Πολλοί ενήλικες πέφτουν συχνά στην παγίδα του ότι το παιδί δεν καταλαβαίνει… είναι μικρό ακόμα… πού να το φορτώνουμε με ευθύνες και αλήθειες… Τα ψέματα λοιπόν που τους λέγονται, είτε αυτά είναι μικρά και αθώα (όπως ότι ο μπαμπάς δεν είναι στεναχωρημένος) είτε πιο σοβαρά (π.χ. σε περίπτωση υποχρεωτικής νοσηλείας), μπορούν να δημιουργήσουν παρερμηνείες, αμφιβολίες, γνωστικές διαστρεβλώσεις και πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Ειδικότερα τα παιδιά, λόγω του αναπτυξιακά περιορισμένου γνωστικού δυναμικού τους, τείνουν να κάνουν διασυνδέσεις και αποδόσεις ερμηνειών, σύμφωνα με τις δικές τους ικανότητες και τη δική τους θεώρηση της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, λέγοντας σε ένα ανήλικο πέντε ετών πως η μαμά έχει πάει ένα μακρινό ταξίδι, αντί να του εξηγήσουμε με απλά λόγια ή ακόμα και με παιγνιώδη τρόπο ότι η μαμά νοσηλεύεται, μπορεί να του δημιουργηθεί η ανασφάλεια ότι κάθε φορά που πάει κάποιος ταξίδι, δεν ξαναγυρνάει ποτέ ή και αρρωσταίνει. Επίσης, μπορεί να αναπτυχθεί μια φοβία για τα ταξίδια, καθώς την τελευταία φορά που του αναφέρθηκε αυτό, έκανε να δει τη μητέρα του/της ένα μήνα. Τα παιδιά ιδιαίτερα προσχολικής ηλικίας που τώρα βρίσκονται στο στάδιο αποκωδικοποίησης και κατανόησης του ενήλικου κόσμου, χτίζουν τη νέα γνώση πάνω στην ήδη υπάρχουσα, βασισμένα στα λόγια των γονέων τους.
Επιπροσθέτως, το παιδί χτίζει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους οικείους ενήλικες που αποτελούν τα άτομα φροντίδας του. Σε αυτά τα άτομα βασίζεται για να αναπτύξει την έννοια της εμπιστοσύνης, η οποία όμως για να καλλιεργηθεί και να εδραιωθεί απαιτεί αμοιβαία ειλικρίνεια και από τις δύο πλευρές. Μην ξεχνάμε επίσης, πως οι γονείς είναι τα βασικά πρότυπα προς μίμηση. Τα παιδιά μέσα από την κοινωνική συνδιαλλαγή μαζί τους, αναπτύσσουν αξίες και δεξιότητες. Διακρίνουν τι είναι σωστό και αποδεκτό, μέσα από τις πρακτικές των γονέων τους.
Στην πραγματικότητα όμως, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας πολλές φορές δεν μπορούν να κατανοήσουν πλήρως τι συμβαίνει στον κόσμο των ενηλίκων, τείνουν να αποδίδουν τη δική τους χροιά στην ιστορία, προκειμένου να απαντηθούν τα ερωτηματικά τους. Πιθανόν αυτά να δημιουργήθηκαν από απαντήσεις των ενηλίκων, όπως «πολλά ρωτάς», «και να σου πω τώρα, τι θα καταλάβεις», «δεν χρειάζεται να ξέρεις, αυτά αφορούν μόνο τους μεγάλους», «τα προβλήματα δεν είναι για να τα ακούνε τα παιδιά». Μέσα από τέτοιες απαντήσεις τους παρουσιάζεται ένας εξιδανικευμένος κόσμος, στον οποίο δεν έχουν πρόσβαση, ο οποίος περιλαμβάνει πολύ περίεργες συνθήκες, και τα ίδια νιώθουν «ανίκανα να αντιληφθούν ή να ακούσουν». Επίσης, τέτοιες απαντήσεις τα αποθαρρύνουν από το να ρωτάνε τους προβληματισμούς τους, εφόσον οι απαντήσεις που παίρνουν αφενός δεν τους καλύπτουν και αφετέρου τους μπερδεύουν περισσότερο. Άλλωστε, δεν υπάρχει πιο αγχογόνα κατάσταση από το άγνωστο, δεν υπάρχει πιο ψυχοφθόρα συνθήκη από το να αντιλαμβάνεται το παιδί ότι κάτι συμβαίνει, άλλα αδυνατεί να συνθέσει επαρκώς και αποτελεσματικά τις πτυχές της ιστορίας που του δίνονται.
Πολλές φορές παραπονιούνται οι γονείς ότι τα παιδιά τους λένε ψέματα… Όμως, αναρωτήθηκαν ποτέ πόσα έχουν πει εκείνοι;
Αγαπητέ γονέα,
Είναι σημαντικό να μεταφέρονται οι πληροφορίες και τα συμβάντα της οικογένειας με ειλικρίνεια στο παιδί, ενισχύοντας αυτή την πρακτική, υπογραμμίζοντας τη σημαντικότητά της, ενθαρρύνοντας το παιδί να μιλήσει και να ρωτήσει, ξέροντας ότι θα λάβει μια καθοδηγητική και διευκρινιστική απάντηση που αρμόζει στο αναπτυξιακό και γνωστικό επίπεδό του. Την επόμενη φορά που θα κληθείς να απαντήσεις σε ερωτήματα ενός παιδιού, αναλογίσου αν τον κατατόπισαν οι απαντήσεις σου, αν ήταν κατανοητές, αν ήταν ειλικρινείς και μην ξεχνάς να αφήνεις την “πόρτα σου ανοιχτή”, τονίζοντας ότι “είμαι εδώ για να σου εξηγήσω ό,τι σε μπερδεύει.”
Της Άννας Α. Αραϊλούδη – Εγγεγραμμένη Σχολική Ψυχολόγος (Α.Μ. 749)
Πηγή: paideia-news.com