Το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων αλλά και κάθε βραδινό της Μεγάλης Εβδομάδας, ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης μέρας ενώ το πρωί τελείται ο εσπερινός μαζί με την προηγιασμένη Θεία Λειτουργία.
Η Εκκλησία άλλαξε την ώρα και την τάξη των Ακολουθιών, στοχεύοντας στο πραγματικό όφελος των πιστών και έκανε στην πράξη τη νύχτα – μέρα για έναν και μοναδικό σκοπό: Για να βιώσουν οι πιστοί τα σωτηριώδη νοήματα των Ακολουθιών: του Νυμφίου, του Μυστικού Δείπνου, των Αγίων Παθών, της Αποκαθηλώσεως, του Επιταφίου και της Αναστάσεως. Η Αγία Εβδομάδα δεν είναι μεγάλη ούτε σε μέρες, ούτε σε ώρες, αλλά έχουν μεγάλη σημασία τα γεγονότα που πραγματοποιούνται σ’ αυτήν. Ο χρόνος μικραίνει και συγχρόνως διευρύνεται για να συμπεριλάβει και ν’ αποκαλύψει τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε ο θεάνθρωπος Ιησούς για να σώσει τον άνθρωπο. Η Εκκλησία βιώνει τη Μεγάλη Εβδομάδα και γι’ αυτό θεολογεί, και όταν θεολογεί εκεί αποκαλύπτεται το Άγιο Πνεύμα, και όπου αποκαλύπτεται το Άγιο Πνεύμα, εκεί υπάρχει η πνευματική ζωή, και όπου υπάρχει η πνευματική ζωή υπάρχει η σωτηρία.
Ο πιστός ζώντας τα γεγονότα της Μεγάλης Εβδομάδας αισθάνεται κατάνυξη και ταπείνωση, συγχρόνως όμως και συναισθηματικές εντάσεις. Νιώθει και ο ίδιος γυμνός, προδομένος, εξευτελισμένος, σταυρωμένος πνευματικά από τις αμαρτίες του. Για να ζήσει την Ανάσταση όμως πρέπει με την προσωπική του συμμετοχή, την κατανόηση και τη βίωση των Αγίων γεγονότων να ταυτιστεί με τον Χριστό. Η ταύτιση τις ημέρες αυτές ξεκινά με την πορεία. Την πορεία των Ακολουθιών από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων.
Στιχ. Α’: Ἐκ νυκτὸς ὀρθρίζει τὸ πνεῦμά μου πρὸς σὲ ὁ Θεός, διότι φῶς τὰ προστάγματά σου ἐπί τῆς γῆς.
Μτφρ.: Απ’ τα βαθιά χαράματα το πνεύμα μου σε αναζητά, Θεέ μου, γιατί ο νόμος σου φως για τη γη μας είναι.
Στιχ. Β’: Δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπί τῆς γῆς.
Μτφρ.: Τη δικαιοσύνη μάθετε, οι κάτοικοι της γης.
Στιχ. Γ’: Ζῆλος λήψεται λαὸν ἀπαίδευτον, καὶ νῦν πῦρ τοὺς ὑπεναντίους ἔδεται.
Μτφρ.: Θα ταραχτούν μέσ’ στην καρδιά όσοι το Νόμου σου αγνοούν, και φωτιά κατατρώει τώρα τους εχθρούς.
Στιχ. Δ’: Πρόσθες αὐτοῖς κακά, Κύριε, Πρόσθες αὐτοῖς κακά, τοῖς ἐνδόξοις τῆς γῆς.
Μτφρ.: Πρόσθεσε, Κύριε, βάσανα πολλά στους ισχυρούς της γης για την ασέβειά τους.
Οι επωδοί «Αλληλούια», που ψάλλονται εναλλάξ, υποδεικνύουν ότι η Ακολουθία ξεκινά πένθιμα και μας επισημαίνουν δύο πράγματα:
Πρώτον, να υμνούμε τον Κύριον για να μας ελεήσει και να σωθούμε.
Δεύτερον ότι το Αλληλούια έχει και την έννοια του θανάτου. Οι Εβραίοι ακόμη και σήμερα χρησιμοποιούν τη λέξη Αλληλούια θέλοντας να πουν σε κάποιον ότι θα τον οδηγήσουν στον θάνατο. Θυμηθείτε ότι μετά το τέλος του Αποστόλου και πριν το Ευαγγέλιο οι ψάλτες ψάλλουν το Αλληλούϊα, του οποίου η ερμηνεία κατά την παράδοση των Ιεροσολύμων είναι η εξής: Με το Αλληλούια τελειώνει ο πνευματικός θάνατος και το σκοτάδι της ανθρωπότητας που ζούσε πριν από τον Χριστό. Αμέσως ξεκινά το Ευαγγέλιο ο Λόγος του Χριστού, που έφερε στην ανθρωπότητα Φως και Αιώνια ζωή. Γι’ αυτό και η μόνη μέρα που δεν λέμε Αλληλούια μετά την ανάγνωση του Αποστόλου, είναι το Μεγάλο Σάββατο το πρωί, οπότε μετά τον Απόστολο ακολουθεί το «Ἀνάστα, ὁ Θεός».
Με την απαγγελία των στίχων αυτών αρχίζει η ακολουθία του Νυμφίου.
«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός˙καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὅν εὑρήσει γρηγοροῦντα˙ ἀνάξιος δὲ πάλιν ὅν εὑρήσει ραθυμοῦντα. Βλέπε οὖν, ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθῇς, ἵνα μὴ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς˙ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα˙ Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν, προστασίαις τῶν ἀσωμάτων ἐλέησον ἡμᾶς».
Μτφρ.: Να, ο Νυμφίος έρχεται καταμεσίς της νύχτας˙ και είναι ο δούλος ευτυχής που θ’ αγρυπνά γι’ αυτόνε˙ και πάλι ανάξιος αυτός που ράθυμος θε να ‘ναι. Ψυχή μου, κοίταξε λοιπόν, μη σε πλακώσ’ ο ύπνος, στο θάνατο μήπως παραδοθείς κι έξω απ’ τη βασιλεία μείνεις˙ αλλά ξύπνησε κράζοντας: Άγιος, Άγιος, Άγιος είσαι, Θεέ μας, ελέησέ μας με των αγγέλων σου τη σκέπη.
Την εικόνα ενός γάμου μας δίνει ο υμνογράφος εμπνεόμενος από την παραβολή των δέκα παρθένων και του γάμου στον οποίο επρόκειτο να πάνε. Όμως, ο στολισμός του Νυμφίου-Χριστού είναι σπάνιος και μοναδικός. Φοράει ακάνθινο στεφάνι, έχει δεμένα τα χέρια του, κρατά ένα καλάμι και φοράει μία κόκκινη χλαμύδα. Ο Νυμφίος-Χριστός προσφέρεται «εἰς τὸ σφαγιασθῆναι» για να τιμήσει τους προσκεκλημένους και να τους οδηγήσει στην Ανάσταση και ζητά από τους ίδιους να τον ακολουθήσουν «ἵνα συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν». Ο Νυμφίος έρχεται μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας που πλημμυρίζει το νου, την καρδιά, τη συνείδηση και ζητά εγρήγορση και νήψη για να χαρίσει αιώνια ευτυχία. Η εικόνα του γάμου παρομοιάζει την ένωση του Θεού με τον άνθρωπο, ο οποίος αν ακολουθήσει τον Νυμφίο από έρωτα και αγάπη θα εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Η πορεία αυτή δεν είναι εύκολη και μάλιστα θα γίνει νύχτα. Η νύχτα κρύβει μέσα της το σκοτάδι της άγνοιας, της άρνησης, της πολεμικής προς τον Θεό και υποδηλώνει ότι ο άνθρωπος μακριά από τον Χριστό ζει στο διαρκές σκοτάδι.
Στο συναξάρι της ημέρας διαβάζουμε: «Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης Συκῆς». Ας ακούσουμε δυο μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας να ερμηνεύουν τον λόγο που κατ’ αυτήν την ημέρα θυμόμαστε το πρόσωπο του Ιωσήφ και το γεγονός της άκαρπης συκιάς».
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος σχολιάζοντας όλα όσα συμβαίνουν στον πάγκαλο Ιωσήφ, επισημαίνει: «Ο Ιωσήφ ήταν τριάντα ετών, όταν παρουσιάσθηκε ενώπιον του Φαραώ. Και αυτό αναφέρεται για συγκεκριμένο λόγο. Για να διδαχτούμε ότι δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία για όποιον παραμελεί την αρετή, ούτε επιτρέπεται να προβάλλεται ως δικαιολογία η νεανική ηλικία, για να αποφεύγει κάποιος την πραγμάτωση της αρετής. Γιατί ο Ιωσήφ δεν ήταν μόνο νέος, αλλά και όμορφος στο παράστημα και ωραίος στο πρόσωπο. Υπήρχαν σε αυτόν όλα αυτά τα χαρίσματα. Γιατί είναι δυνατόν κάποιος να είναι νέος, αλλά να μην έχει την ωραιότητα του σώματος. Αυτός όμως, εκτός από τη νεότητά του, είχε και όμορφη την εμφάνιση και ωραιότητα προσώπου και, ενώ βρισκόταν στο άνθος της ηλικίας του, έγινε δούλος και αιχμάλωτος… Έπειτα, όταν βρισκόταν στο καμίνι της νεότητας, του επιτέθηκε η ακόλαστη Αιγύπτια, η κυρία του, που όμως δεν κατόρθωσε να νικήσει την αρετή του δίκαιου Ιωσήφ. Στη συνέχεια ήλθε η φυλακή και η ταλαιπωρία, που υπέστη εκεί επί τόσα χρόνια. Όμως διατηρήθηκε σαν καθαρό διαμάντι, χωρίς να χάσει τις πνευματικές του δυνάμεις, και, αν και φυλακισμένος, πήρε μεγαλύτερη δύναμη. Γιατί είχε την ουράνια χάρη, που τον ενίσχυε. Έτσι μέσα απ’ όλες τις δυσκολίες ανέδειξε τα χαρίσματά του, γι’ αυτό και κλήθηκε από τη φυλακή, για να αναλάβει τη διακυβέρνηση ολόκληρης της Αιγύπτου». (Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την Γένεσιν, Ομιλία ΞΓ’ §4).
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αναλύει με ωραιότατο τρόπο τη θεολογία του περιστατικού με την άκαρπη συκιά. Από το λόγο του γίνεται κατανοητό τί αντιπροσωπεύει η συκιά και τί ήταν αυτό, που της ζήτησε ο Χριστός. Στο λόγο του ξεδιπλώνεται ολόκληρη η θεολογία της Θείας Οικονομίας. Τις ημέρες αυτές της Μ. Εβδομάδας την πρώτη θέση σε όλα τα θέματα, που παρουσιάζει η Εκκλησία μας, έχει η θεολογία και όχι το συναίσθημα.
«Επείγεται λοιπόν προς το Πάθος και βιάζεται να πιει το ποτήρι του θανάτου, το σωτήριο για όλο τον κόσμο. Έρχεται πεινασμένος για τη σωτηρία της ανθρωπότητας, αλλά δεν βρίσκει σ’ αυτήν καρπό. Γιατί αυτήν υπαινίσσεται μεταφορικά με τη συκιά. Ποιος δηλαδή τρώει το πρωί; Ο βασιλιάς, ο Κύριος, ο Δάσκαλος. Νιώθοντας πείνα πρωί-πρωί, δεν εμποδίζει την επιθυμία του φαγητού. Δεν συγκρατεί τη φύση του, αλλά σαν κάποιος ακρατής και ακόλαστος, ορμά ανόητα στο φαγητό σε ακατάλληλη ώρα. Πώς τότε παιδαγωγεί τους μαθητές του, ώστε να μη τους νικά το πάθος της επιθυμίας; Δεν είναι έτσι το πράγμα. Αλλά, όπως μιλούσε διδάσκοντας με παραβολικούς λόγους, έτσι εκτελεί και τις παραβολές με έργο. Πλησίασε στη συκιά πεινώντας (Ματθ. 11, 19). Η συκιά υποδηλώνει τη φύση της ανθρωπότητας. Ο καρπός της είναι γλυκός, τα φύλλα της τραχιά, άχρηστα και έτοιμα για τη φωτιά. Αλλά και η φύση της ανθρωπότητας έχει γλυκύτατο τον καρπό της αρετής και από τον Θεό την εντολή να την καρποφορεί, αλλά εξαιτίας της ακαρπίας της στην αρετή, έβγαλε τα τραχιά φύλλα.
Πράγματι, τί τραχύτερο υπάρχει από τις βιοτικές μέριμνες; Ήταν κάποτε γυμνοί ο Αδάμ και η Εύα και δεν ένιωθαν ντροπή (Γεν. 2, 25). Γυμνοί στην απλότητα και στην απέριττη ζωή τους. Ούτε τέχνη είχαν ούτε βιοτικές μέριμνες. Δεν επινοούσαν τρόπους, για να σκεπάσουν τη γύμνια του σώματός τους. Δεν ντρέπονταν για την ακτημοσύνη τους ούτε για τη λιτότητα της ζωής τους, αλλά, αν και ήταν γυμνοί, επισκιάζονταν από τη Θεία Χάρη. Δεν είχαν σωματικό φόρεμα, αλλά φορούσαν ένδυμα αφθαρσίας. Όταν όμως παράκουσαν, βρέθηκαν μακριά από τη Χάρη αυτή. Απογυμνώθηκαν από την έκστασή τους προς το Θεό και τη θεωρία του. Είδαν τη γύμνωση του σώματός τους (Γεν. 3, 7). Βρέθηκαν μέσα στη φτωχική και στερημένη ζωή. Έραψαν φόρεμα από φύλλα συκιάς και έφτιαξαν περιζώματα, έκαναν πολλούς λογισμούς και βρήκαν την τραχιά και γεμάτη μέριμνες και πόνους ζωή.
Είναι αληθινά τραχιά τα φύλλα της συκιάς, της φύσης μας, της απειθάρχητης κακίας της φύσης μας. Σ’ αυτή τη συκιά, τη φύση δηλαδή της ανθρωπότητας, πήγε ο Σωτήρας πεινώντας και ζητώντας από αυτήν το γλυκύτατο καρπό, δηλαδή τη γλυκύτατη για το Θεό αρετή, με την οποία πραγματοποιεί τη σωτηρία μας. Αλλά δεν βρήκε καρπό, παρά μόνο φύλλα, την τραχιά και πικρή αμαρτία και ό,τι κακό φυτρώνει από αυτήν. Γι’ αυτό και της είπε επιτιμητικά: «Ποτέ πια δεν θα δώσεις καρπούς» (Ματθ. 11, 19). Γιατί η σωτηρία δεν προέρχεται από τους ανθρώπους. Η αρετή δεν προέρχεται από ανθρώπινη δύναμη. Εγώ θα φέρω τη σωτηρία σας και με το Πάθος μου θα σας χαρίσω την Ανάσταση. Θα σας χαρίσω επιπλέον και την απαλλαγή σας από την πολύ σκληρή αυτή ζωή, που τώρα ζείτε. Αυτά είπε και βέβαια, όπως τα είπε έτσι και τα πραγματοποίησε».
Την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ η ακολουθία του Όρθρου της Μ. Δευτέρας καταλήγει με έναν υπέροχο ύμνο και ζητά ταπείνωση και μετάνοια για να ζήσουμε τα υπόλοιπα γεγονότα που έρχονται μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα. Για να μπούμε στο δωμάτιο πρέπει να έχουμε μετάνοια, ταπείνωση και διάθεση θυσίας. Και το ρούχο που θα στολίσει το σώμα μας και θα είναι γιορτινό, πρέπει να κεντηθεί με φραγγελώματα, ύβρεις, εξευτελισμούς, προδοσίες, πόνο, σταύρωση, ταφή των δικών μας αμαρτιών και των προσωπικών μας παθών.
«Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον, καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ, λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καὶ σῶσόν με».
Μτφρ.: Το νυφικό σου δωμάτιο βλέπω Σωτήρα μου, να είναι καταστόλιστο κι εγώ δεν έχω ρούχο γιορτινό για να μπω μέσα σ’ αυτό. Λάμπρυνέ μου τη στολή της ψυχής, Ζωοδότη και σώσε με.
-Συνέχεια αύριο με την Μεγάλη Τρίτη–