Η επέκταση των δύο νοσοκομείων Κοζάνης και Πτολεμαΐδας, που στηρίζουν το δημόσιο υγειονομικό σύστημα της περιοχής αποτελεί προτεραιότητα της διοίκησης, τονίστηκε σε συνέντευξη Τύπου, που παραχώρησαν ο διοικητής των διασυνδεομένων νοσοκομείων Μαμάτσειο – Μποδοσάκειο, Γιώργος Χιωτίδης και οι υποδιοικητές του Μαμάτσειου και Μποδοσάκειου, Σπύρος Τόλιος και Αναστασία Βαρδάκα, αντιστοίχως.
Στην εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη, κάνοντας έναν γενικό απολογισμό του έργου της παρούσας διοίκησης, ο Γιώργος Χιωτίδης, ανακοίνωσε ότι «η επέκταση του Μποδοσάκειου με τη νέα πτέρυγα 4.500 τ.μ. και κόστους 10.500.000 ευρώ θα είναι έτοιμη τον προσεχή Σεπτέμβριο με Οκτώβριο και αναμένεται να αναβαθμίσει περαιτέρω τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας, με τη λειτουργία νέων τμημάτων και ιατρικών υπηρεσιών».
Στα σχέδια της διοίκησης βρίσκεται και η επέκταση του Μαμάτσειου Νοσοκομείου Κοζάνης, η οποία χρονικά υστερεί. Η περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας χρηματοδοτεί την επέκταση με 14 εκ. ευρώ, σημείωσε ο διοικητής, προσθέτοντας ότι «βρισκόμαστε στο στάδιο των μελετών, θα ακολουθήσει δημοπρασία και ανάθεση του έργου», αλλά όπως είπε υπάρχει και ένα θέμα με το οικοπεδική έκταση, καθώς θα χρειαστεί να γίνει κάποια ανταλλαγή οικοπέδου με τον δήμο Κοζάνης.
Καθοριστικό για την αποτελεσματική λειτουργία των νοσοκομείων της περιοχής, χαρακτήρισε ο Γ. Χιωτίδης τηνδημιουργία Υποδιεύθυνσης της 3ης ΥΠΕ στη Δυτική Μακεδονία, σημειώνοντας ότι «θα επιτευχθεί πιο αποτελεσματική λειτουργία, θα υπάρχουν γρήγορες αποφάσεις και υλοποίηση, ενώ θα αποφεύγονται γραφειοκρατικές διαδικασίες», γι’ αυτό και το αίτημα έχει διατυπωθεί στο υπουργείο Υγείας. Στο σημείο που επέμειναν πάρα πολύ ο διοικητής και οι υποδιοικητές είναι η ανάγκη συλλειτουργίας Μποδοσάκειου και Μαμάτσειου, πράγμα που θα οδηγήσει στην αναβάθμιση της παρεχόμενης δημόσιας υγείας, θα πετύχει οικονομία κλίμακας και θα συμβάλλει στην αποτελεσματικότερη λειτουργία. Στο πλαίσιο αυτό θα γίνουν ενοποιήσεις και καταργήσεις κλινικών, ενώ οι αναβαθμισμένες συλλειτουργούσες κλινικές θα αποτρέψουν φαινόμενα διακομιδής μαζικών περιστατικών σε νοσοκομεία των αστικών κέντρων. Μάλιστα, ο Γ. Χιωτίδης δεν παρέλειψε να χαρακτηρίσει «λάθος», την πρόταση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, Παύλου Πολάκη, ο οποίος στις αρχές της θητείας του είχε ανακοινώσει σε επίσκεψή του σε Κοζάνη και Πτολεμαΐδα, τον διαχωρισμό των διοικήσεων Μποδοσάκειου και Μαμάτσειου και επαναφορά στην πρότερη κατάσταση.
Αναφερόμενος στις προσπάθειες και στον απολογισμό της παρούσας διοίκησης, ο Γ. Χιωτίδης υπογράμμισε πως «όταν αναλάβαμε το σύστημα υγείας και τα δύο νοσοκομεία Μαμάτσειο και Μποδοσάκειο ήταν υπό κατάρρευση». Υποστήριξε ότι έγιναν «χρηματοδοτικές ενέσεις» από υπουργείο και φορείς, όπως Περιφέρεια και δήμους, οι οποίες σε συνδυασμό με τις προσλήψεις γιατρών και ενίσχυσης του προσωπικού, κράτησαν όρθια τα δύο νοσοκομεία. Ειδικότερα σημείωσε ότι έχουν υποβληθεί προτάσεις για βιοϊατρικό εξοπλισμό, ενώ έχουν υποβληθεί προτάσεις προς την περιφέρεια για χρηματοδότηση 500.000 ευρώ και για τα δύο νοσοκομεία. Υποβλήθηκαν προτάσεις προς το υπουργείο για χρηματοδότηση, ύψους 3,5 εκ. ευρώ, ενώ δεσμεύτηκαν 230.000 για το Μαμάτσειο και αντίστοιχα για το Μποδοσάκειο, από τον Τοπικό Πόρο. Ο δήμος Κοζάνης θα χρηματοδοτήσει με 400.000 ευρώ έναν υπερκαρδιογράφο και διάφορες άλλες δαπάνες εξοπλισμού στο Μαμάτσειο, ενώ ανάλογη δέσμευση υπάρχει και από τον δήμο Εορδαίας για το Μποδοσάκειο. Ο διοικητής των διασυνδεομένων νοσοκομείων ανέφερε επίσης ότι «υπάρχουν προτάσεις για χρηματοδοτήσεις από τα ιδρύματα «Μποδοσάκειο» και «Νιάρχος».
Ως προς το ισοζύγιο του ιατρικού προσωπικού, ο Γ. Χιωτλιδης υπογράμμισε ότι «αυτό είναι θετικό, παρά τις δυσκολίες που υπάρχουν με τις προκηρύξεις των θέσεων».
Σχετικά με το παραγόμενο έργο των δύο νοσοκομείων, η διοίκηση έδωσε τα παρακάτω στοιχεία: Εξυπηρετούνται στο Μαμάτσειο και στο Μποδοσάκειο περισσότεροι από 180.000 πολίτες ετησίως. Το 2016 πραγματοποιήθηκαν περισσότερες από 26.000 εισαγωγές αθροιστικά, ενώ έγιναν 4.500 χειρουργικές επεμβάσεις, 12.000 αιμοκαθάρσεις και έγιναν πάνω από 1 εκ. εργαστηριακές εξετάσεις σε Μαμάτσειο και Μποδοσάκειο, τα οποία δαπανούν περί τα 16 εκ. ευρώ ετησίως, ενώ σε αυτό το ποσό δεν συμπεριλαμβάνονται οι αμοιβές των 600 ατόμων του μόνιμου προσωπικού.