Παρουσιάσαμε πέρυσι την ίδια περίοδο, με αφορμή το Ψυχοσάββατο του 2015, βασικά στοιχεία των επέκεινα αντιλήψεων της αρχαίας ελληνικής ταφικής (φ. «Πτολεμαίου», 12-02-15). Εφέτος είναι η σειρά, να εντοπίσουμε καίρια σημεία της ταφικής εθιμοτυπίας και πίστης, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά και μετά την μετάβαση από τον εθνικό κόσμο στον χριστιανικό.
Είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον, να εντοπίσουμε δείγματα αυτής της νεκρικής διαλεκτικής και μετάβασης, σε αυτό το ανατολικό και κατεξοχήν ευχαριστιακό τμήμα του χριστιανικού ναού. Κατά την αρχαιοελληνική παράδοση, ο νεκρός πλένονταν, μυρώνονταν και ντύνονταν επίσημα. Αυτό επιβιώνει έως τις ημέρες μας. Την διαδικασία αυτή χριστιανικά τελούσαν οι «ασκήτριαι» Ο νεκρός τοποθετούνταν και παρέμενε εν οίκω για τρεις ημέρες, βεβαιωτικό του θανάτου σε σχέση με μια ενδεχόμενη νεκροφάνεια. Η έκθεση αυτή του νεκρού ονομάζονταν τελούνταν η «πρόθεση» και όφειλε να «βλέπει» προς την θύρα. Σε αυτόν το έθιμο αναφέρεται ως ένα βαθμό η ομώνυμη πρόθεση του ιερού, στην μορφή του υπόσκαφου cubiculum των κατακομβών. Στρέφεται προς την εξωτερική βόρεια θύρα του φράγματος του πρεσβυτερίου / τέμπλου. Σε αυτήν οδηγούνται τα τίμια έργα του λαού ως δώρα, η παρασκευασμένη ανθρώπινη τροφή και ζωή, οφειλή πρωτοτόκων και του Χριστού, ως νεκρού, πριν σαρκωθεί, ζήσει και θυσιασθεί . Να σημειωθεί, πως στο διάστημα του τριημέρου της «προθέσεως», οι συμμετέχοντες στο πένθος νήστευαν απολύτως. Ωστόσο η συμμετοχή αυτή, τους καθιστούσε ακαθάρτους και, έτσι, επιβάλλονταν ο εξαγνισμός της οικίας και των συνδαιτυμόνων με πλύση.
Ασφαλώς η αναφορά και μεταφορά των τιμίων δώρων επί της αγίας τραπέζης η οποία είναι και μυστηριακός τάφος, μπορεί να αποδοθεί ως παράλληλο της νεκρικής «εκφοράς». Έτσι ονομάζονταν η αρχαία κηδεία -μεταφορά του νεκρού κατά την τρίτη ημέρα από την κοίμηση, από την οικία προς τον χώρο ταφής. Η αλλαγή του εκ (φορά) σε αν (αναφορά), πιθανότατα τονίζει το εσχατολογικό στοιχείο, ως άνω-γέννηση και όντως πραγματικότητα.
Ο θάνατος, στην Ορθοδοξία αντιμετωπίστηκε ως κοίμηση και έφερε αναστάσιμο χαρακτήρα. Σε αντίθεση, η ομηρική παράδοση, θεωρούσε ακόμα και την λυτρωτική μεταθανάτια πορεία, χειρότερη από την κοσμική ζωή. Βέβαια δεν υπήρχε μόνο αυτή, έχουμε τον πλατωνισμό, τις μυστηριακές παραδόσεις κ.τ.λ. Ενίοτε ο θρήνος καταργήθηκε, σε άλλες περιοχές, όμως, διατηρήθηκε. Σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρχε και στεφάνωση. Μια επιβίωση του μακεδονικού, κυρίως, αφηρωισμού, ειδικά μετά την αποθέωση του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε αντιστοιχία της χριστιανικής θείας κλήσης στην πίστη και της άνω μαρτυρίας προς τον ομολογητή και μάρτυρα: «Οι μάρτυρες σου Κύριε εν τη αθλήσει αυτών, στεφάνους εκομίσαντο της αφθαρσίας εκ σου» (Κοινό Απολυτίκιο τροπάριο των αγίων μαρτύρων).
Κατά τον ενταφιασμό ειδοποιός διαφορά στους Χριστιανούς, υπήρξε εξ αρχής η ανατολική κατεύθυνση της κεφαλής του κηδευμένου νεκρού (όπως και του ιερού της Εκκλησίας): «έπεσκέψατο ημάς ανατολή εξ ύψους έπιφάναι τοις εν σκότει καί σκιά θανάτου καθημένοις, του κατευθΰναι τους πόδας ημών εις όδόν ειρήνης», (προφητεία Ζαχαρίου, Κατά Λουκά 1:78). Τελούνταν μύρωση (από πήλινα ή υάλινα μυροδοχεία) ή και επάλειψη ελαίου. Διαδικασία η οποία απαντά βιβλικά, αναφερόμενη τόσο στην Π. Δ. (Ψαλμοί 22:5), όσο και στις μυρώσεις του Χριστού από την ανώνυμη πόρνη (Λουκάς 7:36-50) και την αδελφή του Λαζάρου (Ιωάννης 12:1-11). Οι ανασκαφές έχουν βεβαιώσει χοές οίνου, αλλά και οπές στους τάφους, ώστε και ενταφιασμένος ο νεκρός να δέχεται χοές.
Οι συμμετέχοντες και νηστεύοντες στο αρχαίο ελληνικό πένθος, κατέλυαν την 3η ημέρα στο τελετουργικό «περίδειπνον» (Λουκιανός, Περί Πένθους). Ο νεκρός θεωρούνταν παρών, οικοδεσπότης ων και παραθέτης της μνημόσυνης τελετουργικής τράπεζας. Ο Χριστός, αντίστοιχα, είναι ο προσφέρων την Ευχαριστία αν και προσφερόμενος ο ίδιος και φυσικά επιβάλλεται ο εξ Αγίου Πνεύματος καθαγιασμός του χριστιανού. Στο έργο «Αποστολικαί Διαταγαί» μαρτυρούνται οι λεγόμενες αγάπες με «κλάση άρτου» και προσφορά οίνου στον ταφικό χώρο. Αυτό, βέβαια, μπορεί να εξηγήσει, πέρα από την τράπεζα προς τους φτωχούς και τις εθνικές επιδράσεις, την έως και σήμερα παράδοση, να παρατίθεται τράπεζα, κατά την κηδεία ή κατά το τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνο. Το ότι σε αυτές υπάρχει ψάρι, έχει την ερμηνεία του στον Χριστό ως «Ι.Χ.Θ.Υ.Σ.» και την πνευματική άνωθεν γέννηση εξ ύδατος – αίματος και πνεύματος (Ιωάννης 3:5).
Τα μνημόσυνα στην Παλαιά Διαθήκη, μας μαρτυρούν πως, ήδη, κατά τον θάνατο του Μωυσέως, τηρήθηκε πένθος 30 ημερών (Δευτερονόμιο 34:8). Αυτό παραλληλίζει με την αρχαία πρακτική, η οποία είχε το πρώτο μνημόσυνο την 3η ημέρα (της εκφοράς – κηδείας), το δεύτερο κατά την 9η και το τελικό, επίσης, την 30η. Αναφορά σε μνημοσύνες, εσχατολογικές και τυπικές, βρίσκουμε στο Εβραϊκό Πασχάλιο (Έξοδος 12:14) και στο Νεεμία (4ος αιών) όπου ο λαός, δημοσίως, δήλωνε αμαρτίες των κεκοιμημένων πατέρων, τον Μαλαχία (3:16) και το Β΄ Μακκαβαίων (12:42-45), όπου είχε δοθεί ποσό εξιλαστήριο για τις αμαρτίες πεσόντων. Φυσικά η 40νθήμερος παρουσία του αναστηθέντος Χριστού επί της Γης, μετέβαλε την επέτειο του τελικού μνημοσύνου κατά την 40η ημέρα. Την παράδοση αυτή, διέσωσαν και οι «Αποστολικαί Διαταγαί», οι οποίες όρισαν μνημόσυνα «επί των εν Χριστώ αναπαυσαμένων» κατά την 3η («δια των τριών ημερών εγερθέντα»), 9η («εις υπόμνησιν των περιόντων και των κεκοιμημένων») και 40η ημέρα («εις παλαιόν τύπον. Μωσήν…») από την κοίμηση.
Από τις λίγες σχετικά ερμηνευτικές για τον λόγο που χριστιανικά επιτελούνται τα μνημόσυνα, ας αναφέρουμε το όραμα του Μακαρίου του Αιγυπτίου. Σύμφωνα με αυτό, τα μνημόσυνα επιτελούνται: 1) Κατά την 3η ημέρα, προς εξιλασμό, καθώς η ψυχή, αφού διέλθει από τα Τελώνια, οδηγείται στον θρόνο για να προσκυνήσει. 2) Κατά την 9η ημέρα σε ενθύμηση της ψυχής, η οποία, αφού περιπλανηθεί 6 ημέρες τον κόσμο στον οποίο διέπραξε τα καλά και τα κακά, ανέρχεται και πάλι στον Θρόνο προς προσκύνηση. 3) Κατά την 40η ημέρα, γιατί η ψυχή, αφού περιηγείται 30 ημέρες, τόσο στον Παράδεισο, όσο και στην Κόλαση, οδηγείται στον Θρόνο ώστε να λάβει την θεία κρίση.
Γράφει ο Κόττης Κωνσταντίνος
konstantinosoa@yahoo.gr