Το Μεσόβουνο της Κοζάνης, Εορδαία, ήταν ένα χωριό Ποντίων προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής που υπέστη με ιδιαίτερη μανία τη βία των Ναζί κατακτητών κατά την περίοδο της Κατοχής. Το πρώτο Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου έγινε στις 23 Οκτωβρίου 1941. Το χωριό πυρπολήθηκε και εκτελέστηκαν 142 άτομα (σύμφωνα με τις γερμανικές πηγές), ενώ οι κάτοικοι ανεβάζουν τον αριθμό σε 165. Το δεύτερο Ολοκαύτωμα έγινε στις 24 Απριλίου 1944. Το χωριό θρήνησε και πάλι 150 θύματα και την εκ νέου πυρπόληση των κατοικιών που είχαν ξαναχτίσει οι κάτοικοι μετά την επιστροφή τους στο πυρπολημένο χωριό το 1942.
Οι 1.171 κάτοικοι του Μεσόβουνου προέρχονταν από χωριά της περιοχής της Νικόπολης του μικρασιατικού Πόντου, τα οποία είχαν υποστεί μεγάλες διώξεις από τους Νεότουρκους κατά την περίοδο 1915-1918 και αντέδρασαν επανδρώνοντας τις αντάρτικες ελληνικές ομάδες που δρούσαν στην περιοχή. Εκπατρίστηκαν οριστικά μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, απ’ όπου είχαν αποχωρήσει για την Τουρκία οι μουσουλμάνοι της περιοχής.
Η ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος
Ένα από τα χαρακτηριστικά του Μεσοπολέμου στις προσφυγικές περιοχές της Μακεδονίας ήταν η ανάπτυξη ενός σημαντικού αριστερού κινήματος, που είχε ως βασικό πληθυσμιακό έρεισμα τους Έλληνες πρόσφυγες από το Καρς (ρωσικός Καύκασος έως τον Μάρτιο του ’17). Η διαδικασία ριζοσπαστικοποίησης ενισχύθηκε και εντάθηκε εξαιτίας της δράσης των Ποντίων κούτβηδων (Χαϊτάς, Ευτυχιάδης κ.ά.) που είχαν αποσταλεί από την Κομιντέρν. Σύμφωνα με τον μελετητή της περιοχής Ανδρ. Αθανασιάδη, το κίνημα στην Εορδαία ξεκίνησε από τον Φίλιππο Παπαδόπουλο, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε ο Χονδροματίδης (παππούς του γνωστού… ερευνητή). Η παρουσία του αδελφού του Παρτσαλίδη (ως κατοίκου στην Πτολεμαΐδα) βοήθησε στη δημιουργία νέων πυρήνων. Ο Δ. Παρτσαλίδης μάλιστα θα κατέλθει ως υποψήφιος κατά τις εκλογές του 1932 (κατά πάσα πιθανότητα).
Στην περιοχή υπήρχε και ισχυρό αγροτικό κίνημα γύρω από τον Αγαθάγγελο Παραστατίδη. Επίσης υπήρχε και ομάδα αρχειομαρξιστών στην Πτολεμαΐδα (4-5 άτομα) υπό τον Μπαρμπανικόλα Τριανταφυλλίδη.
Το Μεσόβουνο οργανώθηκε από την υπαχτιδική Ποντοκώμης, με υπεύθυνο καθοδήγησης τον Βασίλη Τσουκαλίδη και τοπικό υπεύθυνο τον δάσκαλο Χατζητάσκο από τους Πύργους.
Η κυριαρχία των προσφύγων στο κίνημα (αγροτικό, κομμουνιστικό, αρχειομαρξιστικό) κατά τον Μεσοπόλεμο ήταν χαρακτηριστική.
Στην Κατοχή
Το Μεσόβουνο ήταν μεταξύ των πρώτων χωριών της Ελλάδας που πήραν τα όπλα κατά των κατακτητών. Την πρωτοβουλία για οργάνωση της αντίστασης είχαν πέντε Μεσοβουνιώτες κομμουνιστές, που είχαν δραπετεύσει από τους τόπους της εξορίας τους (Ανάφη) και είχαν επιστρέψει στο χωριό. Είναι γνωστό ότι στελεχική βάση που δημιούργησε τις πρώτες εστίες αντίστασης στην Ελλάδα υπήρξαν τα μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, που είτε είχαν επιστρέψει από τις εξορίες όπου τους είχε στείλει η δικτατορία Μεταξά είτε βρίσκονταν στην παρανομία την προηγούμενη περίοδο, καθώς και μαχητές του Ελληνοϊταλικού πολέμου και απότακτοι βενιζελικοί αξιωματικοί του κινήματος του ’35.
Με απόφαση του Γραφείου Μακεδονίας – Θράκης του ΚΚΕ δημιουργήθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις: «Οδυσσέας Ανδρούτσος» στην περιοχή της Νιγρίτας, στη δυτική πλευρά του ποταμού Στρυμόνα, και «Αθανάσιος Διάκος», στην περιοχή του Κιλκίς. Στην Ανατολική Μακεδονία, στην ανατολική πλευρά του Στρυμόνα που βρισκόταν υπό βουλγαρική κατοχή, είχε δημιουργηθεί η «Φιλική Εταιρεία» και άρχιζε η συγκρότηση ένοπλων ομάδων με την ονομασία «Ιεροί Λόχοι». Στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία δημιουργήθηκε η «Ελευθερία».
Από τις αρχές του καλοκαιριού του ’41 ξεκίνησαν τα σαμποτάζ στη Θεσσαλονίκη. Στο τέλος του καλοκαιριού του ’41 οι πρώτες αντάρτικες αριστερές ομάδες θα εμφανιστούν στα μακεδονικά βουνά, οργανώνοντας ενέδρες και επιθέσεις. Η πολιτική αυτή βρισκόταν σε απόλυτη συμφωνία με τη συμμαχική γραμμή, εφ’ όσον Βρετανοί αξιωματούχοι καλούσαν μέσω του BBC σε ανάπτυξη κάθε μορφής αντίστασης.
Το επαναστατικό αυτό ρεύμα θα εκφραστεί με διάφορους τρόπους. Σ’ αυτό ανήκει η οργάνωση αντάρτικων ομάδων, όπως στο Μεσόβουνο, αλλά και η πρώιμη εξέγερση της 28ης Σεπτεμβρίου του 1914 στη Δράμα και στο Δοξάτο κατά των Βουλγάρων, που θα κατασταλεί με δραματικό και ιδιαιτέρως αιματηρό τρόπο από τις κατοχικές δυνάμεις. Παρ’ όλη την τραγική κατάληξη, η σημασία της θα έχει μεγάλη ηθική αξία, εφ’ όσον υπήρξε η πρώτη εξέγερση στην κατεχόμενη Ευρώπη.
Το Ολοκαύτωμα του 1941
Οι Γερμανοί είχαν δηλώσει από τον Μάιο του ’41 ότι κάθε φόνος Γερμανού θα προκαλούσε τη δολοφονία 10 Ελλήνων. Ήδη από τον Ιούνιο του ’41 είχαν δείξει την πολιτική καμένης γης που θα ακολουθούσαν με την καταστροφή του χωριού της Κανδάνου στην Κρήτη. Η γραμμή αυτή έλαβε τη μορφή επίσημης διαταγής του Ανώτατου Αρχηγείου της Βέρμαχτ (OKW) τον Σεπτέμβριο του ’41: «Να εκτελούνται για κάθε φόνο Γερμανού στρατιώτη 50-100 κάτοικοι -κατά προτίμηση κομμουνιστές- και 10 για κάθε τραυματισμό…». Η επίσημη αυτή γραμμή πρωτοεφαρμόστηκε στην περιοχή Κιλκίς (Κρούσια) και Νιγρίτας, με την καταστροφή περί των 10 χωριών στις 17 Οκτωβρίου 1941 και με την εκτέλεση εκατοντάδων ανδρών από 15 έως 60 χρόνων.
Στο Μεσόβουνο, όπως γράφτηκε πριν, υπήρχε ήδη ένας μικρός κομμουνιστικός πυρήνας 5 ατόμων, οι οποίοι είχαν υποστεί τις πολιτικές διώξεις από την εποχή που θεσπίστηκε το «ιδιώνυμο αδίκημα» (1929) και ποινικοποιήθηκε η κομμουνιστική ιδεολογία. Είχαν συλληφθεί κατ’ αρχάς στις αρχές της δεκαετίας του ’30 επειδή συμμετείχαν σε διαμαρτυρίες των κατοίκων για ένα θέμα που σχετιζόταν με το από πού θα περνά ο εθνικός δρόμος. Η Αστυνομία «τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί» τους πέντε Μεσοβουνιώτες και τους έστειλε εξορία στην Ανάφη.
Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα δραπέτευσαν από την εξορία και επέστρεψαν στο χωριό, όπου, μαζί με κατοίκους που είχαν πολεμήσει στο ελληνοϊταλικό μέτωπο, οργάνωσαν την πρώτη αντιστασιακή ομάδα που εντάχθηκε στην ένοπλη αντάρτικη οργάνωση «Ελευθερία», που είχε ήδη συγκροτήσει το μακεδονικό γραφείο του ΚΚΕ. Μια πράξη μαζικής αντίστασης ήταν η άρνηση όλων των κατοίκων να παραδώσουν τη σοδειά τους στις αρχές Κατοχής.
Η εκπόνηση ενός σχεδίου καταστολής της αντίστασης φαίνεται να έγινε μετά την εκτέλεση του διορισμένου από τις κατοχικές αρχές προέδρου του χωριού. Πρωτεργάτες του σχεδίου αυτού θεωρούνται οι δωσιλογικές αρχές της Κοζάνης (ο νομάρχης Κ. Γεωργαντάς και η Χωροφυλακή), οι οποίες υποκίνησαν τις κατοχικές ναζιστικές αρχές να διαπράξουν το έγκλημα, όπως και έγινε, μιας και υπήρχε ήδη η διαταγή του Ανώτατου Αρχηγείου της Βέρμαχτ.
Το ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου
Οι κάτοικοι, που επέστρεψαν το 1942, έχτισαν και πάλι κάποιες στοιχειώδεις κατοικίες. Όμως στις 22 Απριλίου του 1944 το χωριό περικυκλώνεται και πάλι από τις κατοχικές δυνάμεις, συνεπικουρούμενες και από Έλληνες δωσίλογους. Όπως φαίνεται, οι κατοχικές δυνάμεις αποτελούνταν από άνδρες των SS και της Βέρμαχτ, καθώς και μουσουλμάνους εθελοντές (Τάταροι και Τουρκμένιοι) που υπηρετούσαν στον ναζιστικό στρατό.
Οι Έλληνες συνεργάτες των ναζί ήταν ένοπλοι του λεγόμενου Εθελοντικού Σώματος του Γεωργίου Πούλου και «Έλληνες εθνικιστές» από τους γύρω οικισμούς. Ο Πούλος είχε ήδη ενταχθεί με το σώμα του στο δεύτερο σύνταγμα Bradenburg και είχε αναλάβει τις επιχειρήσεις στην περιοχή Γιαννιτσών και Πτολεμαΐδας, όπου δρούσε η 10η Μεραρχία του ΕΛΑΣ υπό τον καπετάν Κικίτσα.
Στις 24 Απριλίου το χωριό καταστρέφεται και πάλι, 150 άτομα εκτελούνται επί τόπου και άλλοι 100 μεταφέρονται στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης της Πτολεμαΐδας.
Μετά την απελευθέρωση προτάθηκε από τις αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους για το Ολοκαύτωμα του Μεσόβουνου να δικαστούν από τα δικαστήρια δωσιλόγων οι φιλοκατοχικές αρχές της Κοζάνης, ο νομάρχης Κ. Γεωργαντάς, ο εισαγγελέας και οι υπεύθυνοι της Ελληνικής Χωροφυλακής.