Μετά το φιάσκο της εκλογικής διαδικασίας της 22ας Νοεμβρίου έγραφα πως η Νέα Δημοκρατία προσπαθεί με κάθε τρόπο να συγκυβερνήσει με τον Τσίπρα. Αυτή η άτυπη συνεννόηση των μεγάλων πολιτικών δυνάμεων, ήταν σε μεγάλο βαθμό η αιτία που επέλεξε η Αξιωματική Αντιπολίτευση να μείνει αδρανής σε πολιτικό επίπεδο.
Η αδράνεια αυτή έκανε τους οπαδούς να αρνούνται να δώσουν εκλογικές μάχες χωρίς πολιτικό διακύβευμα. Η ίδια αδράνεια έκανε τον όποιο παραγωγικό ιστό της χώρας να χάσει κάθε ελπίδα για μια σοβαρή αντιπρόταση στους κρατικιστές της Αριστεράς. Οι δύο αυτές ομάδες, είχαν την ευκαιρία να απαντήσουν στον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών της Νέας Δημοκρατίας. Φανταστείτε το μέγεθος του προβλήματος που υπήρχε μέσα στη Νέα Δημοκρατία, όταν χρειάζεται κάποιος με την ταμπέλα του νεοφιλελεύθερου για να ξυπνήσει το κομματικό τους φρόνημα.
Ο Μητσοτάκης δεν κέρδισε επειδή είναι νέος. Νέος ήταν και ο Τζιτζικώστας αλλά δεν τράβηξε. Δεν κέρδισε λόγω των ιδεών του. Τον στήριξε άλλωστε η – κατά κάποιους ακρο – δεξιά πτέρυγα. Κέρδισε επειδή λέει την αλήθεια, επειδή οι απόψεις του γύρω από την αλήθεια είναι σταθερές, και επειδή έχει πολιτική αξιοπρέπεια τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό. Δεν πορεύθηκε ως πολιτικάντης που αποφεύγει να γίνεται δυσάρεστος στους πολλούς. Ο λαός αναγνώρισε τα προσόντα και την πορεία του, επιβράβευσε έναν αντιδημοφιλή μνημονιακό Υπουργό και τον έκανε εν δυνάμει Πρωθυπουργό.
Είναι ξεκάθαρο ότι τις εκλογές τις κέρδισε ο Μητσοτάκης, αλλά δεν τις έχασε ο Μεϊμαράκης, με την έννοια ότι η μετάβαση αυτή έχει για όλους θετικό πρόσημο. Κερδισμένη θα είναι ολόκληρη η παράταξη, καθώς της επιτρέπεται να κάνει μία απαραίτητη, και πρωτοφανώς αναίμακτη (!) αλλαγή σελίδας. Ούτως ή άλλως δεν γίνεται πάντα να κερδίζουν οι δυνατοί, καθώς η παγκόσμια ιστορία θα είχε μηδενικό ενδιαφέρον.
Ο Μεϊμαράκης είναι ταυτισμένος με τη Νέα Δημοκρατία. Γι’ αυτό την υπηρετούσε τόσα χρόνια με συνέπεια αποτελώντας σύμβολό της. Γι’ αυτό κατέβηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου απέναντι στον τότε πανίσχυρο Τσίπρα, αν και γνώριζε πως θα χάσει. Και τέλος, γι’ αυτό από εδώ και πέρα θα στηρίξει το νέο αρχηγό. Ούτως ή άλλως για τους «παροικούντες», δεν υπήρξε ποτέ μάχη γενεών, αλλά μάχη καταμέτρησης πολιτικής ισχύος στην σκακιέρα των τεσσάρων. Ήταν προφανές ότι ο Μεϊμαράκης δεν θα μπορούσε εύκολα να κερδίσει τον Τσίπρα, εξ ου και η καμπάνια του Μητσοτάκη «Ψηφίζουμε Πρωθυπουργό».
Όσο για την υπόλοιπη – ηλικιακά – «παλιά φουρνιά», πιστεύω πως θα τον στηρίξουν κι αυτοί. Δεν μπορούν να πάνε κόντρα στον φρέσκο αρχηγό, όταν αυτός μάλιστα συνεχίζει να αυξάνει εκθετικά την εμπιστοσύνη του κόσμου στο πρόσωπό του. Οι κύκλοι αυτοί, δεν μπορούν να συνεχίζουν να μιλούν υπογείως ούτε με τον Τσίπρα, ούτε με τον Καμμένο.
Το πρώτο ζητούμενο από εδώ και πέρα είναι η εμπιστοσύνη του κόσμου. Πρώτα με αναπτυξιακές λύσεις που θα τονώσουν τον ιδιωτικό τομέα. Έπειτα με αντιλαϊκίστικη ρητορική προς τα λαϊκά στρώματα, που θα μπορούσαν να αναδείξουν τον Μητσοτάκη σε επόμενης γενιάς ηγέτη. Σε συνδυασμό με την απογοήτευση του εκλογικού σώματος από την συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου, είναι θέμα χρόνου ο Μητσοτάκης να παρουσιάσει μια σοβαρή κυβερνητική πρόταση και να ζητήσει εκλογές. Μέχρι τότε πρέπει να έχει φτιάξει ένα κόμμα σύγχρονο από τη μία, και από την άλλη να έχει εξασφαλίσει ότι οι γνωστοί «κύκλοι» του παρελθόντος δεν θα αρχίσουν τα παιχνίδια με τα συμφέροντα.
Πλέον το “νέο” στην πολιτική ζωή του τόπου, δεν είναι ο Τσίπρας, αλλά ο Κυριάκος. Χαρακτηριστικός είναι ο εκνευρισμός στα δελτία τύπου του Μεγάρου Μαξίμου, αλλά και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων. Η εκλογή του ίσως να αποτελεί ευκαιρία για να μπει η χώρα σε σειρά. Σε αυτό θα βοηθήσει η συρρίκνωση των δυνάμεων των λαϊκιστών που προκαλούν κοινωνικές αναταραχές κατά το δοκούν, αλλά και το ότι πλέον η κοινωνία απαιτεί λύσεις από μη ερασιτέχνες.
Για τον Μητσοτάκη έλεγαν κάποιοι πως – παρόλο που είναι ο καλύτερος από τους τέσσερις – αποκλείεται να περάσει στον δεύτερο γύρο. Ο συνδυασμός γεγονότων που τον έκαναν να φέρει ολική ανατροπή και να γίνει ο δέκατος πρόεδρος του κόμματος, είναι η καλύτερη ευκαιρία που θα μπορούσε να παρουσιαστεί στη ΝΔ για να κάνει επανεκκίνηση και να γίνει σοβαρό και αξιόπιστο κόμμα με κάθε κόστος. Οι Νεοδημοκράτες σήμερα έχουν κάθε λόγο να είναι αισιόδοξοι. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούν τα διδάγματα της Ιστορίας: «οι ηγέτες που χαλάνε την πιάτσα διαρκούν λίγο».