Μυστήριο και πολλές ερμηνείες, σχεδόν εφάμιλλες, μ’ αυτές που περιβάλλουν το σπουδαίο έργο «Μυστικός Δείπνος» του μεγάλου δημιουργού Λεονάρντο Ντα Βίντσι, το οποίο βρίσκεται στην τραπεζαρία του μοναστηριού Σάντα Μαρία ντέλλε Γκράτσιε, στο Μιλάνο, έργο που παίζει κομβικό ρόλο και στο γνωστό και ευπώλητο βιβλίο του Νταν Μπράουν «Κώδικας ντα Βίντσι», θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί και για το δείπνο στο οποίο παρακάθισαν την περασμένη βδομάδα στελέχη της παράταξης του Περιφερειάρχη κ. Γιώργου Κασαπίδη, αν είχαν προνοήσει και φροντίσει για μερικές κρίσιμες λεπτομέρειες όσοι τον διοργάνωσαν με στόχο την σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ των μελών της παράταξης, οι οποίες δεν έχουν απλώς χαλαρώσει το τελευταίο διάστημα, αλλά ορισμένες απ’ αυτές δείχνουν σαν να έχουν κοπεί, όπως φημολογείται.
***
Μυστήριο που πήγε να δημιουργηθεί στην αρχή μόλις έγινε γνωστό πως επρόκειτο να γίνει «Μυστικός δείπνος» και, ατυχώς, διαλύθηκε μόλις πραγματοποιήθηκε, καθώς μετεξελίχθηκε σε «Φανερό δείπνο» μιας και όλοι έμαθαν για το αποτέλεσμα του, ποιοι πήγαν (σ. σ. και κυρίως ποιοι δεν πήγαν), τι συζητήθηκε κ.τ.λ.
***
Κι όμως, όλα θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά αν είχαν προνοήσει και οργανώσει το δείπνο με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν γνωστές μόνο λίγες και με το σταγονόμετρο πληροφορίες του.
***
Κατ’ αρχήν, ως τόπος συγκέντρωσης δεν θα έπρεπε να επιλεγεί ένας δημόσιος χώρος (ταβέρνα ή εστιατόριο) σε πόλη, αλλά κάποιος χώρος στη φύση και μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, ο οποίος δεν θα ανακοινώνονταν από πριν. Ένα αγρόκτημα σε ερημική περιοχή, μια στάνη (σ. σ. απ’ τις καλές κι όχι απ’ αυτές τις προχειροκατασκευασμένες με λαμαρίνα που αφαιρέθηκε από άδειους τενεκέδες τυρί) σε κάποια απομακρυσμένη βουνοκορφή, θα ήταν ο ιδανικός τόπος. Έτσι, θα άρχιζε το μυστήριο και θα δημιουργούνταν με το πρώτο ερώτημα, «πού θα συγκεντρωθούμε;»
***
Οι συμμετέχοντες δεν θα έπρεπε να μάθουν από πριν τη διαδρομή που θα ακολουθούσαν αλλά να τους επιβίβαζαν σε αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια και να τους μετέφεραν με κλειστά τα μάτια, αφού τους έκαναν πρώτα μερικούς γύρους για να αποπροσανατολιστούν. Κάπως έτσι, το μυστήριο θα μεγάλωνε και θα έρχονταν το δεύτερο ερώτημα, «πού πάμε;»
***
Μόλις έφταναν στον προορισμό τους, μπορεί κάποιοι να διαμαρτύρονταν, «ποιος διάλεξε το μέρος;» και «τι χάλια είναι αυτά; Πού μας φέρατε;», αλλά εδώ δεν θα υπήρχε κανένα μυστήριο καθώς βλέποντας την άνεση με την οποία θα κινούνταν εκεί ο Περιφερειάρχης, που γνωρίζει καλά τους χώρους αυτούς από τότε που έκανε τις αλησμόνητες εκπομπές του στο West channel, όλοι θα αντιλαμβάνονταν ποιανού επιλογή ήταν και γιατί. Παράλληλα, ο κ. Κασαπίδης θα είχε κερδίσει μια διπλή μάχη. Θα έδειχνε με το «καλησπέρα» ποιος κάνει κουμάντο στην παράταξη και ο κρίσιμος δείπνος θα διεξάγονταν σε οικείο γι’ αυτόν περιβάλλον, παρέχοντας του το πλεονέκτημα των κινήσεων.
***
Ο δείπνος θα διεξάγονταν σε ημίφως για να μην μπορούν να δουν όλοι ποιος παραβρίσκεται και ποιος λείπει. Οπότε, αν οι συμμετέχοντες ερωτώνταν μετά από τους δημοσιογράφους (σ. σ. ή τηλεφωνούσαν αυτοί στους δημοσιογράφους, που είναι και το πιο πιθανό) δεν θα ήταν σε θέση να πουν ποιοι ακριβώς έδωσαν το παρόν και ποιοι έλειπαν, επιτείνοντας έτσι το μυστήριο.
***
Το κλίμα κατά τη διάρκεια του δείπνου θα ήταν ήπιο και συναινετικό, καθώς όλοι, ή σχεδόν όλοι, δεν θα έβλεπαν την ώρα να τελειώσει και να φύγουν από εκεί και γι’ αυτό ούτε αντιρρήσεις θα έφερναν σε ό,τι λεγόταν, ούτε ενστάσεις θα διατύπωναν για να μην χασομερούν.
***
Κατά την επιστροφή θα ακολουθούνταν ανάλογη μέθοδος (δέσιμο ματιών) αλλά θα επιλέγονταν μεγαλύτερη διαδρομή όλο στροφές, για να ζαλιστούν οι Περιφερειακοί Σύμβουλοι και φτάνοντας να μην είναι σε θέση να διηγηθούν τι ακριβώς συνέβη, τι ειπώθηκε κ.τ.λ.
***
Με τον τρόπο αυτό θα είχε δημιουργηθεί το απαραίτητο μυστήριο, το πέπλο του οποίου θα εξαπλώνονταν σιγά σιγά σ’ όλη τη Δυτική Μακεδονία, καλύπτοντας τους πάντες και τα πάντα.
***
Μυστήριο που θα ευνοούσε τον κ. Κασαπίδη και θα αποδυνάμωνε την εσωτερική αντιπολίτευση, αφού η εντύπωση που θα έβγαινε προς τα έξω θα ήταν πως «ο Κασαπίδης τους έβαλε όλους στο μαντρί!»
***
Εντύπωση που δεν θα μπορούσαν να διαψεύσουν ούτε κι αυτοί που δεν θα πήγαιναν, γιατί αν επικαλούνταν την μαρτυρία των άλλων, «να, ρωτήστε τον τάδε, αν πήγα…» δεν θα μπορούσαν να την έχουν αφού εκείνος θα δήλωνε «με τέτοιο σκοτάδι, ούτε τη μύτη μου δεν έβλεπα. Πώς να δω ποιοι έλειπαν…»