Στις 19 Μαϊου συμπληρώνονται 101 χρόνια, από τη στιγμή που ο Μουσταφά Κεμάλ Πασά, ο οποίος ονομάσθηκε Ατατούρκ, δηλαδή “Πατέρας των Τούρκων”, αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα του Πόντου για να οργανώσει τον εθνικιστικό τουρκικό στρατό και να ολοκληρώσει τη γενοκτονία των Ελλήνων που είχαν αρχίσει οι Νεότουρκοι σύντροφοί του.
Η κρίση στο Κοσυφοπέδιο σήμερα, καθώς και οι πρόσφατες συγκρούσεις στη Βοσνία, στην Αμπχαζία, στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και στην Τσετσενία, κάνουν εξαιρετικά επίκαιρη την ιστορική εμπειρία των Ελλήνων στη μικρασιατική χερσόνησο, όπου οκτώ δεκαετίες πριν διαδραματίστηκε η ίδια διαδικασία: Η αντικατάσταση δηλαδή του πολυεθνικού κράτους από ανεξάρτητα έθνη-κράτη. Η βασανιστική αυτή διαδικασία -παιδί του γερμανικού ρομαντισμού που παρήγαγε ο γαλλικός διαφωτισμός- χαρακτηρίζεται από βία, γενοκτονίες και ανταλλαγές πληθυσμών. Ο καπιταλισμός εισβάλλει στο πολιτικό προσκήνιο μέσω του έθνους-κράτους! Συνήθως οι δυνατές εθνότητες κατορθώνουν να διευθετήσουν τις εκάστοτε “νέες τάξεις” προς όφελός τους, περιορίζοντας τις δυνατότητες των αδύναμων εθνών. Και αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση των Ελλήνων της Μικράς Ασίας (Πόντος, Ιωνία, Καππαδοκία) και της Ανατολικής Θράκης.
Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού είναι μέρος του ευρύτερου Μικρασιατικού Ολοκαυτώματος. Οι Έλληνες σ΄ όλη τη Μικρά Ασία και στην Ανατολική Θράκη, ήταν 2.601.312 πριν το 1914 με βάση τις οθωμανικές στατιστικές. Η επόμενη καταμέτρησή τους, ως πρόσφυγες αυτή τη φορά, έγινε στην Ελλάδα το 1928 και βρέθηκαν 1.221.849. Στην Τουρκία -το μοναδικό κράτος-έθνος που δημιούργησαν οι Τούρκοι στην πολυκύμαντη ιστορία τους- παρέμειναν περίπου 200.000 Έλληνες στην Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο, ως ισοδύναμο της μουσουλμανικής μειονότητας της Δ. Θράκης. Άγνωστος αριθμός Μικρασιατών είχε καταφύγει σε χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής, ενώ περίπου 50.000 Μικρασιάτες πρόσφυγες ποντιακής κυρίως καταγωγής, εγκλωβίστηκαν στη Σοβιετική Ένωση και εγκαταστάθηκαν στις πολυάνθρωπες ελληνικές παροικίες.
Αυτό που διαφοροποιεί την ποντιακή περίπτωση, στα πλαίσια πάντα της μικρασιατικής εμπειρίας, είναι το γεγονός ότι ο Πόντος εξαιρέθηκε από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης των Σεβρών, ότι η βασική πολιτική τάση των Ποντίων ηγετών υπήρξε η δημιουργία ενός δεύτερου ελληνικού κράτους στη βορειοανατολική Μικρά Ασία, ότι ποτέ στα εδάφη του Πόντου δεν έλαβε χώρα ένας πόλεμος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και ότι οι συνέπειες της γενοκτονίας και του ξεριζωμού από τη γενέθλια γη παραμένουν ακόμα ορατές, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων της πρώην Σοβιετικής Ένωσης -που υφίσταται τις δραματικές συνέπειες της κατάρρευσης- προέρχεται από το Μικρασιατικό Πόντο. Το πλαίσιο όμως, μέσα στο οποίο μελετάται η ιστορική εμπειρία του ποντιακού ελληνισμού, παραμένει οπωσδήποτε, σε κάθε περίπτωση, το μικρασιατικό.
Τουρκικός εθνικισμός και εθνικές εκκαθαρίσεις
Η απόφαση για τις εθνικές εκκαθαρίσεις των χριστιανικών εθνών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο βίαιος μετασχηματισμός της σε εθνικό τουρκικό κράτος, πάρθηκε αμέσως μετά την άνοδο των Νεοτούρκων στην εξουσία το 1908. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η ταύτιση των συμφερόντων του τουρκικού εθνικισμού με τους Γερμανούς ιμπεριαλιστές, επέτρεψαν την έναρξη των διώξεων. Από το 1914 αρχίζουν οι βίαιες εκτοπίσεις των Ελλήνων από την Ιωνία και την Ανατολική Θράκη με πολλά θύματα. Το 1915 λαμβάνει χώρα η γενοκτονία των Αρμενίων, ενώ το 1916 αρχίζει η συστηματική εξόντωση των Ελλήνων της ποντιακής ενδοχώρας.
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προοιώνιζε την αντικατάστασή της από έθνη-κράτη (Τουρκία στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, Ιωνία και Αν. Θράκη ενωμένα με την Ελλάδα, Αρμενία, Κουρδιστάν και πιθανόν ανεξάρτητος Πόντος) με βάση τους πληθυσμούς. Οι Έλληνες, οι οποίοι ήταν περισσότεροι από το ένα τέταρτο του συνολικού οθωμανικού πληθυσμού, με τη Συνθήκη των Σεβρών βρέθηκαν να ελέγχουν μόνο το ένα έκτο του οθωμανικού εδάφους, ενώ εξαιρέθηκε το έδαφος του Πόντου. Η προοπτική αυτή, που διασφάλιζε εν μέρει τους πληθυσμούς από την πλήρη εξόντωση δεν υλοποιήθηκε τελικά. Η ελλαδική στρατιωτική παρουσία στην Ιωνία την περίοδο 1919-1922, ουδόλως ανέτρεψε τα όσα είχαν δρομολογηθεί από το 1908. Ο τουρκικός εθνικισμός, με την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, έδωσε πετυχημένα την ύστατη μάχη του, βοηθούμενος από τους μπολσεβίκους, τους Ιταλούς, τους Γάλλους, το μουσουλμανικό κόσμο και τον ελληνικό Διχασμό.
Η διεθνοποίηση της γενοκτονίας
Η ολοκλήρωση του δράματος για τους πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία (Πόντο, Ιωνία, Καππαδοκία) και την Ανατολική Θράκη, ήταν ότι εγκαταστάσθηκαν σε ομοεθνές κράτος, χωρίς δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης στα πολιτικά δρώμενα, εφόσον κοινωνικά είχαν προλεταριοποιηθεί. Όμως, το ομοεθνές κράτος είχε επιλέξει -μετά την ελληνοτουρκική συνθήκη φιλίας και συνεργασίας του 1930 τις άριστες σχέσεις με τους δράστες της γενοκτονίας. Κατέβαλε ποικίλες προσπάθειες εξαφάνισης της ιστορικής μνήμης, καθώς και κραυγαλέας απόκρυψης όχι μόνο των ιστορικών γεγονότων, αλλά και ολόκληρων προσφυγικών πληθυσμών που είχαν καταφύγει σε άλλες χώρες, όπως στη Σοβιετική Ένωση.
Οι προσπάθειες αυτές έφτασαν σε τέτοιο βάθος, ώστε διαμόρφωσαν ακόμη και τις τάσεις της σύγχρονης ελληνικής ιστοριογραφίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η ιστορική έρευνα στο συγκεκριμένο γεγονός της γενοκτονίας των Ελλήνων στο μικρασιατικό Πόντο την περίοδο 1914-1924, απασχόλησε μόνον ιστορικούς και ερευνητές που προέρχονταν από την ομάδα των θυμάτων. Και αυτό, παρότι τα αδιαμφισβήτητα στοιχεία που τεκμηρίωναν το έγκλημα της γενοκτονίας είχαν πρωτοδημοσιευτεί στην Αθήνα το 1962 από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου της Βιέννης, Πολυχρόνη Ενεπεκίδη με τον τίτλο “Οι διωγμοί των Ελλήνων του Πόντου (1908-1918), βάσει των ανεκδότων εγγράφων και κρατικών αρχείων της Αυστροουγγαρίας”.
Παρόλα αυτά, η έρευνα και η προσπάθεια αναγνώρισης της γενοκτονίας δεν εγκαταλείφθηκε, αλλά αντιθέτως εντάθηκε κατά τη δεκαετία του ΄80. Το 1992, ο τότε υφυπουργός Εξωτερικών Βύρων Πολύδωρας κάνει την πρώτη επίσημη δήλωση-αναγνώριση της γενοκτονίας. Eπί κυβερνήσεως Ανδρέα Παπανδρέου, η Βουλή των Ελλήνων, όπως και η Κυπριακή Βουλή, καθιέρωσε από το 1994 τη 19η Μαϊου, ως Ημέρα Μνήμης για τη γενοκτονία του Μικρασιατικού Πόντου. Η προσπάθεια αυτή επεκτάθηκε λίγο αργότερα και με το νόμο του 1998 η Βουλή των Ελλήνων με ομόφωνη απόφασή της ανακήρυξε τη 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία στη Μικρά Ασία.
Οι προσπάθειες για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας συνεχίστηκαν τόσο από τις ποντιακές οργανώσεις, όσο και από μεμονωμένους ιστορικούς και ερευνητές. Το 1997, η Διεθνής Ένωση για τα Δικαιώματα και την Απελευθέρωση των Λαών, κατέθεσε ψήφισμα στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, με το οποίο ζητούσε την αναγνώριση του ιστορικού γεγονότος. Λίγους μήνες αργότερα, ο οργανωμένος ποντιακός χώρος με την πρωτοβουλία της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων ΗΠΑ-Καναδά και της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων, μαζί με το Συμβούλιο Απόδημου Ελληνισμού (ΣΑΕ), τις Ομοσπονδίες από Αυστραλία, Ρωσία, Ουκρανία, Καζαχστάν και Κιργιζία, Γεωργία, Αρμενία κ.ά. κατέθεσαν υπόμνημα (Memorandum to the United Nation Organization concerning the Genocide of the Greeks of Pontus 1914-1923) στην ίδια Επιτροπή του ΟΗΕ, ζητώντας τη συζήτηση της γενοκτονίας στην ολομέλεια του σώματος και αναγνώριση.
Παράλληλα ξεκίνησε ο θεσμός των διεθνών επιστημονικών συναντήσεων για τη γενοκτονία. Η πρώτη πραγματοποιήθηκε το 1998 στη Νέα Υόρκη και η επόμενη την πρωτομαγιά του 1999 στη Βοστόνη με θέμα “Pontian Genocide as part of the Holocaust in Asia Minor”. Το Σεπτέμβρη του 1999, το Centre for Comparative Genocide Studies του Macquarie University στη Μελβούρνη της Αυστραλίας διοργανώνει διεθνές συμπόσιο για την ποντιακή γενοκτονία.
Έκτοτε οι πρώτες αυτές προσπάθειες αυξήθηκαν και το ενδιαφέρον των πολιτών αλλά και αρκετών ιστορικών οδήγησε σε σημαντικές πρωτοβουλίες και εκδόσεις. Η πρώτη σημαντική διεθνής έκδοση ήταν το συλλογικό έργο «The Genocide of the Ottoman Greeks» από τις Εκδόσεις Aristide D. Caratzas/ Melissa International Ltd. στην Νέα Υόρκη to 2012. Το συλλογικό αυτό τόμο επιμελήθηκαν οι Tessa Hofmann, Matthias Bjørnlund και Βασίλειος Μεϊχανετσίδης. Έκτοτε ακολούθησαν και άλλες διεθνείς εκδόσεις με πλέον πρόσφατη αυτή των ιστορικών Benny Morris και Dror Ze’evi με τίτλο «The Thirty-Year Genocide: Turkey’s Destruction of Its Christian Minorities, 1894–1924», εκδόσεις Harvard, 2019.
H πρόσφατη αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τον νέο Αμερικανό πρόεδρο αναβαθμίζει το ζήτημα εφόσον η Γενοκτονία των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η Γενοκτονία του Πόντου) ανήκει στην ίδια ιστορική κατηγορία με αυτή των Αρμενίων και των Ασσυροχαλδαίων.
Το αιτούμενο είναι να αποφασίσει το ελληνικό κράτος να υποστηρίξει εμπράκτως τις προσπάθειες των απογόνων των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής για τη διεθνή αναγνώριση της Γενοκτονίας.
————
(*) Ο Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ σύγχρονης ιστορίας-μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/