Ήμασταν συμμαθήτριες. Ήμασταν γειτόνισσες. Ποτέ μας δεν κάναμε παρέα. Δεν μας ένωνε ίσως τίποτα. Κοινή μας φίλη μόνο η Σουλτάνα.
Ανταγωνιζόμασταν χωρίς να επιδιώκουμε, σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Κορυφαία μαθήτρια εσύ πήρες – θυμάμαι – ένα Α΄ βραβείο κι εγώ το δεύτερο. Παιδί μορφωμένων γονιών, ανεξάρτητη, μεγαλωμένη ελεύθερα, οδηγούσες το 1975 μηχανή, ήσουν δυναμική απρόβλεπτη, σε μια εποχή συγκρατημένη, ρομαντική κι αρκετά συσκοτισμένη.
Ήσουν η Όλγα…
Μοναδική, αυτάρκης, αμφιλεγόμενη, παρεξηγημένη ίσως, μα πάντα σεμνή και ξεχωριστή στην μικρή μας πόλη.
Αρκετά φοβόμουν το χαρακτήρα σου, τον άμεσο λόγο σου, την ντόμπρα προσωπικότητά σου. Φοβόμουν την αμφισβήτησή σου, την αντιπαράθεση μαζί σου, την απόκρουση ή την απέχθειά σου πιθανόν.
Και όμως σε θαύμαζα για έναν ανεξήγητο λόγο και σε υπολόγιζα.
Ήσουν εσύ…
Μπορούσες να τα βάλεις με όλους. Να κυριαρχήσεις σε μια συντηρητική φοβισμένη κοινωνία, να μην σε νοιάζει ο απόηχος του κόσμου, να μην υποκύπτεις σε ψευδεπίγραφες, θεωρητικές ευγένειες..
Ήσουν ο εαυτός σου. Το αγόρι και το κορίτσι. Ελεύθερη κι αληθινή.
Εγώ μακριά. Κοριτσάκι με τα κοτσίδια, με τον μακρύ, βαρύ μανδύα της αβάσταχτης «ευπρέπειας», το άρωμα της «σωστής» συμπεριφοράς, με την επικάλυψη του φόβου και της εγκράτειας…Από μακριά. Τα έβλεπα όλα από μακριά. Την νεολαία που φλέρταρε, δημιουργούσε, ζούσε κι ονειρευόταν.
Καλλιτεχνική φύση εγώ, μικρή μέσα σε φαντασιωτικούς σχεδιασμούς, άπειρη, άτολμη, ακυβέρνητη, υπερπροστατευμένη, φυλακισμένη.
Μεγάλη εσύ. Μες στον δυναμικό χαρακτήρα, πάνω στην μηχανή σου μαρσάριζες και διέσχιζες τους επαρχιακούς μας δρόμους με άνεση, δοκιμάζοντας τις αντοχές των φοβικών και των «δήθεν» μ’ αδιαφορία, και αυτοπεποίθηση. Ανέμιζαν τα ξανθά σου μαλλιά, όταν περπάταγες με βήμα γρήγορο και βαρύ, όταν συναντιόμασταν κάπου τυχαία, όταν λέγαμε φευγαλέα ένα γεια. Τίποτ’ άλλο. Καμιά παρέα. Ήμασταν απλώς συμμαθήτριες…
Και τώρα, μετά από άπειρα χρόνια, γράφω για σένα. Έχουν γίνει κύκλοι ζωής, ξεκινήματα και τερματισμοί, αλλοιώσεις, φαινόμενα. Και ίσως εσύ τώρα νάσαι κάπως αλλιώς και εγώ κάτι άλλο. Τα χρόνια έφυγαν, οι εποχές άλλαξαν, τα πρότυπα του τότε γίναν αδιάφορα σήμερα, και οι σκανδαλώδεις συμπεριφορές κάτι το σύνηθες. Οι άνθρωποι από ντόμπροι γίνανε ψεύτες, και τα μικρά ασήμαντα πεταλουδάκια απέκτησαν δαγκάνες για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν, να προστατευθούν.
Σε ξανάδα μια μέρα. Είχες χάσει δικούς σου ανθρώπους, κι ανάμεσα σε κάποιες αναμνήσεις και λίγη κουβέντα λύγισες.
Δάκρυα τρέξανε απ’ τα μάτια σου, ραγισμένη ακουγόταν η φωνή σου.
Κι εγώ που νόμιζα πως ήταν μειονέκτημα να λυγίζεις και να δακρύζεις…
Έγινα αρκετά δυναμική, σου είπα με θάρρος. Δεν κοκκινίζω πια. Έπαψα να υποχωρώ. Φοβάμαι λιγότερο, δεν έχω αμηχανία, εκπαίδευσα το εαυτό μου. Έπρεπε να επιζήσω…
ΚΙ ενώ περίμενα μια κραυγή θαυμασμού από μέρους σου, την εκτίμησή σου για το πρόσωπό μου να ανεβαίνει, την συναίνεσή σου για την προοπτική και την εξέλιξη του χαρακτήρα μου, την επιβράβευση για το επίτευγμά μου, εσύ η Όλγα η αεικίνητη, ο βράχος της ζωής, η δικηγόρος και η λογοτέχνης του Α΄βραβείου, των εφηβικών μας χρόνων, η μηχανόβια και μηχανοκίνητη, η φίλη της φίλης μου Σουλτάνας, η γειτόνισσα και συμμαθήτρια, περίλυπη μου απάντησες με μια φράση που ποτέ δεν περίμενα ν’ ακούσω.
-«Κρίμα…Εγώ σε προτιμούσα αλλιώς…»
Δεν υπήρξαμε φίλες…Κάτι πολύτιμο χάσαμε σίγουρα.
Την επικοινωνία…