(Ἰω. θ΄ 1 – 38)
Ἕνα ἀκόμη θαῦμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς διηγεῖται ὁ Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Ὁ Χριστός συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος ἦταν τυφλός ἀπό τήν ἡμέρα πού γεννήθηκε. Ἀπάντησε στούς μαθητές Του ὄτι δέν γεννήθηκε τυφλός ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν του ἤ τῶν γονέων του, ἀλλά αὐτό ἔγινε γιά νά φανερωθεῖ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τούς ἀναφέρει ὅτι ἐργάζεται γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ὅτι Αὐτός εἶναι τό Φῶς τοῦ κόσμου. Κατόπιν ἔφτυσε κάτω καί ἔκανε πηλό τόν ὁποῖο ἔβαλε στά μάτια τοῦ τυφλοῦ καί τοῦ εἶπε νά πάει στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ νά πλυθεῖ. Αὐτός τό ἔκανε καί ἐπέστρεψε ἔχοντας πλέον τό φῶς του! Ἀδυνατώντας νά πιστέψουν τό μοναδικό αὐτό θαυμαστό γεγονός, ὅλοι ἀποροῦσαν ἄν ὄντως εἶναι αὐτός τόν ὁποῖο ἤξεραν ὡς τυφλό ἀπό τήν ἡμέρα τῆς γέννησής του ἤ κάποιος ἄλλος. Ἀφοῦ ὁ ἴδιος τό ἐπιβεβαίωσε, τόν ρωτοῦσαν πῶς ἔγινε αὐτό. Αὐτός, μέ τήν σειρά του, τούς περιέγραφε ὅλο τό γεγονός καί ὅτι τόν ἔκανε καλά ἕνας ἄνθρωπος πού λεγόταν Χριστός. Τόν ρώτησαν ποῦ εἶναι ὁ Χριστός ἀλλά δέν γνώριζε να ἀπαντήσει. Τόν ὁδήγησαν στούς Φαρισαίους οἱ ὁποῖοι τόν ρώτησαν καί αὐτοί πῶς ἔγινε καλά καί τούς ἀπάντησε. Πολλοί ἀπό τούς Φαρισαίους ἔλεγαν ὅτι ὁ Χριστός δέν εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ γιατί ἔκανε τό θαῦμα τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου. Ἀκόμη, ζήτησαν τήν γνώμη τοῦ πρώην τυφλοῦ γιά τόν Χριστό. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν ἀποστομωτική, καθώς τούς εἶπε ὅτι πρόκειται γιά προφήτη! Μόνο ὅταν ρώτησαν τούς γονεῖς του πίστεψαν ὅτι ἦταν τυφλός καί ἀπέκτησε τό φῶς του. Ἀποδέχθηκαν ὅτι ὄντως αὐτός εἶναι ὁ γιός τους ὁ ὁποῖος εἶχε γεννηθεῖ τυφλός. Φοβούμενοι μήπως καί τούς διώξουν ἀπό τήν συναγωγή, στήν περίπτωση πού ἀναγνώριζαν τόν Χριστό, δήλωσαν ἄγνοια στό πῶς τώρα βλέπει καί στό ποιός τόν ἔκανε καλά καί τούς παρέπεμψαν νά τούς ἀπαντήσει ὁ ἴδιος ἀφοῦ εἶχε ἡλικία.
Οἱ Φαρισαῖοι τόν κάλεσαν γιά δεύτερη φορά καί τοῦ ζήτησαν νά δοξάσει τόν Θεό καί ὅτι αὐτός πού τόν ἔκανε καλά εἶναι ἁμαρτωλός. Ἡ ἀπάντησή του ἦταν ὅτι δέν γνωρίζει ἄν Αὐτός ὁ ὁποῖος τόν ἔκανε καλά εἶναι ἁμαρτωλός ἀλλά γνωρίζει ὅτι πλέον μπορεῖ καί βλέπει! Τοῦ ζήτησαν νά τούς πεῖ ξανά τό πῶς ἔγινε τό ὅλο γεγονός. Ἐφόσον τό εἶχε ἤδη ἀναφέρει τούς ρώτησε μήπως θέλουν καί αὐτοί νά γίνουν μαθητές Του! Τότε τόν ἔβρισαν καί τοῦ ἀνέφεραν ὅτι μπορεῖ αὐτός νά εἶναι μαθητής Ἐκείνου, ἀλλά αὐτοί εἶναι μαθητές τοῦ Μωϋσῆ καί ὅτι αὐτόν μόνον ἀναγνωρίζουν, μιᾶς καί δέν ξέρουν ἀπό ποῦ εἶναι ὁ Χριστός. Τότε τούς ἀπάντησε ὅτι τό θαυμαστό γεγονός εἶναι πώς δέν γνωρίζουν ἀπό ποῦ ἔχει σταλεῖ αὐτός ὁ ἄνθρωπος πού τοῦ ἔδωσε τό φῶς του! Γνωρίζουμε ὅτι ὁ Θεός δέν ἀκούει τούς ἁμαρτωλούς ἀλλά ἄν εἶναι κάποιος πού σέβεται τόν Θεό ἤ κάνει τό θέλημά Του, τόν ἀκούει. Ποτέ, ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ κόσμος, δέν ἀκούστηκε νά θεραπεύσει κάποιος ἕναν τυφλό ἀπό τήν ἡμέρα πού γεννήθηκε. Ἐάν αὐτός δέν ἦταν ἀπό τόν Θεό σταλμένος δέν θά μποροῦσε νά κάνει τίποτε. Ὅπως ἦταν ἀναμενόμενο ἀντέδρασαν στά λόγια του οἱ Φαρισαῖοι λέγοντάς του ὅτι δέν μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει γεννηθεῖ μέσα στήν ἁμαρτία νά τούς διδάσκει καί τόν ἔβγαλαν ἔξω. Τότε τόν πλησίασε ὁ Χριστός καί τόν ρώτησε ἄν πιστεύει στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνος τόν ρώτησε ποιός εἶναι Αὐτός γιά νά πιστέψει σ᾿ Αὐτόν. Ὁ Χριστός τοῦ ἀνταπάτησε ὅτι τόν ἔχει ἤδη δεῖ καί μιλάει μαζί Του. Ἀμέσως ὁμολόγησε τήν πίστη του καί Τόν προσκύνησε. Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε ὅτι ἦρθε στόν κόσμο γιά νά βλέπουν ὅσοι δέν βλέπουν καί νά γίνουν τυφλοί ὅσοι βλέπουν. Μαθαίνοντας αὐτά οἱ Φαρισαῖοι ρώτησαν μήπως καί αὐτοί εἶναι τυφλοί. Ὁ Χριστός τούς ἀπάντησε πώς «ἐάν ἤσασταν τυφλοί τώρα, δέν θά εἴχατε ἁμαρτία. Ἐφόσον λέτε ὅτι βλέπετε, ἡ ἁμαρτία σας παραμένει.» Ἀναφερόταν, βέβαια, στήν πνευματική τύφλωση.
Ξεχωριστή καί ἰδιαίτερη εἶναι ἡ στάση τῶν Φαρισαίων ἀπέναντι στό συγκεκριμένο θαῦμα καί κατ᾿ ἐπέκταση στόν θεραπευθέντα συνάνθρωπό τους. Δυστυχῶς, ὅπως φαίνεται ξεκάθαρα ἀπό τήν διήγηση, δέν μπόρεσαν νά χαροῦν τό γεγονός ὅτι ἕνας συνάνθρωπός τους θεραπεύτηκε. Δέν ὑπῆρχε ἀγάπη πρός αὐτόν. Ἀπεναντίας, ἐναντιώθηκαν σ᾿ αὐτόν. Ὁ λόγος δέν εἶναι ὅτι εἶχαν κάποιο θέμα μέ τόν ἄνθρωπο ἀλλά μέ Αὐτόν ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδωσε τήν ἴαση. Τό γεγονός ὅτι ἄφησαν τά πάθη τους (μίσος, ζήλεια, κακία κ.ἄ.) νά τούς κυριεύσουν τούς ὁδήγησε στό νά εἶναι ἀπέναντι στόν Χριστό. Τούς ἐνοχλοῦσε ἡ ἁγιότητά Του! Κάτι τό ὁποῖο δέν εἶχαν οἱ ἴδιοι καί δυστυχῶς δέν προσπαθοῦσαν νά τό ἀποκτήσουν ὅπως θά ἅρμοζε σ’ αὐτούς ὡς «πνευματικούς ἡγέτες». Φυσικό ἑπόμενο ἦταν νά βροῦν ὡς δικαιολογία ἀντίδρασης τήν ἡμέρα τοῦ Σαββάτου, κάτι διαφορετικό ἀπό τήν πραγματικότητα. Ὅ,τι καί νά ἔκανε ὁ Χριστός, αὐτοί θά ἔβρισκαν κάτι γιά νά Τόν κατηγορήσουν!
Εἶχαν ἐπαναπαυθεῖ σ᾿ αὐτό τό ὁποῖο ζοῦσαν καί δέν ἤθελαν νά τούς τό χαλάσει κανείς. Ἐκμεταλλεύονταν τόν κόσμο γιά δικό τους ὄφελος. Ἴσως κάποιοι δέν τό καταλάβαιναν γιατί δέν εἶχαν τίς ἀπαραίτητες θεολογικές γνώσεις. Ὁ τυφλός τοῦ Εὐαγγελίου, ὄμως, μέ ἁπλή λογική ἔβγαλε τά σωστά συμπεράσματά του. Σέ ὅλη τήν μακροσκελῆ συζήτηση πού εἶχε μέ τούς Φαρισαίους τόν βλέπουμε νά ἀπαντάει μέ σεβασμό καί ἔξυπνα. Στό σημεῖο ὅπου ἀμφισβητοῦν τόν Χριστό, ἡ ἄποψή του εἶναι ὅτι δέν ὑπῆρχε περίπτωση ἕνας ἁμαρτωλός νά κάνει ἕνα τέτοιο μοναδικό θαῦμα ἀνά τούς αἰῶνες. Ὁπότε σίγουρα δέν ἦταν ἁμαρτωλός ἀλλά ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Θεό.
Ἄς φροντίσουμε νά ἔχουμε ἀγάπη πρός τόν Θεό μας, ὁπότε καί πρός τόν συνάνθρωπό μας. Νά μήν ἀφήνουμε τά πάθη μας νά μᾶς κυριεύουν. Νά εἴμαστε εἰλικρινεῖς. Νά σεβόμαστε τούς «πνευματικούς ἡγέτες» τῆς ἐποχῆς μας, νά τούς δικαιολογοῦμε γιά τά τυχόν λάθη τους. Σκεπτόμενοι ἁπλά καί λογικά νά τούς σεβόμαστε καί νά μήν παρασυρόμαστε σέ πράγματα ἀντίθετα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά εἴμαστε πάντοτε στήν θέση τοῦ τυφλοῦ μετά τήν θεραπεία του. Ἐν Χριστῷ προσωπικότητες.