Κατ’ αρχάς θα ήθελα να μου πείτε ποια είναι η αντίληψή σας σχετικά με τις προθέσεις της κυβέρνησης για τη ΔΕΗ.
Φαίνεται καθαρά ότι η παρούσα κυβέρνηση υλοποιεί, ακριβώς όπως και η προηγούμενη, το σχέδιο πώλησης των παγίων στοιχείων της εταιρείας. Δηλαδή θα πουλήσει λιγνιτικές μονάδες, ορυχεία λιγνίτη –και αυτό το κάνει με την πρόφαση της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου περί πρόσβασης τρίτων στα λιγνιτικά κοιτάσματα– και επίσης θα πουλήσει και υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Σε ό,τι αφορά την πώληση λιγνιτικών ορυχείων και μονάδων, είναι πρόφαση η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, καθώς λέει ότι πρέπει οι ιδιώτες να έχουν πρόσβαση στα κοιτάσματα. Πρέπει να πω ότι ήδη οι ιδιώτες έχουν πρόσβαση στα κοιτάσματα, τα μεγαλύτερα κοιτάσματα της χώρας, προοπτικά, ανήκουν σε ιδιώτες, το μεγαλύτερο ορυχείο της χώρας, αυτό της Βεύης, θα περάσει σε ιδιωτικά χέρια, και αναμένεται να επισημοποιηθεί η παραχώρησή της, και βεβαίως υπάρχουν και ιδιωτικά ορυχεία που εδώ και χρόνια τροφοδοτούν τη ΔΕΗ για να συμπληρώσει το καύσιμο παραγωγής.
Επίσης, υπάρχουν τα κοιτάσματα της Ελασσόνας και της Δράμας, όπου κάθε δυνητικός επενδυτής μπορεί να τα αναλάβει και να παράγει από λιγνίτη. Οι ιδιώτες, όμως, δεν επιθυμούν να δώσουν χρήματα και να επενδύσουν σε νέες δομές στα κοιτάσματα που προανέφερα, αλλά θέλουν τις ήδη υπάρχουσες δομές και την τεχνογνωσία, αλλά και τη σχέση που έχει αναπτυχθεί με την κοινωνία τόσα χρόνια, για να μπορέσουν να παράγουν από λιγνίτη. Ωστόσο, εδώ τίθεται ένα ερώτημα: ως τώρα ο λιγνίτης ήταν «βρόμικος» και έπρεπε να απαγορευτεί συνολικά η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη. Δεδομένου, δε, ότι οι αποφάσεις της Ε.Ε. είναι εξαιρετικά περιοριστικές για τον άνθρακα, τι κάνει όλους αυτούς που μέχρι χθες απαξίωναν τον λιγνίτη να θέλουν τώρα να επενδύσουν σε αυτόν; Ιδιαιτέρα, μάλιστα, στην Ελλάδα, όπου η ζήτηση ηλεκτρικού ρεύματος έχει μειωθεί κατά το ήμισυ τα τελευταία χρόνια –η μέση ζήτηση δεν ξεπερνά τα 5.000 MWatt, ενώ παλιότερα είχαμε ζήτηση άνω των 9.000 MWatt–, και ενώ έχουν διπλασιαστεί οι πάγιες δομές, και από 10.000 MWatt, σήμερα έχουμε συνολικά 20.000 MWatt, ΔΕΗ και ιδιώτες. Τι τους κάνει να μπουν σε μια τόσο ελαττωμένη αγορά; Προφανώς θέλουν να εκμεταλλευτούν τον λιγνίτη, να τον έχουν ενταγμένο όταν είναι κερδοφόρος και να χρησιμοποιούν το –εισαγόμενο– φυσικό αέριο όταν αυτό έχει υψηλή τιμή. Εκτιμώ, λοιπόν, ότι θα παιχτεί ένα μεγάλο παιχνίδι στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και στη χονδρεμπορική διάθεση, το οποίο με μαθηματική ακρίβεια θα αυξήσει τις τιμές του ρεύματος και δεν θα υπάρχει ανταγωνισμός. Και την ίδια στιγμή η ΔΕΗ – απαξιωμένη και χρεωμένη, αλλά όχι χρεοκοπημένη– δεν θα μπορεί να αποτελέσει το αντίβαρο και οι τιμές θα αυξηθούν.
Αναφερθήκατε στα υδροηλεκτρικά. Τι γίνεται με αυτά;
Θεωρώ ότι αποτελούν τον μεγάλο στόχο των ιδιωτών. Η κυβέρνηση κρύβει επιμελώς τη συμφωνία που έχει κάνει για την παραχώρησή τους. Θα μεταθέσει, λοιπόν, το θέμα αυτό όσο γίνεται πιο πίσω, ωστόσο θα φανεί σύντομα η συμφωνία αυτή, καθώς και οι προθέσεις των δανειστών, οι οποίοι εξυπηρετούν τα ιδιωτικά συμφέροντα. Και με όλα αυτά το σενάριο της «μικρής ΔΕΗ», στο οποίο είχα αντιταχθεί σθεναρά, θα φαντάζει… γλυκιά ανάμνηση σε σχέση με όσα θα συμβούν από δω και πέρα.
Η κυβέρνηση τι σας λέει για όλα αυτά;
Απ’ όσα μπορώ να καταλάβω, ο υπουργός Περιβάλλοντος, ο κ. Σταθάκης, είπε ότι θα πουληθούν μονάδες, θα πουληθούν ορυχεία και κάνουμε προσπάθειες να μην πουληθούν και υδροηλεκτρικά, με την αιτιολογία της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ωστόσο, θεωρώ ότι ο κ. Σταθάκης απλώς προσπάθησε να διασκεδάσει τις ανησυχίες των τοπικών κοινωνιών και να δώσει τη δυνατότητα στους βουλευτές των περιοχών αυτών –οι οποίοι, θυμίζω, πρωταγωνίστησαν στις αντιδράσεις κατά της «μικρής ΔΕΗ»– να έχουν κάτι να πουν. Διότι, πλέον, βιώνουμε το οξύμωρο, βουλευτές την ημέρα να ψηφίζουν στη Βουλή και το απόγευμα να βρίσκονται στα συλλαλητήρια ενάντια σε αυτό που ψήφισαν. Αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα, νομίζω ότι η κοινωνία και οι εργαζόμενοι θα τα αντιληφθούν, όλων οι μάσκες θα πέσουν. Είναι βέβαιο ότι η ΔΕΗ θα δεχτεί πιέσεις. Η δημόσια περιουσία και παραγωγική δυναμική της εταιρείας, αλλά και του κράτους συνολικά, θα δεχτεί πιέσεις. Οψόμεθα…
Ωστόσο, τι μπορεί να γίνει, όταν η Ε.Ε. έχει επιβάλει την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας;
Η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας έχει ήδη συντελεστεί στην Ελλάδα με θεαματικό τρόπο. Στην παραγωγή έχουμε ξεπεράσει το 50% από ιδιώτες, όταν η δέσμευση της χώρας ήταν για 30%. Η απελευθέρωση της χονδρεμπορικής αγοράς, αλλά και της λιανικής, έχει γίνει και σήμερα οι ιδιωτικές επιχειρήσεις έχουν πάρει μερίδιο της αγοράς και προχωρούν με σταθερό ρυθμό. Άρα δεν τίθεται ζήτημα απελευθέρωσης της αγοράς. Τίθεται ζήτημα συμφωνιών που έχει κάνει η τωρινή κυβέρνηση στο τελευταίο μνημόνιο που υπέγραψε, όπου προβλέπουν την υποχρεωτική πώληση του ΑΔΜΗΕ και των μονάδων. Να σημειώσω, δε, για την πώληση του ΑΔΜΗΕ, δηλαδή του δικτύου και των εγκαταστάσεων μεταφοράς υψηλής τάσης, κατά κύριο λόγο, ότι περνά σε ιδιώτες και πλέον η μεταφορά ηλεκτρικού ρεύματος μέσω αυτού του δικτύου θα είναι ελεγχόμενη από ιδιώτες, οι οποίοι θα απολαμβάνουν και τα κέρδη.
Τι θεωρείτε ότι μπορεί να γίνει;
Θεωρώ ότι η χώρα θα πρέπει να δει από την αρχή το ζήτημα της ηλεκτρικής ενέργειας. Θα πρέπει να υπάρξει μια εθνική συμμαχία, στην οποία, με ευθύνη της πολιτείας και με τη συμμετοχή της ΔΕΗ και των Ελλήνων ιδιωτών παραγωγών και εμπόρων ενέργειας, θα πρέπει να συμφωνηθεί το πλαίσιο συμμετοχής του καθενός στην εθνική παραγωγή, από την οποία, ανάλογα με το πώς θα συμμετέχει ο καθένας, τι επενδύσεις θα κάνει, θα απολαμβάνει και τα σχετικά κέρδη. Αυτό είναι και μια εθνική ανάγκη, καθώς η χώρα θα πρέπει να έχει ασφάλεια τροφοδοσίας, η οποία δεν έχει επιτευχθεί, παρά τον διπλασιασμό του δυναμικού, καθώς από τη στιγμή που βασιζόμαστε σε ξένα καύσιμα βάσης παραγωγής, όπως το φυσικό αέριο, θα υποκείμεθα διαρκώς στις γεωπολιτικές εξελίξεις για το αν θα έχουμε καύσιμο βάσης παραγωγής. Μέχρι τώρα, αυτό μας το εξασφάλιζε ο λιγνίτης, αλλά από τη στιγμή που απαγορεύεται να χρησιμοποιείται (είτε για λόγους ανταγωνιστικότητας είτε για περιβαλλοντικούς λόγους, διότι δεν εκσυγχρονίζουμε τα εργοστάσια), και έχουμε ως καύσιμο παραγωγής το φυσικό αέριο, η ασφάλεια της τροφοδοσίας είναι επισφαλής. Μπορεί μια χώρα να βασίζεται σε ξένο καύσιμο; Αυτό είναι ένα σημαντικό θέμα, καθώς, εκτός των άλλων, προκαλεί και συναλλαγματική αιμορραγία. Γι’ αυτό και μιλάω για εθνικό σχεδιασμό.