ δένδρα. Μπορεῖ ὁ ἴδιος κρουνὸς νὰ βγάζη γλυκὸ καὶ ἁρμυρὸ νερό; Μπορεῖ ἡ συκιὰ νὰ βγάλη ἐλιές, ἢ τὸ ἀμπέλι νὰ βγάλη σύκα; Στὴν τελικὴ διδαχή του ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος ἀποδεικνύει τὸ ἄτοπον τῆς γλώσσης μὲ τὴν διπλῆ χρῆσι τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς κατάρας πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Ὅπως ἀκριβῶς, λοιπόν, δὲν μπορεῖ νὰ βγάζη ὁ ἴδιος κρουνὸς γλυκὸ καὶ ἁλμυρὸ νερό, ἢ τὰ δένδρα νὰ βγάζουν καρποὺς ποὺ δὲν εἶναι τῆς φύσεώς των, ἔτσι δὲν πρέπει καὶ ἡ γλῶσσα νὰ κάμνη αὐτὴν τὴν διπλῆ ἐργασία.
Ἑφτὰ ὑπέροχες εἰκόνες μὲ τὶς ὁποῖες ὁ ἅγιος ἀπόστολός μας διδάσκει ὅλες τὶς γενιὲς τῶν χριστιανῶν πῶς πρέπει νὰ γλυτώνουν ἀπὸ τὰ ὀλισθήματα τῆς γλώσσας.
Στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ἔχουμε πληθώρα χωρίων τὰ ὁποῖα μᾶς παρέχουν ποικίλη διδασκαλία καὶ εἰκόνες πρωτότυπες γιὰ τὴ γλῶσσα. Ὁ πρῶτος ἀρνητικὸς λόγος ποὺ ἀκούστηκε ἀπὸ γλῶσσα ἦταν μέσα στὸν παράδεισο (Γένεσι κεφ. 3ο). Ὑποψιθύρισε τεχνηέντως ὁ ὄφις στὴν Εὔα τὰ μεθοδευμένα λόγια τῆς διαβολῆς του πρὸς τὸν Δημιουργὸ καὶ ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἀποδοχῆς τῆς διαβολῆς ἔχουμε τὴν πτῶσι τῶν πρωτοπλάστων. Τὴν δὲ πτῶσι τὴν ἀκολούθησαν οἱ δικαιολογίες τους μὲ τὴν ἀπόσεισι τῆς εὐθύνης τους, Ἔτσι ὁλοκληρώθηκε ὁ πρῶτος πίνακας μὲ ὅλα τὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὴν πτῶσι τῆς γλώσσας.
Δεύτερη ἀρνητικὴ εἰκόνα τῆς γλώσσας εἶναι στὸ χτίσιμο τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ. Ἐδῶ τὸ κόστος ἦταν ἡ Σύγχυσι. «Εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. Ἐλᾶτε νὰ φτιάξουμε πλίνθους καὶ νὰ χτίσουμε μία πόλι κι ἕναν πύργο, τοῦ ὁποίου ἡ κεφαλὴ θὰ φτάνη στὸν οὐρανό» (Γένεσι κεφ. 11ο). Κι ἐδῶ ἡ γλῶσσα ἐκφράζει τὸ ἀντίθεο φρόνημα τῆς πτώσεως. Παράλληλο μὲ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὸν παράδεισο. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν ἡ Σύγχυσι. «καὶ εἶπε ὁ Κύριος. Ἐλᾶτε νὰ κατεβοῦμε καὶ νὰ συγχύσουμε τὴ γλῶσσα τους, γιὰ νὰ μὴν καταλαβαίνη ὁ ἕνας τὴν γλῶσσα τοῦ πλησίον του». «Ὅτε καταβὰς τὰς γλώσσας συνέχεε, διεμέριζε ἔθνη ὁ ὕψιστος…». Ἐπεκράτησε τέλεια σύγχυσι καὶ στὴν συνέχεια διάλυσι. Μἐχρι σήμερα ἡ σύγχυσι ἐκφράζεται μὲ τὴν λέξι Βαβέλ.
ΜΕ τὸ τέλος τοῦ Μωϋσῆ ὁ Θεὸς ἀναθέτει τὴν ἡγεσία τοῦ λαοῦ του στὸν Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ. Ἀνάμεσα στὰ προτρεπτικὰ λόγια του ὁ Θεὸς τοῦ λέγει, «Δὲν θὰ σταματήση ἡ γλῶσσα σου νὰ διαβάζη τὴν Βίβλο τοῦ Νόμου τούτου. Θὰ τὴν μελετᾶς μέρα καὶ νύχτα, γιὰ νὰ βλέπης καὶ νὰ πράττης ὅλα τὰ γραμμένα σαὐτὸν καὶ τότε θὰ εὐλογηθῆς καὶ θὰ εὐλογηθῆ ὁ δρόμος σου καὶ θὰ ἔχης σύνεσι» (Ἰησοῦς Ναυῆ 1,8). Ὑπέροχη εἰκόνα, ἡ ὁποία δείχνει παραστατικὰ μὲ ποιὸν τρόπο εὐλογεῖται ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καὶ πῶς πρέπει νὰ πορεύεται στὴ ζωή του.
ΣΤΟΥΣ ἔσχατους καὶ ἀπολογιστικοὺς λόγους γιὰ τὴ ζωή του ὁ προφήτης καὶ βασιλιᾶς Δαυΐδ λέγει, «Λάλησε μέσα μου τὸ πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ ὁ λόγος του θρόνιασε στὴ γλῶσσα μου» (Β’Βασιλειῶν 23,2). Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἦλθε στὴ γλῶσσα μου. Ἔκαμε θρόνο τὴ γλῶσσα μου. Αὐτὸ τὸ θρόνιασμα τοῦ πνεύματος τοῦ Θεοῦ μέσα του καὶ τοῦ λόγου στὴ γλῶσσα του ἦταν ὁ μέγας συντελεστὴς «τῶν εὐπρεπῶν Ψαλμῶν Ἰσραήλ» (Β’Βασιλειῶν 23,1).
ἐν μέσῳ Κορωναϊκῆς μάστιγος
ἀρ.νι.μα.