Του Χάρη Φλουδόπουλου
Εδώ και πολλά χρόνια η ΔΕΗ είναι ενήμερη ότι οι παλαιές λιγνιτικές μονάδες της Καρδιάς και του Αμύνταιου, δεν πληρούν τους νέους αυστηρούς περιβαλλοντικούς κανόνες της ΕΕ και θα πρέπει να αποσυρθούν. Για το λόγο αυτό άλλωστε τα δύο λιγνιτικά συγκροτήματα (με συνολική καθαρή ισχύ 1649MW) είχαν τεθεί σε καθεστώς περιορισμένης λειτουργίας 17,5 χιλιάδων ωρών μέχρι το 2019. Επιπρόσθετα ενόψει της απόσυρσής τους, η ΔΕΗ είχε αποφασίσει να μην προχωρήσει στις αναγκαίες περιβαλλοντικές επενδύσεις, που αποτελούν όρο για να πάρουν παράταση ζωής οι μονάδες.
Χθες ωστόσο σε παρουσίαση που έγινε στο ΔΣ της ΔΕΗ, η διοίκηση της εταιρείας επανήλθε στο θέμα παρουσιάζοντας εκ νέου μια σειρά από σενάρια για την εξέλιξη της αγοράς, την επάρκεια ενέργειας και τις τιμές του ρεύματος. Τα σενάρια αφορούσαν στο τι μέλλει γενέσθαι σε περίπτωση που αποσυρθούν οι μονάδες ή εναλλακτικά εάν εξασφαλιστεί από την ΕΕ παράταση λειτουργίας για 32 χιλιάδες ώρες. Σχετικό αίτημα έχει ήδη υποβληθεί προς την Κομισιόν και έχει απορριφθεί στο πρόσφατο παρελθόν καθότι τα συγκεκριμένα εργοστάσια κατασκευάστηκαν από το 1975 έως το 1987, δηλαδή έχουν δηλαδή συμπληρώσει 3 και 4 δεκαετίες ζωής, χωρίς να πληρούν τις προϋποθέσεις της νέας περιβαλλοντικής νομοθεσίας στην Ευρώπη.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Capital.gr η ΔΕΗ σχεδιάζει να επαναφέρει το αίτημά της προς την Κομισιόν επιχειρηματολογώντας ότι:
Πρώτον θα δημιουργηθεί πρόβλημα επάρκειας στο σύστημα
Δεύτερον θα υπάρξει ζήτημα με την τηλεθέρμανση στην Πτολεμαΐδα
Τρίτον θα αυξηθούν οι εισαγωγές ρεύματος και θα αυξηθεί η χονδρεμπορική τιμή του ρεύματος
Τέταρτον θα υπάρξουν προβλήματα από την υπερχρήση των υδάτινων πόρων.
Τα επιχειρήματα αυτά όπως παρουσιάστηκαν σε μελέτη της ΔΕΗ θα κατατεθούν και στην Κομισιόν προκειμένου να ζητηθεί να δοθεί παράταση στη λειτουργία του Αμύνταιου και της Καρδιάς στις 32000 ώρες από 17500 που είναι σήμερα.
Όπως μάλιστα πληροφορείται το Capital.gr ήδη για το Αμύνταιο, οι ώρες αυτές αναμένεται να έχουν συμπληρωθεί το Νοέμβριο, με κίνδυνο να υπάρξει πρόβλημα με την τηλεθέρμανση από φέτος το χειμώνα.
Η επιχειρηματολογία της ΔΕΗ πάντως, θα πρέπει να απαντήσει και σε ένα ακόμη ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο εδώ και αρκετούς μήνες: γιατί η εταιρεία δεν εκμεταλλεύτηκε τις προτάσεις που είχε στα χέρια της από 4 επιχειρηματικά σχήματα, για την περιβαλλοντική αναβάθμιση χωρίς κόστος για την ίδια του Αμύνταιου.
Με διαφορετικά σενάρια, η κάθε πρόταση εξασφάλιζε από τη μεριά της συγκεκριμένα πλεονεκτήματα, βοηθώντας αφενός να μείνει σε λειτουργία το εργοστάσιο αφετέρου τη διατήρηση της τηλεθέρμανσης και των θέσεων εργασίας. Οι προτάσεις αυτές έχουν μείνει ανεκμετάλλευτες, με τη ΔΕΗ να επιδιώκει να εξασφαλίσει την παράταση ζωής των 2 εργοστασίων χωρίς περιβαλλοντικές βελτιώσεις.
Επιπλέον από το χρόνο υποβολής των προτάσεων, έχουν διαφοροποιηθεί επί τα χείρω τα δεδομένα της αγοράς, αφού έχει αυξηθεί το κόστος των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων, που έχει φτάσει στα 21 ευρώ ο τόνος. Με τις τιμές αυτές επιβαρύνεται κατά περίπου 31,5 ευρώ/ μεγαβατώρα το μεταβλητό κόστος των λιγνιτικών μονάδων (μία μέση μονάδα της ΔΕΗ εκπέμπει 1,5 τόνο CO2 ανά μεγαβατώρα για τον οποίο πρέπει να αγοράσει δικαιώματα εκπομπής). Αυτή άλλωστε είναι και η αιτία για την αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής του ρεύματος τους τελευταίους μήνες.
Ένα ακόμη ζήτημα που θα πρέπει να απαντήσει η ΔΕΗ αλλά και το ελληνικό δημόσιο είναι ότι η παράταση ζωής των δύο εργοστασίων επηρεάζει το ισοζύγιο της αποεπένδυσης των λιγνιτών (έχει συμφωνηθεί η ΔΕΗ να μειώσει κατά 40% το μερίδιό της στο λιγνίτη και για να προσδιοριστεί το ποσοστό έχουν ληφθεί υπόψη οι αποσύρσεις).
Τέλος να σημειωθεί ότι σε περίπτωση που προχωρήσει η υποβολή του αιτήματος προς την Επιτροπή, αναμένεται να υπάρξουν αντιδράσεις από θιγόμενους συμμετέχοντες στην αγορά ενέργειας αλλά και από περιβαλλοντικές οργανώσεις που ζητούν να υπάρξει ένα πιο γενναίο πρόγραμμα αποανθρακοποίησης του ελληνικού ενεργειακού συστήματος.
Πηγή: capital.gr