Μία μελέτη με την οποία μπορεί να ανοίξει ο δρόμος της συνέχισης λειτουργίας των λιγνιτορυχείων, μέσω της αξιοποίησης του λιγνίτη σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, εκπόνησε ομάδα μηχανικών της Δυτικής Μακεδονίας με πρωτοβουλία του Τεχνικού Επιμελητηρίου/ΤΔΜ.
Η μελέτη, η οποία ολοκληρώθηκε το Μάρτιο του 2022 παρουσιάστηκε σε κλειστό κύκλο τις προηγούμενες ημέρες και αναλύει τις πιθανότητες αξιοποίησης του εγχώριου λιγνίτη σε μια σειρά δραστηριοτήτων που είναι είτε έτοιμες και «φθηνές», είτε χρειάζονται μεγάλες επενδύσεις και απέχουν ακόμα από πλευράς τεχνικής ετοιμότητας.
Η χρηματοδότησή της έγινε από τον Τοπικό Πόρο Ανάπτυξης και αντικείμενο του έργου αποτέλεσαν η αποτύπωση και η συγκριτική αξιολόγηση των διαθέσιμων και αναδυόμενων τεχνολογιών αξιοποίησης του εγχώριου λιγνίτη σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τόσο το εσωτερικό-τοπικό περιβάλλον όσο και τις διεθνείς τάσεις και τεχνολογικές εξελίξεις.
Ο ελληνικός λιγνίτης, ο οποίος σύμφωνα με τη ΔΕΗ έχει αξιοποιηθεί μόλις κατά 30% των αρχικών αποθεμάτων και θα συνεχίσει να υπάρχει στα εδάφη της χώρας ακόμα και μετά το 2028(χρονιά απολιγνιτοποίησης) με περίπου 3,1δις τόνους, αποτελεί εξαιρετική πρώτη ύλη για παραγωγή εδαφοβελτιωτικών και οργανοχουμικών λιπασμάτων με τη μελέτη να σημειώνει πως μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθείς στις παρακάτω τεχνολογίες:
- Αεριοποίηση του λιγνίτη για παραγωγή πολυμερών και συνθετικών καυσίμων
- Εξαγωγή Σπανίων Γαιών
- Παραγωγή ενεργού άνθρακα
- Παραγωγή προϊόντων με βάση τα ανθρακονήματα
- Παραγωγή νανοϋλικών γραφενίου
- Παραγωγή οργανοχουμικών λιπασμάτων και εδαφοβελτιωτικών
- Παραγωγή δομικών υλικών από τα υποπροϊόντα της καύσης του λιγνίτη
Τα κυριότερα εκμεταλλεύσιμα κοιτάσματα λιγνίτη βρίσκονται στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας, με απόθεμα 1,75δις τόνους, στην Περιφερειακή Ενότητα (Π.Ε.) Δράμας, με απόθεμα 900 εκ. τόνους, στην περιοχή Ελασσόνας της Π.Ε.Λάρισας, με απόθεμα 169 εκ. τόνους και στην Περιφέρεια Πελοποννήσου, στην περιοχή Μεγαλόπολης της Π.Ε. Αρκαδίας, με εναπομένον απόθεμα περίπου 223 εκ. τόνους.
Οι τεχνολογίες αεριοποίησης και υγροποίησης λιγνίτη αποτελούν εξαιρετικά ώριμες τεχνολογίες και προσφέρουν τη δυνατότητα παραγωγής καυσίμων κίνησης όπως βενζίνη, κηροζίνη και diesel, αλλά και μια μεγάλη γκάμα προϊόντων για τη χημική βιομηχανία. Αποτελούν τεχνολογίες εντάσεως κεφαλαίου και τεχνογνωσίας, ενώ η βιωσιμότητά τους εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό από τις τιμές του πετρελαίου στην παγκόσμια αγορά και τη διακύμανση των τιμών διοξειδίου του άνθρακα στην αγορά ρύπων.
Ο εγχώριος λιγνίτης αποτελεί εξαιρετική πρώτη ύλη για παραγωγή εδαφοβελτιωτικών και οργανοχουμικών λιπασμάτων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω με τις συγκεκριμένες τεχνολογίες να είναι εμπορικά ώριμες, ενώ πέρα από τη δημιουργία μιας νέας αλυσίδας αξίας στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας με ισχυρό εξαγωγικό χαρακτήρα, ο λιγνίτης μπορεί να αξιοποιηθεί με όρους Κυκλικής Οικονομίας, συμβάλλοντάς σημαντικά στην ανάσχεση των επιπτώσεων της Κλιματικής Κρίσης, πρωτίστως στην απώλεια γόνιμων εδαφών.
Η παραγωγή ενεργού άνθρακα από λιγνίτη συνιστά μια επιπλέον εμπορικά ώριμη τεχνολογία. Σημαντικά πλεονεκτήματα για τη χρησιμοποίηση του εγχώριου λιγνίτη ως πρώτη ύλη για την παραγωγή ενεργού άνθρακα αποτελούν η διαθεσιμότητά του, τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά και το χαμηλό κόστος. Ο ενεργός άνθρακας είναι προϊόν με μεγάλη ζήτηση τόσο στη χημική βιομηχανία όσο στην επεξεργασία υδάτων των βιολογικών καθαρισμών.
Μία ανερχόμενη αλλά πολλά υποσχόμενη τεχνολογία αφορά στην παραγωγή νανοϋλικών γραφενίου με βάση το λιγνίτη. Για πολλούς ειδικούς, το γραφένιο είναι το υλικό του μέλλοντος, δεδομένου ότι οι εφαρμογές του είναι πρακτικά απεριόριστες και υπόσχονται να φέρουν επανάσταση σε πολλούς τομείς. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ενώ το 2010 η παραγωγή του γραφενίου ήταν 28 τόνοι, προβλέπεται να αυξηθεί σε πάνω από 750 τόνους έως το 2025. Η αξία του συγκεκριμένου νανοϋλικού είναι εξαιρετικά υψηλή και ανέρχεται στα 862.000€/kg.
Η περίπτωση των σπάνιων γαιών αφορά μια ιδιαίτερη κατηγορία ορυκτών πρώτων υλών υψηλής ζήτησης που στο μέλλον αναμένεται να κλιμακωθεί περεταίρω. Οι σπάνιες γαίες χρησιμοποιούνται σε κρίσιμες για την ψηφιακή εποχή τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων πολλών που βρίσκουν εφαρμογή σε εξοπλιστικά συστήματα. Σε κάθε περίπτωση, αν και η τεχνολογία δεν είναι εμπορικά ώριμη, είναι ήδη διαπιστωμένο ότι η ανάκτηση σπάνιων γαιών από λιγνίτη είναι ευκολότερη από ότι στην περίπτωση του λιθάνθρακα, ενώ η περιεκτικότητα σπάνιων γαιών στην τέφρα λιγνίτη είναι αυξημένη κατά 6-10 φορές.
Όσον αφορά στη χρήση του λιγνίτη για την παραγωγή Υδρογόνου, αξίζει να σημειωθεί ότι το 98% της παγκόσμιας παραγωγής υδρογόνου προκύπτει σήμερα από ορυκτούς υδρογονάνθρακες. Το κόστος παραγωγής υδρογόνου με βάση τα ορυκτά είναι περίπου €1,5/kg, το εκτιμώμενο κόστος παραγωγής υδρογόνου με βάση τα ορυκτά με δέσμευση και αποθήκευση διοξειδίου του άνθρακα είναι περίπου €2 /kg, ενώ το κόστος πράσινου υδρογόνου ανέρχεται στα €2,5-5,5/kg. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι από 1 τόνο λιγνίτη Πτολεμαΐδας, μπορούν να παραχθούν περίπου 18 κιλά υδρογόνου.
Πετρώματα που εξορύσσονται μαζί με τον λιγνίτη και παραπροϊόντα της καύσης του μπορούν να αξιοποιηθούν ως πρώτη ύλη στον κλάδο των κατασκευών. Στα προϊόντα και υποπροϊόντα αυτής της κατηγορίας ανήκουν τα άγονα υλικά, η ιπτάμενη τέφρα, η τέφρα πυθμένα, η σκωρία και η γύψος. Τα παραπάνω υλικά μπορούν να πωληθούν ανεπεξέργαστα ή αφού μεταποιηθούν σε δομικά υλικά.
Στα πλαίσια του έργου, οι προαναφερόμενες δυνητικές χρήσεις του λιγνίτη θα αξιολογηθούν στη συνέχεια μέσω μιας σειράς παραμέτρων, προκειμένου να αναδειχθούν οι περισσότερο υποσχόμενες για την περίπτωση της Δυτικής Μακεδονίας.
Ζήσης Πιτσιάβας