Πτολεμαΐδα 17-9-2025
-Αλλοτινό το γιορτινό, ένα πρόσωπο ισιωμένο, μ’ ένα βελούδινο πόνο φορεσιά, κοίταζε μακριά, έβλεπε και είχε να πονέσει ακόμα κι άλλο. Για την ψυχή την άβυσσο, το χαμό & το χάος.
-Πνιχτό ουρλιαχτό η σιωπή και στην καταιγίδα μια λάμψη, αγέρας, σκούρο χώμα. Πνιχτά, πηχτά κομμάτια αλλοπαρμού ο κόσμος, ο κοντά μα κι ο μακρύτερος, μιας καθωσπρέπει πραγματικότητας, που ταλαντεύεται, αιωρείται.
-Έστρεψ’ ο δρόμος …. Μ΄ ένα κομμάτι ψωμί, μια καληνύχτα …. Απομεινάρια της ψυχής λιγοστά, λίγα ψίχουλα, δυο τρεις κόκκοι άμμου …. Έστρεψ’ ο δρόμος κι ορφάνεψαν οι ίσκιοι, σώπασαν …. Τ΄ αργοπορημένα βήματα βαριά, με την προσποίηση μιας τρεχάλας ….
-Είδωλο ήτανε η παρουσία σου, είδωλο …. Πολύχρωμο το λιόγερμα, αυταπάτη σαν χάθηκε άξαφνα & σκόρπισε νύχτα σ’ αλλοτινό ένα πρόσωπο γιορτής. Αργά τα βήματα βαριά, η προσποίηση μιας τρεχάλας ….
-Λαχάνιασμα χλιαρό, ένα ξέπνοο γιατί κι ένα αντίο …. Είναι μακριά πια η φιγούρα δεν φαίνεται ….
Ο δρόμος είχε στρέψει μια μέρα πριν ….