Στην πρώτη περίοδο της ζωής του, έως και το 325, ο μέγας Κωνσταντίνος διακρίθηκε για την προσήλωση στην ενότητα της αυτοκρατορίας, τις στρατιωτικές και οργανωτικές του ικανότητες και την θρησκευτική του πίστη. Έδειξε υπερβολική υπομονή σε ανατρεπτικές συνωμοσίες, ενώ και τον Λικίνιο τελικά τον πολέμησε ως επίορκο και διώκτη των Χριστιανών (316 και 322). Ως προσωπικότητα, δημιούργησε, αναμφίβολα, αιώνιες έχθρες. Για την Δύση αποτελεί, τον βασικό παράγοντα εξελληνισμού της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν είναι ακριβώς γνωστή η καταγωγή του. Συχνά θεωρείται γενικά και αόριστα Ιλλύριος. Γνωρίζοντας ωστόσο πως οι Έλληνες της Βαλκανικής νωρίς εκλατινίστηκαν, όντες πρόδρομοι των σημερινών Βλάχων (βλ. Προκόπιος), το ότι παντρεύτηκε την Ελένη από τη Δρεπάνη της Βιθυνίας και πως παρότι στρατιωτικός, υιοθετούσε θεότητες του ελληνικού (Άρης, Απόλλων) πανθέου, διατηρώ αμφιβολίες για την μη ελληνική καταγωγή του. Ως μονοκράτορας, το διακύβευμα, πλέον, ήταν η θρησκευτική ισορροπία, είτε ως προς τους εθνικούς, είτε εντός του Χριστιανισμού, όπου ελλόχευαν οι αιρέσεις. Προς τα τέλη του 324, έλαβαν χώρα δύο κεφαλαιώδη γεγονότα: Το πρώτο ήταν η νέα πρωτεύουσα. Στις 8 Νοεμβρίου, τέλεσε την ίδρυση – πολισμό της Νέας Ρώμης – Κωνσταντινούπολης. Σε τμήμα νόμου του, αναγνωρίζεται από τους ειδικούς η πίστη του στην θεία επιλογή της Κωνσταντινούπολης. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η μαρτυρία η οποία θέλει τον Κωνσταντίνο να χαράζει τα όρια της Πόλης οδηγούμενος από Άγγελο. Αναμφίβολα ο Κωνσταντίνος, ως άνθρωπος της γεωστρατηγικής, ήθελε να ιδρύσει μια νέα πρωτεύουσα προς την Ανατολή. Η Δύση βρισκόταν σε παρακμή. Απέρριψε την Σερδική (Σόφια), ήθελε κατά τον Σωζόμενο να χτίσει στο Ίλιο-Τροία, επιλογή ήταν και η Χαλκηδών, ωστόσο η πολιορκία του Βυζαντίου επί Λικινίου, έγειρε, μάλλον, την πλάστιγγα. Τα επίσημα εγκαίνια έλαβαν χώρα στις 11 Μαΐου του 330. Στη νέα αυτή πόλη, παράλληλα με τις νέες εκκλησίες, συνέχισαν να λειτουργούν τα ιερά της Αρτέμιδος, του Απόλλωνος και της Αφροδίτης. Επιπλέον, ο Κωνσταντίνος ίδρυσε και δύο νέα ιερά, αφιερωμένα στη Ρέα και την Τύχη.
Σε αυτήν μεταφέρθηκαν πολλά γλυπτά από διάφορες ελληνικές κυρίως πόλεις της αυτοκρατορίας. Το άγαλμα του Απόλλωνος από το Ίλιο, το άγαλμα της θεάς Τύχη από τη Ρώμη προς το νέο της ναό στη Νέα Ρώμη, ο δελφικός τρίποδας κ.α.. Ακόμα και μετά την Σύνοδο της Νικαίας του 325, χορήγησε την ανοικοδόμηση εθνικών ναών, κάτι που επιβεβαιώνει και ο συχνός κατήγορός του εθνικός ιστορικός Ζώσιμος (αρχές Ε΄ αιώνος). Με την συμβολή της μητρός του Ελένης, ανοικοδόμησαν τα Ιεροσόλυμα. Μετέτρεψαν έτσι, την πάλαι ποτέ ιουδαϊκή μητρόπολη και τότε παγανιστική (Aelia Capitolina), σε ιερά πόλη των Χριστιανών. Μία κίνηση η οποία επίσης εξηγεί πολλά. Ένα δεύτερο ιστορικό σημείο, υπήρξε η συνοδική του συμβολή.
Το ενδιαφέρον του για την εκκλησιαστική ειρήνη, είχε εκδηλωθεί αμέσως μετά το διάταγμα των Μεδιολάνων, με αφορμή το σχίσμα των Δονατιστών την περίοδο 313-316. Υποστήριξε το συνοδικό σύστημα, συγκαλώντας την Σύνοδο του Λατερανού της Ρώμης το 313 και την αντίστοιχη της γαλλικής Arles-Αρελάτου, τον Αύγουστο του 314. Η Σύνοδος πλέον και με την αυτοκρατορική αναγνώριση, καθιερώθηκε ως το όργανο επίλυσης εκκλησιαστικών διαφορών. Ωστόσο το κύριο σχετικό πρόβλημα, υπήρξαν οι αιρετικές περί Χριστού δοξασίες του αλεξανδρινού πρεσβυτέρου Αρείου. Το πρόβλημα της θεότητος του Χριστού δεν είχε εύκολη λύση. Η Αγία Γραφή δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη και οι Χριστιανοί, εξ Εθνών και εξ Ιουδαίων, περισσότερο ακολουθούσαν την επιμέρους φιλοσοφική παράδοση περί δημιουργίας του κόσμου. Για τους εξ Εθνών, ο Ύπατος Θεός δεν δημιούργησε τον κόσμο, αλλά ενδιάμεσες μεταφυσικές καταστάσεις. Άρα ένας μέγιστος Θεός, δεν θα μπορούσε να προέρχεται άμεσα από τον Θεό πατέρα, πολύ περισσότερο να γίνει άνθρωπος, να λάβει ύλη. Για τους Χριστιανούς εξ Ιουδαίων πάλι, η αναγνώριση του Χριστού ως ομοουσίου, κατά πάσα πιθανότατα θα εκλαμβάνονταν ως διάσπαση του αυστηρού μονοθεϊσμού. Ο Κωνσταντίνος βρήκε τον Αρειανισμό, ήδη, ως μεγάλη κρίση. Ο Άρειος, είχε, ήδη, καταδικασθεί συνοδικά το 308 και αποκατασταθεί προσωρινά το 312. Καταδικάστηκε ξανά, μάλλον το 320 από σύνοδο 97 επισκόπων. Ωστόσο κατόρθωνε να επιβιώνει, τόσο ώστε τον Νοέμβριο του 324, ο Κωνσταντίνος να αποπειραθεί έναν συμβιβασμό, μεταξύ Αρείου και Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας. Καταδικάστηκε για μια ακόμα φορά, στην Αντιόχεια (24 Δεκεμβρίου του 324). Φαίνεται πως ο Άρειος, πέραν της επιρροής του από την ελληνική περί Λόγου οντολογία, έβρισκε συμμάχους σε Παλαιστίνιους, Αντιοχειανούς και μάλλον εξ Ιουδαίων επισκόπους, όπως οι Ευσέβιος Καισαρείας ή ο Θεόδοτος Λαοδικείας κ.α. Οι τελευταίοι μάλιστα αρνήθηκαν να υπογράψουν την καταδίκη του και τέθηκαν προσωρινά σε ακοινωνησία. Εν τέλει οδηγηθήκαμε στην εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο, άτυπα στις 20 Μαίου του 325 και τυπικά στις 14 Ιουνίου. Η Σύνοδος, καθαίρεσε τον Άρειο και 2 ακόμα επισκόπους. Εξέδωσε την πρώτη μορφή του Συμβόλου της Πίστεως, ενώ διαχώρισε οριστικά ως ημερομηνία το χριστιανικό από το εβραϊκό Πάσχα. Πρέπει να τονιστεί, πως ο Κωνσταντίνος δεν παρενέβη καθόλου στην όλη διαδικασία. Ίσως η μόνη φορά, που κάτι τέτοιο δεν επιχειρήθηκε, δίκαια ή άδικα, σε Οικουμενική Σύνοδο. Αρνήθηκε την προεδρία της Συνόδου και κάθισε σε απλό κάθισμα και όχι στον ειδικά ετοιμασμένο θρόνο. Έδειξε έτσι σεβασμό προς την ιεροσύνη και αναρμοδιότητα ως προς τα θεολογικά. Ωστόσο στην πορεία, οι φιλοαρειανοί επίσκοποι εκθρόνισαν σταδιακά τους υπέρμαχους της Νικαίας: Τον Ευστάθιο Αντιοχείας το 330, τον Αθανάσιο Αλεξανδρείας το 335 του οποίου την εξορία στην παλαιά πρωτεύουσά του Αυγούστα των Τρεβήρων (Trier Γερμανίας) επικύρωσε ο Κωνσταντίνος και τον Μάρκελλο Αγκύρας το 336. Ο Κωνσταντίνος σεβόμενος δεν αναίρεσε τις σχετικές συνοδικές αποφάσεις, είπε όμως προς τον Άρειο κατά την αποκατάσταση του το 336, πως Αν η πίστη σου είναι ψευδή, τότε ας σε κρίνει ο Θεός. Ο Άρειος πέθανε λίγο μετά από φριχτούς πόνους σε δημόσιες βεσπασιανές. Πολύ σημαντικό υπήρξε το νομικό του έργο. Προστάτεψε τον οικογενειακό θεσμό. Θεσπίστηκαν ποινές θανάτου στους μοιχούς και από τα πρώτα θύματα ήταν ο ίδιος ο υιός του, αφού το 326 με δόλο η μητριά του Φάουστα κατήγγειλε τον υιό του Κρίσπο ότι την ατίμασε. Ο Κωνσταντίνος, μάλλον δεν εκτέλεσε την ποινή αλλά η Φάουστα, σφραγίζοντας σχετικό βασιλικό έγγραφο. Ο Κρίσπος ήταν υιός της Μινερβίνης και όχι της Φάουστας… Κατήργησε αποτρόπαια θεάματα αρένας, εξέδωσε διατάγματα προς μείωση ή ελάφρυνση της δουλείας, ενίσχυσε γονείς ώστε να μην οδηγούνται σε πώληση τα παιδιά τους. Αυτό φυσικά έθιξε πάγια συμφέροντα δουλεμπορίου.
Κατά την συνήθη τότε πρακτική, ίσως και από διατήρηση πνεύματος ανεξιθρησκίας, ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε λίγο πριν τον θάνατό του (22 Μαΐου 337). Το σώμα του τοποθετήθηκε στο Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινουπόλεως και σύμφωνα με τις πηγές θαυματουργούσε.
konstantinosoa@yahoo.gr