Είναι πολλά αυτά που μπορεί να χρεώσει κάποιος στο σποτ του ΣΥΡΙΖΑ με τίτλο “πόσο κοστίζει ο Μωυσής”: ο αντισημιτισμός, ο σεξισμός, και η χυδαιότητα ήταν αυτά που κυριάρχησαν. Το γεγονός ότι στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης προσπαθούν μάταια να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα εξηγώντας τι… δεν εννοούσαν καταδεικνύει πόσο αδύναμο και άστοχο ήταν.
Για όλα αυτά έχουν τοποθετηθεί άνθρωποι πιο ειδικοί και έμπειροι από τον γράφοντα, ως εκ τούτου θα αποφύγω να επαναλάβω την κριτική τους. Αυτό που φρονώ ότι αξίζει να τονιστεί περισσότερο είναι η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψει στην δική του “χρυσή εποχή”, δηλαδή την περίοδο 2011 – 2015, όταν όσοι τολμούσαν να έχουν διαφορετική άποψη από τη γραμμή της Κουμουνδούρου είτε τα έπαιρναν, είτε ήταν εχθροί της χώρας.
Είναι αλήθεια ότι η τακτική αυτή πήγε τον ΣΥΡΙΖΑ πολύ μακριά – από το 3% τον έφτασε στην Κυβέρνηση. Οι καταγγελίες δεν έμειναν μόνο στο πεζοδρόμιο, αλλά εισέβαλαν ακόμα και στη Βουλή. Ποιος ξεχνά τις γελοιότητες της Σταυρούλας Ξουλίδου και του Παύλου Χαϊκάλη για τύπους που προσπάθησαν να τους εξαγοράσουν; Κι όμως, βρέθηκαν τότε βουλευτές οι οποίοι δεν έδωσαν την ψήφο τους στον Σταύρο Δήμα με μόνη αιτιολογία ότι δεν θέλουν να φανεί ότι εξαγοράστηκαν – απόδειξη ότι τα τόσο χοντροκομμένα ψέματα δούλεψαν.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και ειδικά ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά βρίσκονται μπροστά σε ένα πολιτικό και στρατηγικό αδιέξοδο: κανείς δεν ασχολείται μαζί τους, για τον πολύ απλό λόγο ότι όλα όσα λένε δεν ενδιαφέρουν πρακτικά κανέναν, αφού η αντιπολίτευση εξαντλείται σε φτηνά κόλπα που δεν προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα των πολιτών. Η ατέρμονη συζήτηση περί “δημοκρατικής” και “προοδευτικής” παράταξης έχει εξουδετερωθεί από την ενωτική και συμπεριληπτική πολιτική της Κυβέρνησης.
Μπροστά σε τέτοια αδιέξοδα, είναι λίγες οι επιλογές που μπορούν να κάνουν τα πράγματα χειρότερα – η πιο βασική από αυτές είναι να κοιτάξεις πίσω και να προσπαθήσεις να αναβιώσεις τις παλιές, καλές μέρες. Αν, δε, στην εξίσωση μπει και η δυνατότητα να βλέπεις τις δημοσιεύσεις που έκανες στα κοινωνικά δίκτυα “Σαν σήμερα” τα προηγούμενα χρόνια, τότε ο κίνδυνος μεγαλώνει: λίγο μετά την επέτειο των εκλογών του 2012, λίγο πριν από την επέτειο του δημοψηφίσματος του 2015, “οι αναμνήσεις ξαναγυρίζουν” όπως λέει και το λαϊκό τραγούδι.
Το σποτ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, λοιπόν, είναι βγαλμένο από εκείνη την “χρυσή εποχή” – για την ακρίβεια, πρόκειται για απόπειρα να ξανασυστηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ στους πολίτες με όρους που ίσχυαν πριν κληθεί να κυβερνήσει τη χώρα με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Με προκάλυμμα μια δήθεν (αλλά βαθύτατα αντιδημοκρατική) αντισυστημικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει να συσπειρώσει τις δυνάμεις που τον έφεραν στην κυβέρνηση. Μόνο που υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες που δεν ευνοούν ένα τέτοιο εγχείρημα.
Πρώτα και κύρια, η οριζόντια πολιτική τομή έχει μετακινηθεί από το “μνημόνιο – αντιμνημόνιο” στο “παρελθόν – μέλλον”: το μεγάλο όπλο του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και το καλοκαίρι του 2015 ήταν ότι διέθετε ένα ακροατήριο που διέτρεχε όλο το πολιτικό φάσμα. Η τομή αυτή από οριζόντια εξελίχθηκε σε κάθετη, δημιουργώντας έναν νέο – πιο αδύναμο, μα υπαρκτό – δικομματισμό.
Η οριζόντια τομή πλέον βρίσκεται αλλού: σε αυτούς που επιμένουν να συζητούν τι έγινε πριν από κάποια χρόνια και σε αυτούς που αναζητούν τι θα κάνουμε σε κάποια χρόνια. Αυτή την γραμμή κατάφερε να τραβήξει πολύ νωρίτερα από τις εκλογές του 2019 ο Κυριάκος Μητσοτάκης και με αυτήν πορεύεται ακόμα με συνέπεια, μιλώντας ενωτικά για το αύριο και αφήνοντας τον Αλέξη Τσίπρα στο ρόλο του σχολιαστή του χθες.
Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει εδώ και χρόνια να πρεσβεύει το “άφθαρτο”: κυβέρνησε επί τεσσεράμισι χρόνια, συνεργάστηκε με περιθωριακούς (και) ακροδεξιούς, επιχείρησε με προκλητικό τρόπο να οικοδομήσει τη δική του διαπλοκή με το Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, τα βοσκοτόπια, τις παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη και τόσα άλλα. Έντεκα μήνες μετά τις εκλογικές συντριβές, χωρίς μια έμμεση έστω αυτοκριτική, η αξιωματική αντιπολίτευση δεν πείθει ούτε τη μειοψηφία των νοσταλγών του “χθες” ότι θα πατάξει τη διαπλοκή.
Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να ελέγχει την κυβέρνηση και να επιλέγει τα πεδία αντιπαράθεσης. Περισσότερο, όμως, από το πόσο κοστίζει ο Μωυσής, ίσως θα έπρεπε να εξετάσει πόσο θα της κοστίσει ο Ηράκλειτος και μια από τις πιο γνωστές του ρήσεις: ότι δεν μπορείς να μπεις δύο φορές στο ίδιο ποτάμι.
* Ο κ. Παύλος Δ. Μαρινάκης είναι Δικηγόρος, Πρόεδρος ΟΝΝΕΔ