Ένα ωραίο λαογραφικό έθιμο
Του Αγίου Βασιλείου γίνονται σ’ όλα τα σπίτια βασιλόπιτες, με το φλουρί τους μέσα για να το βρει ο τυχερός. Είναι το ωραίο έθιμο αυτής της μεγάλης ημέρας. Για την περίπτωση αυτή υπάρχει ένας θρύλος που μας δίνει την εξήγηση. Ο Άγιος Βασίλειος στα χρόνια του, επίσκοπος της Καισαρείας της Πατρίδας του ήταν το στήριγμα του Ποιμνίου Του. Γιατί ήταν νέος, συνετός και δραστήριος. Η λαϊκή φαντασία τον θέλει γέρο κυρτωμένο, με κατάλευκα μακριά γένια. Στην πραγματικότητα πέθανε ακμαίος, πριν φτάσει τα πενήντα του χρόνια. Κάποτε λοιπόν ορδές βαρβάρων πορεύονταν να καταλάβουν την Καισάρεια. Ο Λαός ήταν τρομοκρατημένος. Ο Ποιμενάρχης ψύχραιμος. Τους κάλεσε όλους σε σύναξη και τους μίλησε θαρραλέα. Οι βάρβαροι εξαγοράζονται με χρυσάφι τους είπε. Δώστε όσα κοσμήματα έχετε, να τους δελεάσουμε, να σώσουμε την πόλη και την ζωή μας. Πρόθυμα όλοι ακολούθησαν την συμβουλή του. Μαζεύτηκε ένας θησαυρός. Ο Άγιος Βασίλειος τον φόρτωσε στο σάκο του και με πιστούς του άρχοντες και ιερείς, βγήκε να υποδεχτεί τον πολεμόχαρο αρχηγό και τα φουσάτα του.
Όταν εκείνος αλαλάζοντας για τον θρίαμβο του πλησίασε άξαφνα, αντίκρισε μπροστά του την αγιασμένη μορφή και άθελα ανέκοψε τη φόρα του αλόγου.
Αρχηγέ είπε με μειλίχιο τρόπο του ο Άγιος. Έχω εδώ και το μεγαλείο σου ατίμητο θησαυρό από χρυσάφι και πολύτιμες πέτρες. Σου τον προσφέρω με την θερμή παράκληση να μην κάνεις κακό στην πόλη και τον φιλήσυχο λαό μας.
Τέλος είπε με συντριβή.
-Γέροντα δεν έχει τίποτε να πάθει από μας η πόλη και ο λαός της. Και τον θησαυρό κράτησέ τον. Εγώ σε χαιρετώ. Και γύρισε την πλάτη του αλόγου του να φύγει και τον ακολούθησε όλο τ΄ασκέρι του.
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα και απασχολούσε τον καλό Ποιμενάρχη. Τι θα γινόταν τα χρυσαφικά που οι πολίτες τόσο πρόθυμα προσέφεραν; Πώς να ξεδιαλέξει τι ανήκε στον καθένα. Ήταν χιλιάδες.
Και άξαφνα του ήρθε μια ωραία ιδέα. Σύναξε πάλι όλους και τους είπε. Επειδή τα κοσμήματα είναι πολλά και μπερδεμένα δεν είναι δυνατόν δίκαια να μοιραστούν. Θα κάνουμε κάτι που δεν θα αφήσει σε παράπονο κανένα. Οι νοικοκυρές μας θα ζυμώσουν ψωμάκια. Σε κάθε ψωμάκι θα βάλω ένα κόσμημα. Όταν ψηθούν, θα τα μοιραστούμε και ότι πέσει στον καθένα θα είναι το τυχερό του. Η ιδέα άρεσε πολύ. Έγιναν τα ψωμάκια, μοίρασε ο Άγιος τα χρυσαφικά και έγινε γλέντι, γέλιο και χαρά ανάμεσα στον λυτρωμένο λαό.
Σε ανάμνηση λοιπόν αυτού του χαρούμενου γεγονότος επικράτησε το έθιμο την γιορτή του Αγίου Βασιλείου να γίνονται οι πίτες μ’ ένα φλουρί για τον τυχερό.
Γράφει ο Γεώργιος Μ. Μπόντας Λαογράφος
Τέως Δ/ντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σιάτιστας