“Στόχος μας είναι σε λίγα χρόνια τα Βαλκάνια να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά που υπάρχουν και στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, δηλαδή οι πολίτες να κινούνται από τη μία χώρα στην άλλη χωρίς να αντιλαμβάνονται πού είναι τα σύνορα, να μην υπάρχουν εμπόδια στη συνεργασία των εταιρειών, να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στις συνδυασμένες μεταφορές – και τις οδικές και τις σιδηροδρομικές – να υπάρχουν συνεργασίες καθημερινές και παραγωγικές, προκειμένου η περιοχή των Βαλκανίων να αφήσει πίσω στην ιστορία τις διαφωνίες και να προχωρήσει σε μία άλλη εποχή, που θα επιτρέψει να μην είναι τα σύνορα της χώρας μας οι εσχατιές της χώρας μας, αλλά να είναι η αρχή της ενδοχώρας των Βαλκανίων και οι γείτονές μας να έχουν πρόσβαση στα λιμάνια του Αιγαίου ή να μπορούν να μετακινούνται και οι πολίτες τους και τα προϊόντα τους ευκολότερα”, δήλωσε ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης, δίνοντας το πλαίσιο των συμπερασμάτων, στα οποία κατέληξε η υπουργική σύνοδος.
Σε ό,τι αφορά τους οδικούς άξονες, ο κ. Σπίρτζης, διευκρίνισε ότι “με τη Βουλγαρία τελειώνουμε φέτος τον άξονα στον Έβρο, τέλειωσε ο άξονας στη Ροδόπη και ξεκινάμε τον άξονα στην Ξάνθη”, ενώ για τις σιδηροδρομικές συνδέσεις, σημείωσε, πως το φθινόπωρο θα έχει ολοκληρωθεί η ηλεκτρική γραμμή Θεσσαλονίκη – Ειδομένη, και “μόλις τελειώσει και αυτή η γραμμή ο συνολικός χρόνος από τον Πειραιά, ή τη Θεσσαλονίκη για την Κεντρική Ευρώπη, θα είναι πλέον πολύ ανταγωνιστικός για τα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης”.
Εντός του επόμενου τριμήνου, εξάλλου, εκτιμάται πως θα γίνει η συντήρηση στην παλιά σιδηροδρομική σύνδεση της Φλώρινας με το Μοναστήρι (Μπίτολα). “Εκεί θα κάνουμε ένα κτίριο στη δική μας πλευρά ανακαίνιση για να λειτουργήσει τελωνείο και θα είναι και το δικό τους τελωνείο σε αυτό το κτίριο μαζί και δείχνει και αυτό καλή διάθεση, ενώ θα γίνει και οδική σύνδεση”, είπε ο υπουργός, ενώ σε σχέση με την Αλβανία, εκτίμησε πως “μπορούμε να προχωρήσουμε με τη σιδηροδρομική σύνδεση που πάει για Ειδομένη, στην Κοζάνη περίπου να κάνει διασύνδεση για Κρυσταλλοπηγή”.
Η ελληνική πλευρά, εξάλλου, πρόκειται να παρέχει τεχνογνωσία στις δύο χώρες, που είναι υπό ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε σχέση με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές, τις οδηγίες, τη νομοθεσία που υπάρχει και τις διαδικασίες για τα δημόσια έργα και τις μεταφορές.