Πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 30 Μαρτίου στην Πτολεμαΐδα, η ομιλία του Κόττη Κωνσταντίνου, θεολόγου και αρθρογράφου της εφημερίδας «Πτολεμαίος». Όπως είχε ήδη ανακοινωθεί στον τύπο, σκοπός της εκδήλωσης ήταν να δοθεί μια πραγματικά έντιμη και ουσιαστική δημοσιογραφική ενημέρωση για τα ευρήματα και την σημασία του μνημείου. Συστατικός λόγος αυτής, είναι η επιχειρούμενη παραπληροφόρηση της ελληνικής και διεθνούς κοινής γνώμης, με απώτερο σκοπό να “θαφτεί” η υπό την κα Αικ. Περιστέρη ανασκαφή, επί του λόφου – τύμβου Καστά Αμφιπόλεως. Μεταξύ άλλων και γιατί όπως πιστεύουν, ανόητα, ορισμένοι ιδεοληψίες, “θα εξαρθεί το εθνικιστικό φρόνημα των Ελλήνων”. Η τακτική αυτή διέπει αρκετά Μ.Μ.Ε., συνειδητά ή μη, τα οποία αδιαφορούν για την ανασκαφή, αλλά και εν γένει για την σχετική δραστηριότητα στην Βόρεια Ελλάδα.
Το εγχείρημα του να καλυφθεί ως ένα βαθμό, το σχετικό δημοσιογραφικό κενό των μέσων πανελλήνιας εμβελείας, αλλά και να γίνει μια πρώτη προσέγγιση των θεολογικών δεδομένων του μνημείου, οφείλουμε να πούμε πως ήταν ένα δύσκολο ζήτημα και υψηλών απαιτήσεων. Το μοναδικό του μνημείου, προϋποθέτει μια παραμετρική προσέγγιση, πέρα από στεγανά και επιθυμητά προ-αποτελέσματα.
Στο πρώτο μέρος της ομιλίας, αναλύθηκε η ιστορία της πόλης, ο ευρύτερος χώρος ως διονυσιακός και αρτεμίσιος. Έγινε ιδιαίτερος λόγος για τον ομηρικό βασιλέα των Θρακών και προφήτη του Διονύσου Ρήσο και τον Στρυμόνα. Αναλύθηκαν σχετικοί ηράκλειοι μύθοι και η συμβολική του όφεως και του δένδρου. Είχαμε μια συνοπτική παρουσίαση των ιδιοτήτων του Φιλίππου του Β΄ και της Ολυμπιάδος, καθώς και της κομβικής σημασίας της σχέσης μαντείου και εποικισμού.
Αφού προβλήθηκαν αναπαραστάσεις της περιοχής της ανασκαφής κατά την αρχαιότητα, η ομιλία προχώρησε στα σημαντικότερα ευρήματα της ανασκαφής. Στον περίβολο δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στο αρχιτεκτονικό μέγεθος 158,4 και στην σύγκριση της τοιχοδομίας του, με αντίστοιχες δημοσιεύσεις του Tony Kozelj (1999, 2009), από μνημεία της Θάσου του 350 και 320 π.Χ. Τονίστηκε εδώ, η χρήση θασιακού μαρμάρου στο μνημείο του λόφου – τύμβου Καστά Αμφιπόλεως.
Η ομιλία στάθηκε για λίγο, στην πολιτική διάσταση του θέματος, από την περίοδο Σαμαρά έως σήμερα. Στη συνέχεια επεκτάθηκε στον αντίλογο και στα κεντρικά σημεία του, απέναντι στις ανακοινώσεις και παρουσιάσεις της ανασκαφικής ομάδας.
Στο σημείο το σχετικό με τις γυναικείες κόρες, παρουσιάστηκαν συγκριτικά στοιχεία χρονολόγησης των γλυπτών, με αντίστοιχα του 330-320 π.Χ., στα οποία στηρίζεται η ισχυρά τεκμηρίωση του ειδικού επί της αρχαίας γλυπτικής Antonio Corso. Έγινε ενημέρωση του κοινού για τις 2 κυρίαρχες ερμηνείες, αυτή του κ. Corso, ως ναϊάδες νύμφες των μεγάλων θεών της Σαμοθράκης (σε σύνδεση με την παρουσία της Ολυμπιάδος στη Σαμοθράκη) και του κ. Ε. Μπεξή, ως μαινάδες ή μιμαλλώνες ή κλώδωνες του Διονύσου.
Στην περίπτωση του ψηφιδωτού, σημάνθηκε η μοναδικότητά του έργου, η σημασία του να έχει γίνει προ του 316 π.Χ. και όχι μετά, οι προοπτικές του να απεικονίζεται ο Φίλιππος και η Ολυμπιάς, όπως πρώτος ο Ε. Μπεξής είχε προτείνει, ήδη, από το 2014. Εξετάστηκαν, επίσης, ορισμένα στοιχεία ως πιθανές συμβολικές της περσικής εκστρατείας.
Ως προς τον ταφικό χαρακτήρα, η ομιλία επικέντρωσε στα ουσιαστικά σημεία της γυναικείας ταφής, τα οποία μας δείχνουν πως υπήρξε προσπάθεια να γίνει απόκρυψη, καθώς και στο αν, όντως, οι ενδείξεις των οστών θα μπορούσαν να υποστηρίζουν την ταφή της βασιλομήτορος Ολυμπιάδος εδώ.
Έγινε μια πρώτη ερμηνευτική – θεολογική προσέγγιση του ιερού μνημείου. Υπήρξε ιδιαίτερη αναφορά στα έως τώρα δημοσιευμένα δεδομένα της ζωγραφικής ζωφόρου της ταφικής θύρας. Αναλύθηκε η παρουσία της Αρτέμιδος – Ρέας – Δήμητρας, η σχέση τους με τον Διόνυσο Ζαγρέα, η συμβολική του σπηλαίου, ο ταύρος και οι θηλυκοί κένταυροι, ως πιθανή αναφορά στην υπό των Περσών προσβολή της μακεδονικής φιλοξενίας.
Στο σημείο αυτό, τονίστηκαν οι πηγές οι οποίες μαρτυρούν την παραγγελία από τον Αλέξανδρο για κατασκευή και στην Αμφίπολη ναών, αλλά και ηρώων του Ηφαιστίωνος. Εξετάστηκε η πιθανότητα το επιστύλιο και άρα και η ταφική προσθήκη, να δημιουργήθηκε για την εκφορά του Αλεξάνδρου, ανεξάρτητα από το ότι αυτή τελικά κατέληξε στην Αλεξάνδρεια.
Ως προς τον Λέοντα, επισημάνθηκε η καθοριστική μελέτη του αρχιτέκτονα Μ. Λεφατζή, οι δεκαδικές αναλογίες του με τον περίβολο, η σημασία των μετρήσεων του πολιτικού μηχανικού κ. Εγγλέζου, το επίγραμμα του Αντιπάτρου του Σιδωνίου ως ενδεχόμενη αναφορά στον βουφάγο Ηρακλέα.
Τέλος έγινε ενημέρωση για το τμήμα του ανάγλυφου το οποίο η ανασκαφική ομάδα παρουσίασε, μεταξύ πολλών άλλων, στη Θεσσαλονίκη και το οποίο αποδίδει στο βάθρο του Λέοντος, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής σώματος πεζέταιρων, να παραλαμβάνει τα όπλα του ήρωος Ηφαιστίωνος.