Ο Κοζανίτης φωτογράφος Αλέξανδρος Βρεττάκος σε μια ανάρτησή του που συναντάει ιδιαίτερη απήχηση στα social media, περιγράφει την πρώτη του επαφή με το χωριό της παλιάς Χαραυγής Κοζάνης, το 1990, το βομβαρδισμένο τοπίο που συνάντησε, αλλά και τους δύο ακούνητους και αμίλητους κατοίκους που βρήκε εκεί και τη συγκινητική ιστορία που κρύβεται από πίσω. Διαβάστε την εξαιρετική περιγραφή του:
Σαν να περίμεναν κάτι που δεν ήρθε ποτέ!
“Η παλιά Χαραυγή από την πρώτη μέρα που την επισκέφτηκα το 1990 αποτέλεσε για μένα ένα φωτογραφικό περιβόλι. Οι κάτοικοι του χωριού υποχρεώθηκαν να το εγκαταλείψουν εξαιτίας των αναγκαστικών απαλλοτριώσεων της ΔΕΗ στην περιοχή για την εξόρυξη του λιγνίτη. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη μου επίσκεψη στο χωριό. Πάρκαρα στην άκρη του χωριού και ξεκίνησα να φωτογραφίζω τα σπίτια και τους δρόμους.
Το χωριό φαινόταν έρημο εδώ και πολύ καιρό. Ίσως πέντε-έξη χρόνια. Έμοιαζε σαν μια βόμβα υδρογόνου να είχε εξαφανίσει κάθε ζωντανό οργανισμό στη γύρω περιοχή αφήνοντας τα κτίρια ανέπαφα. Δεν άκουγες παρά μόνο το βουητό των ταινιόδρομων με τα ράουλα να στριγκλίζουν που και που. Υπήρχε μια αίσθηση θεατρικού σκηνικού όπου και να γύριζες το βλέμμα. Όλα ήταν εκεί: η πλατεία, το σχολείο, η αγορά, η εκκλησία. Κανείς όμως, η κάθε γωνία επιβεβαίωνε την απουσία των ανθρώπων.
Στη γωνιά, όμως, του μοναδικού πρατηρίου του χωριού κάθονται δυο άτομα. Πλησιάζω και χαιρετώ. Καμία αντίδραση, ούτε καν κουνήθηκαν τα βλέμματά τους. Νιώθω να συμβαίνει κάτι που δεν μπορώ να κατανοήσω. Σηκώνω διακριτικά τη μηχανή και βγάζω μερικές φωτογραφίες. Πάλι καμία αντίδραση. Απομακρύνομαι σιγά-σιγά γεμάτος ερωτηματικά. Γιατί άραγε με αγνόησαν, γιατί δεν αντέδρασαν στην παρουσία μου; Μήπως θύμωσαν, μήπως φοβήθηκαν; Ήταν σαν να μην υπήρχα για αυτούς. Τίποτα δεν διαγράφονταν στα πρόσωπά τους. Σταμάτησα και τους έριξα μια τελευταία ματιά από μακριά. Καμία απολύτως αλλαγή. Ακίνητοι στις θέσεις τους, σαν να περίμεναν κάτι που δεν ήρθε ποτέ.
Μετά από μέρες συναντήθηκα στην Κοζάνη με κάποιον γνωστό που καταγόταν από την Χαραυγή. Τώρα πλέον έμενε στο καινούργιο του σπίτι, στο νέο χωριό, είκοσι χιλιόμετρα περίπου μακριά από το παλιό. Του διηγήθηκα την παράξενη συνάντησή μου. Έκανε μια γκριμάτσα και μου εξήγησε ότι ήταν οι δύο τρελοί του χωριού που ήταν και αδέρφια. Ποτέ δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στο νέο χωριό. Μόνοι τους γυρνούσαν με τα πόδια πίσω στο παλιό, όσες φορές και αν οι κάτοικοι τους έφερναν στο καινούργιο. Από τότε όταν κοιτώ τις φωτογραφίες τους νιώθω μια ταραχή. Τι να απέγιναν άραγε; Για ένα διάστημα οι καρέκλες τους έχασκαν άδειες στη γωνιά. Με το χρόνο εξαφανίστηκαν, όπως και οι παλιές αντλίες του πρατηρίου, και πολλά ακόμη στην παλιά Χαραυγή.
Βρεττάκος Αλέξανδρος”