Δεν θα προκαλέσει έκπληξη σε κανέναν, αν υποστηρίξει κάποιος ότι η εμπορικότητα κυριαρχεί στη σύγχρονη τέχνη. Σε μεγάλο βαθμό, σήμερα, η τέχνη έχει μετασχηματιστεί σε χρυσοφόρο επάγγελμα, όπου τα πάντα καθορίζονται από το διαθέσιμο budget και ρυθμίζονται από τους κανόνες της αγοράς. Συγγραφείς, ηθοποιοί και εικαστικοί παράγουν μόνο για να πουλήσουν. Παράγουν μόνο ό,τι πουλάει. Λειτουργούν ως συσσωρευτές χρήματος στην κοινωνία του κέρδους. Είναι πιο απλά ευλαβείς προσκυνητές της Αγίας Κονόμας.
Την ίδια στιγμή πολλαπλασιάζεται η ερασιτεχνική καλλιτεχνική παραγωγή. Άνθρωποι όλων των ηλικιών ανακαλύπτουν ξαφνικά τα κρυμμένα ταλέντα τους και τα αφήνουν να διαχέονται ασυγκράτητα στην πεζή καθημερινότητά μας.
Δεν είναι σίγουρο αν τέτοιες εκδηλώσεις συνιστούν μια ειλικρινή έκφραση του συλλογικού μας απωθημένου. Είναι περισσότερο μια παλινωδία ανάμεσα στην εθνική αυταρέσκεια και τη συλλογική απελπισία. Ενώ, σε τέτοιες συνθήκες δικαιώνονται μάλλον αυτοί που υποστηρίζουν ότι η αυτογνωσία είναι ουτοπία.
Πέρα από τη γενική συγκυρία, στην Πτολεμαΐδα, το τελευταίο διάστημα, ανθεί το λαϊκό θέατρο, με εμφατική κυριαρχία του ποντιακού θεάτρου. Στην περίπτωση αυτή, του αναδυόμενου λαϊκού θεάτρου, δεν θα απαιτήσουμε αρχιτεκτονικά οργανωμένες σκηνές και επαγγελματικές ερμηνείες. Είναι προφανώς αξιέπαινο να αφιερώνεται ο ελεύθερος χρόνος των συμπολιτών μας σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες. Αλλά με κάποιες προϋποθέσεις.
Πρώτον, οι άνθρωποι αυτοί κάνουν απλώς το χόμπι τους. Τίποτε παραπάνω. Δεν είναι, επομένως, λογικό να απαιτούν να χρηματοδοτεί η κοινωνία το χόμπι καθενός.
Δεύτερο, στο πλαίσιο του διεθνούς διαλόγου σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά, σήμερα δίνεται έμφαση στις διαδικασίες παραγωγής νοήματος και όχι μόνο στα παράγωγα των διαδικασιών (δηλαδή τα μνημεία, τις τελετουργίες κτλ). Εδώ, όμως , βλέπουμε πως επιλέγονται έργα κατά κανόνα ξεπερασμένα, οπισθοδρομικά και μονόπλευρα στραμμένα στο παρελθόν. Έργα, που εξιδανικεύουν το προκαπιταλιστικό παρελθόν, όπου δεν κυριαρχούσε το κέρδος, και αναζητούν τη χαμένη αυθεντικότητά του με μια ρομαντική ματιά του 19ου αιώνα. Αυτή, όμως, είναι μια άκαμπτη παράδοση, χωρίς στοιχεία αναδημιουργίας και η οποία μας κρατά αποκομμένους από τις εξελίξεις.
Το πρώτο, λοιπόν, που οφείλει να κάνει κάθε θεατρική ομάδα, όταν επιλέγει ένα έργο, είναι να μελετήσει και να αναλύσει σε βάθος το κείμενο, ώστε να κατανοήσει το νόημα του μηνύματος που θέλει να στείλει στην κοινωνία. Γιατί η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό και αμετάβλητο. Επιπλέον, η παράδοση δεν αφορά το παρελθόν αλλά το μέλλον της κοινωνίας μας.
Έρρωσθε!
-… μεγαλύτερη σημασία δεν έχει από πού ξεκινά κανείς, αλλά πού θέλει να το πάει …-