Η απουσία του αντίπαλου δέους!
Μια ακόμα μέτρηση της κοινής γνώμης, αυτή τη φορά της εταιρείας Alco για λογαριασμό της τηλεόρασης του Alpha, μας έδειξε τη γνωστή και παγιωμένη εδώ και καιρό εικόνα σε ό,τι αφορά την προτίμηση των πολιτών προς τα πολιτικά μας κόμματα.
Σύμφωνα και μ’ αυτή τη δημοσκόπηση η διαφορά ανάμεσα στην πρώτη Νέα Δημοκρατία και το δεύτερο ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής βρίσκεται στο 18,1%.
Καμιά έκπληξη, λοιπόν.
Η Νέα Δημοκρατία και ο Πρόεδρος της ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης εξακολουθούν, πολύ απλά, να παίζουν χωρίς αντίπαλο!
***
Κατά τη γνώμη μας, σ’ αυτή ακριβώς την τελευταία διαπίστωση βρίσκεται και το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα έπρεπε, ή πρέπει, να λύσουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης και συγκριμένα το ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής και ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία, για να παίξουν το ρόλο που λένε πως θέλουν να παίξουν ως εν δυνάμει κυβερνητικά κόμματα.
Να αποδείξουν, δηλαδή, ότι είναι η άλλη, η εναλλακτική, αν προτιμάτε, λύση εξουσίας.
***
Κάτι τέτοιο μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να συμμερίζονται οι πολίτες και γι’ αυτό τους επιλέγουν λίγοι,
Κι αυτό συμβαίνει επειδή πολύ απλά δεν τους πείθουν αυτά τα κόμματα.
Φταίνε οι ηγεσίες που έχουν, τα στελέχη τους της πρώτης γραμμής, φταίνε τα προγράμματα τους, οι λύσεις σε μια σειρά σημαντικά και καίρια θέματα, φταίει κάτι άλλο;
Το σίγουρο είναι πως κάτι φταίει και όσο δεν το βρίσκουν τόσο δεν θα μπορούν να παίξουν το ρόλο του αντίπαλου δέους στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, κάτι που μόνο καλό δεν είναι για τη χώρα πρώτα και πάνω απ’ όλα, αλλά και για τους πολίτες, φυσικά.
***
Αυτή είναι μια παράμετρος του σημαντικού αυτού θέματος.
Η άλλη είναι πως παρόλο που και τα ίδια τα στελέχη των δύο κομμάτων που προαναφέραμε καταλαβαίνουν και συμφωνούν ότι κάτι δεν πάει καλά, δυσκολεύονται να πουν με βεβαιότητα ποια θα μπορούσε να είναι η λύση στο πρόβλημα αυτό ή επενδύοντας σε λύσεις που δεν αποδίδουν.
Απλώς κάποιοι επισημαίνουν με νόημα πως η λύση δεν θα ήταν το να προσθέσουν μια ακόμα λέξη στις ονομασίες των κομμάτων τους.
Χρειάζονται κάτι πιο ουσιαστικό που θα συγκινήσει τους πολίτες και θ’ αρχίσει να τους πείθει.
Ο φόβος για την επόμενη μέρα.
Ένα πολύ σημαντικό και άξιο σχολιασμού στοιχείο της έρευνας της ALCO σχετίζεται και με το τι προβλέπουν για την οικονομική τους κατάσταση το 2024 οι Έλληνες.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την έρευνα σχετικά με την οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους οι συμμετέχοντες δήλωσαν σε ποσοστό 39% ότι το 2024 θα είναι χειρότερο, το 21% πως θα είναι το ίδιο κακό, το 19% ότι θα είναι καλύτερο και το 16% το ίδιο καλό.
Δηλαδή το 60% μόνο αισιόδοξους δεν τους λες.
***
Αυτό απεικονίζεται και στην ερώτηση για το τι φοβούνται περισσότερο οι πολίτες της χώρας μας.
Σ’ αυτήν το 42% του κόσμου απάντησε ότι φοβάται πως δεν θα τα βγάλει πέρα!
Ποσοστό πολύ μεγάλο, έως… τρομακτικό, για μια σύγχρονη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες του κόσμου και που τελευταία έχει ανακοινωθεί πως κέρδισε την επενδυτική βαθμίδα!
***
Όλοι εμείς που γεννηθήκαμε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα προλάβαμε τις εποχές που πολλές οικογένειες ανησυχούσαν για το πώς θα τα βγάλουν πέρα, κάτι που ακουγόταν πολύ συχνά χωρίς να είναι σχήμα λόγου.
Δεν νομίζουμε όμως πως θα υπήρχε κάποιος από μας που θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα ερχόταν η ώρα, εν έτει 2024, που ένα τόσο μεγάλο μέρος συμπολιτών μας θα ανησυχούσε για τον ίδιο λόγο που αγωνιούσαν οι οικογένειες τις δεκαετίες του 1960, του 1970 κ.τ.λ.
Πώς θα τα βγάλουν πέρα!
***
Σήμερα, ζώντας σε μια διαρκώς εξελισσόμενη και αναπτυσσόμενη κοινωνία με πολλαπλές ευκαιρίες αλλά και απαιτήσεις σε σχέση μ’ αυτές των περασμένων δεκαετιών, το να υπάρχουν συμπολίτες μας που ανησυχούν για το αν θα τα βγάλουν πέρα, συνιστά μια τεράστια ανισότητα και σημαίνει πως ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού μένει πίσω και υποβαθμίζεται διαρκώς έναντι των άλλων, ένα τμήμα που όσο δυσκολεύουν τα πράγματα τίποτα δεν θα μπορεί να αποκλείσει ότι δεν θα μεγαλώνει,
***
Γι’ αυτό, καλοδεχούμενη η αναπτυξιακή βαθμίδα αλλά επειδή δεν εξαργυρώνεται συνήθως σε κανένα ταμείο σούπερ μάρκετ, σε κανένα λογαριασμό ενέργειας ή θέρμανσης, καλύτερο θα είναι να καταφέρει, επιτέλους, η κυβέρνηση να μειώσει έως να ελαχιστοποιήσει αυτό το φόβο που νιώθει το 42% των συμπολιτών μας για το αν θα τα βγάλει πέρα.
Κάτι στο οποίο μέχρι τώρα έχει αποτύχει μετ’ επαίνων.