Ο πρώτος καύσωνας του καλοκαιριού ανέδειξε τη στενότητα επάρκειας του ηλεκτρικού συστήματος της χώρας και το έλλειμμα ενός ρεαλιστικού σχεδίου για την απεξάρτηση της αγοράς από τον λιγνίτη, στο οποίο με σθένος έμεινε προσκολλημένη μέχρι και την ύστατη ώρα, λίγο πριν συμπαρασύρει τη ΔΕΗ στο χάος.
Έτσι, ο στόχος της περίφημης εμπροσθοβαρούς απολιγνιτοποίησης, που εξαγγέλθηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη το 2018, δεν ήταν αποτέλεσμα ενός μακροχρόνιου ρεαλιστικού σχεδιασμού, αλλά του «ευγενούς» κατά κοινή ομολογία στόχου διάσωσης της ΔΕΗ, που ασπάστηκε και ολόκληρη η αγορά, αντιλαμβανόμενη ότι η κατάρρευση της ΔΕΗ θα συμπαρασύρει όλους τους «παίκτες».
Η μελέτη επάρκειας
Με άλλα λόγια, η ισχύς των λιγνιτικών μονάδων δεν περίσσευε από το σύστημα στον ορίζοντα που εξαγγέλθηκε η απολιγνιτοποίηση (μέχρι το 2023) και δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αφού η χρήση τους όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν άφηνε οικονομικό χώρο για βιώσιμες μονάδες φυσικού αερίου προς υποκατάστασή τους, απαραίτητες για την επάρκεια του συστήματος όταν δεν φυσάει άνεμος για να λειτουργήσουν τα αιολικά ή η συννεφιά περιορίζει την παραγωγή των φωτοβολταϊκών.
Αυτό εξάλλου το πιστοποιεί και η μελέτη επάρκειας του ΑΔΜΗΕ, που συνδέει την απόσυρση λιγνιτικής ισχύος από το σύστημα με την είσοδο νέας ισχύος από μονάδες φυσικού αερίου, προκειμένου να μην υπάρξουν προβλήματα ηλεκτροδότησης σε περιόδους αιχμής. Επρεπε απλώς η ΔΕΗ να απαλλαγεί από το κόστος λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων, που γινόταν όλο και πιο δυσβάσταχτο όσο αυξάνονταν οι τιμές των ρύπων (CO2). Γι’ αυτό και η ίδια αξίωσε αποζημίωση για τη λειτουργία τους ως μονάδες στρατηγικής εφεδρείας, γνωρίζοντας ότι θα υποχρεωθεί να τις θέσει σε λειτουργία για την ευστάθεια του συστήματος σε κρίσιμες περιόδους. Αυτό έγινε και τον Φεβρουάριο όταν ξέσπασε η «Μήδεια», αλλά και τις προηγούμενες ημέρες με το που άρχισε να ανεβαίνει ο υδράργυρος και μαζί η ζήτηση. Για την επάρκεια του συστήματος λειτούργησαν τις ημέρες του καύσωνα όλες οι μονάδες φυσικού αερίου ενώ ο ΑΔΜΗΕ επιστράτευσε και τον «βρώμικο» λιγνίτη, το ποσοστό του οποίου από 4% που είχε πέσει έφτασε σταδιακά μέσα στο τριήμερο του καύσωνα στο 15%.
Επί τρεις ημέρες η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) ενεργοποίησε την ομάδα διαχείρισης κρίσης, η οποία καθημερινά και σε στενή συνεργασία με τους διαχειριστές (ΔΕΣΦΑ, ΑΔΜΗΕ, ΔΕΔΔΗΕ) παρακολουθούσε επισταμένως το σύστημα και βρισκόταν σε ανοιχτή γραμμή με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας (ΥΠΕΝ) για τη διαχείριση πιθανόν προβλημάτων. Η αγωνία κορυφώθηκε την Πέμπτη, που σημειώθηκε και η μεγαλύτερη ζήτηση και ενώ την προηγούμενη μέρα είχε ήδη παρουσιαστεί βλάβη σε μια μονάδα φυσικού αερίου που χρειάστηκε να βγει εκτός για κάποιες ώρες, με το σύστημα κυριολεκτικά να κρέμεται από τις παλαιές και κακοσυντηρημένες λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Εν κατακλείδι, τρία χρόνια μετά την εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης, το σύστημα παραμένει πλήρως εξαρτημένο από τον λιγνίτη. Η ΔΕΗ υποχρεώνεται να θέτει μονάδες σε λειτουργία χωρίς να αποζημιώνεται, έχει αποσύρει λιγνιτική ισχύ 1,1 GW ενώ η μοναδική μονάδα φυσικού αερίου που κατασκευάζεται από τη Mytilineos θα τεθεί σε εμπορική λειτουργία τον Μάιο του 2022. Στο μεταξύ, εγκλωβισμένες παραμένουν και αδειοδοτημένες επενδύσεις 3 GW για έργα αποθήκευσης, τεχνολογία που μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά τη μεγάλη διείσδυση των ΑΠΕ και τα προβλήματα από την ευμετάβλητη παραγωγή τους, αλλά και προβλήματα κορεσμού του δικτύου.
Ουσιαστικά δηλαδή, τρία χρόνια μετά βρισκόμαστε, όχι απλώς σε «σημείο μηδέν» αλλά ενώπιον ενός επικίνδυνου βραχυκυκλώματος, και το εντυπωσιακό είναι ότι χρειάστηκε προσπάθεια γι’ αυτό. Η πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ έθεσε ως άμεση προτεραιότητα την αποζημίωση της ΔΕΗ για την εφεδρική χρήση των λιγνιτικών μονάδων για να μη βρεθεί στο ίδιο σημείο που θα ήταν και πριν και σε δεύτερη προτεραιότητα τον Μηχανισμό Επάρκειας Ισχύος CRM για την αποζημίωση νέων μονάδων φυσικού αερίου.
Ετσι, οι αδειοδοτημένες επενδύσεις για νέες μονάδες φυσικού αερίου «πάγωσαν», αφού χωρίς αποζημίωση δεν είναι βιώσιμες, αναμένοντας τον μηχανισμό CRM, που σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΝ θα κατατίθετο μέσα στον Ιούνιο. Ο προγραμματισμός αυτός του ΥΠΕΝ στηριζόταν στη βεβαιότητα ότι στο μεταξύ θα είχε εγκριθεί από τις Βρυξέλλες ο μηχανισμός Strategic Reserve, μέσω του οποίου θα αποζημιώνεται η ΔΕΗ για τη χρήση των λιγνιτικών μονάδων, που είχε σταλεί στις Βρυξέλλες από τον Οκτώβριο.
Η ανατροπή
Ο σχεδιασμός ανετράπη πλήρως τον Μάιο, όταν η αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αρμόδια για θέματα ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα και τη συνάντηση που είχε με το επιτελείο του ΥΠΕΝ ξεκαθάρισε ότι ο μηχανισμός Strategic Reserve για να προχωρήσει θα πρέπει να ακολουθεί τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός της Επιτροπής που εγκρίθηκε το 2019. Να συνοδεύεται δηλαδή από μελέτη επάρκειας του συστήματος από τον ΑΔΜΗΕ και ένα Market Reform Plan (σχέδιο μεταρρύθμισης της αγοράς), τα οποία για να εγκριθούν θα πρέπει να τεθούν από τη Γενική Διεύθυνση Ενέργειας της Κομισιόν σε διαβούλευση τεσσάρων μηνών, και να περιλαμβάνει εκτός από τους λιγνίτες και μονάδες φυσικού αερίου αλλά και τη ζήτηση (demand response).
Μετά τις οδηγίες Βεστάγκερ τα συναρμόδια επιτελεία κινητοποιήθηκαν και άρχισαν να αναζητούν συμβούλους για να αναθέσουν το Market Reform Plan, ο ΑΔΜΗΕ να καταρτίζει την απαιτούμενη μελέτη επάρκειας για να σταλούν, όταν ολοκληρωθούν, στις Βρυξέλλες και να πάρουν τον δρόμο της έγκρισης, καλώς εχόντων των πραγμάτων περί τα τέλη του έτους, ευελπιστώντας και στο ότι θα «βάλει πλάτη» και η ίδια η Βεστάγκερ.
Στις πολιτικές πλάτες των Βρυξελλών φαίνεται να πόνταραν οι αρμόδιοι φορείς, οι οποίοι αν και με τη συνδρομή πολυπληθούς ομάδας συμβούλων προσπέρασαν τον κανονισμό, υποβαθμίζοντας την ουσία αλλά και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και έστειλαν στην Κομισιόν απλώς ένα σχέδιο τριών σελίδων. Η όλη διαδικασία μεταφέρει προς τα πίσω το αίτημα για μηχανισμό CRM, ο οποίος για να εγκριθεί θα πρέπει να συνοδεύεται από μελέτη επάρκειας που καταγράφει τις ανάγκες του συστήματος για νέα ισχύ.
«Είμαστε εγκλωβισμένοι»
Χωρίς CRM οι επενδύσεις που έχουν σχεδιάσει ιδιώτες επενδυτές και η ΔΕΗ σε νέες μονάδες δεν είναι βιώσιμες, ενώ, από την άλλη, χωρίς την ένταξη νέας ισχύος στο σύστημα δεν μπορούν να αποσυρθούν οι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ. Αυτός είναι ο λόγος που ο ίδιος ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Κώστας Σκρέκας, έχει αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο να παραμείνουν σε λειτουργία λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ πέραν του 2023. «Δεν πρόκειται να διακινδυνεύσουμε την ασφάλεια του ηλεκτρικού δικτύου στη χώρα μας και την επαρκή ανεμπόδιστη παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στους Ελληνες καταναλωτές», είχε δηλώσει πρόσφατα απαντώντας σε σχετική ερώτηση.
«Η πραγματικότητα είναι ότι είμαστε εγκλωβισμένοι», παραδέχεται αρμόδιο στέλεχος με επιτελικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με την Κομισιόν, το οποίο εκτιμά ότι θα χρειαστεί και πολιτική στήριξη για να πάρουν τα πράγματα τον δρόμο τους.
Καθυστερούν οι κρίσιμες επενδύσεις σε έργα αποθήκευσης ενέργειας
Στο έλλειμμα ευέλικτων μονάδων φυσικού αερίου έρχεται να προστεθεί και η καθυστέρηση στην υλοποίηση επενδύσεων στην αποθήκευση, τεχνολογία με κομβικό ρόλο στην επίτευξη των στόχων ενεργειακής μετάβασης, αφού εξομαλύνει την ασταθή παραγωγή των ΑΠΕ συμβάλλοντας στη διατήρηση της επάρκειας ισχύος και της αξιοπιστίας του συστήματος.
Οι τεχνολογίες αποθήκευσης μπορούν να επιταχύνουν τη διαδικασία απανθρακοποίησης και αυτό γιατί διασφαλίζουν ταχύτερη αδειοδότηση και πιο γρήγορη κατασκευή, καθώς δεν απαιτούν μαζικές εκτάσεις ή και περιβαλλοντικές παρεμβάσεις και μπορούν να συνδεθούν άμεσα με το σύστημα. Παράλληλα, συμβάλλουν καταλυτικά στη μείωση του κόστους ηλεκτρικού ρεύματος για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, καθώς η συμμετοχή τους στην αγορά περιορίζει το κόστος εξισορρόπησης, αφού μεγαλύτερη ευστάθεια του δικτύου συνεπάγεται μικρότερη αγορά εξισορρόπησης.
Παρά το υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον για έργα αποθήκευσης από ελληνικές και ξένες εταιρείες, το οποίο ενισχύεται από τη διασφάλιση μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης χρηματοδότησης με κονδύλια ύψους 450 εκατ. ευρώ και την προοπτική ενίσχυσης μέσω του μηχανισμού CRM, δεν έχει ολοκληρωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίησή τους.
Στη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας έχουν κατατεθεί αιτήσεις για έργα αποθήκευσης (μπαταρίες, αντλησιοταμίευση και υβριδικά) συνολικής ισχύος 9.000 MW. Προκειμένου να διευκολύνει την υλοποίησή τους έχει προχωρήσει στην αδειοδότηση 3.000 MW αξιοποιώντας το πλαίσιο αδειοδότησης θερμικών μονάδων. Ωστόσο, στο σύνολό τους τα έργα αυτά, που αντιστοιχούν σε επενδύσεις 1,8 δισ. ευρώ, βρίσκονται εν αναμονή του νέου θεσμικού πλαισίου.
Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας σύστησε τον Δεκέμβριο του 2020 ομάδα εργασίας για να καταρτίσει πρόταση για το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο αδειοδότησης, συμμετοχής στην αγορά και στήριξης των διαφόρων τύπων σταθμών αποθήκευσης ενέργειας. Η ολοκλήρωση του νέου θεσμικού πλαισίου αναμενόταν αρχικά, σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του ΥΠΕΝ, μέσα στον Ιούνιο ενώ έχει μεταφερθεί για τον Οκτώβριο. Μάλιστα, ο αρμόδιος υπουργός Κώστας Σκρέκας δήλωσε ότι το φθινόπωρο θα πραγματοποιηθεί διαγωνισμός για μονάδες αποθήκευσης ενέργειας, ισχύος 700 MW και προϋπολογισμού 200 εκατ. ευρώ.
Πρόθεση του ΥΠΕΝ, σύμφωνα με τα όσα έχουν διαρρεύσει, είναι οι άδειες που έχουν εκδοθεί ήδη από τη ΡΑΕ να ενταχθούν στο νέο πλαίσιο αδειοδότησης και να εξεταστούν από μηδενική βάση όλα τα επενδυτικά σχέδια σε ό,τι αφορά τη σύνδεσή τους με το δίκτυο στη λογική τού να μην έχουν προτεραιότητα. Με τον τρόπο αυτό βάζει «φρένο» σε επενδύσεις που θα μπορούσαν να υλοποιηθούν άμεσα με το που θα διασφαλίσουν όρους σύνδεσης στο δίκτυο, αλλά και σε επενδύσεις που θα μπορούσαν να εγκατασταθούν σε περιοχές με κορεσμένο δίκτυο και να συμβάλουν στην ευστάθεια του συστήματος, κάτι που έχει σύμφωνα με πληροφορίες, εισηγηθεί και η ΡΑΕ.
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη προώθησης και άμεσης ενσωμάτωσης της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας στο ηλεκτρικό σύστημα, το Ινστιτούτο Ενέργειας Περιβάλλοντος & Κλιματικής Αλλαγής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ) προχώρησε σε συνεργασία με την EDF, την Enel Green Power, τη Mytilineos, τη Siemens Gamesa και τη Vestas, προκειμένου να συστήσουν την Ελληνική Πρωτοβουλία Συστημάτων Αποθήκευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία έχει ως άμεσο στόχο να προχωρήσει στη δημιουργία ενός συνδέσμου (association) με την ευρεία συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων εμπλεκόμενων φορέων με τον τομέα της αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ