Το όνομα του καλλιτέχνη, το οποίο συνδέεται με οτιδήποτε αποκαλούμε μέχρι σήμερα αριστούργημα, είναι Μιχαήλ Άγγελος. Ήταν γλύπτης, ζωγράφος και αρχιτέκτονας την περίοδο της ώριμης ιταλικής Αναγέννησης (1480 – 1540). Έζησε σε μια εποχή που οι τέχνες τελούσαν υπό την «προστασία» μαικήνων. Οι σημαντικότεροι για τους οποίους εργάστηκε και ο Μιχαήλ Άγγελος ήταν ο γενουάτης πάπας Ιούλιος Β’ (1503 – 13) και ο φλωρεντινός πάπας Λέοντας 10ος (1513 -23) της οικογένειας των Μεδίκων.
Ο Μιχαήλ Άγγελος μαζί με τον Λεονάρντο ντα Βίντσι αποτέλεσαν τους δυο κορυφαίους φλωρεντινούς καλλιτέχνες της Αναγέννησης των οποίων τα έργα καθόρισαν την ιταλική τέχνη του δέκατου έκτου αιώνα. Αν και ο πρώτος ήταν είκοσι τρία χρόνια μικρότερος του δεύτερου ήδη από την ηλικία των τριάντα ετών θεωρούνταν ισάξιος του Λεονάρντο. Ο Μιχαήλ Άγγελος από νεαρή ηλικία μαθήτευσε στο εργαστήριο του Ντομένικο Γκιρλαντάγιο. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ιστορικός Γκόμπριτς (E. H. Gombrich) εκεί έμαθε τα «κόλπα της δουλειάς». Ωστόσο οι ιδέες μαθητή και δασκάλου περί της τέχνης γενικότερα δεν συμβάδιζαν. Ο Μιχαήλ Άγγελος προσπάθησε να εντρυφήσει στην απόδοση του ανθρώπινου σώματος σε κίνηση με όλους τους μυς και τους τένοντες. Ως εκ τούτου μελέτησε ενδελεχώς την ανθρώπινη ανατομία ανατέμνοντας πτώματα.
Παρότι κατείχε σε άριστο επίπεδο την τεχνική της ζωγραφικής και της γλυπτικής έλεγε πως: «Si dipinge col ciervello e non con le mani» (ζωγραφίζουμε με το νου και όχι με τα χέρια). Την περίοδο που δημιουργεί ο Μιχαήλ Άγγελος συντελούνται θεμελιώδεις αλλαγές στον κοινωνικό ρόλο του καλλιτέχνη. Το καλλιτεχνικό επάγγελμα διαφοροποιείται από τη «μαστοριά», δηλαδή από τις αμιγώς τεχνικές εργασίες. Ο καλλιτέχνης παύει να θεωρείται τεχνίτης και αναγνωρίζεται ως ιδιοφυία. Η ιδέα της μεγαλοφυΐας ως θεϊκού χαρίσματος και έμφυτης ατομικής δημιουργικής δύναμης πρωτοεμφανίζεται στην κοινωνία της Αναγέννησης. Η ιδέα αυτή επηρεάζει και την αντίληψη για το ίδιο το έργο τέχνης το οποίο θεωρείται δημιούργημα αποκλειστικά της αυταρχικής και ιδιοφυής προσωπικότητας του καλλιτέχνη η οποία ξεπερνάει την παράδοση την θεωρία και τους κανόνες.
Σ’ αυτό το διανοητικό πλαίσιο ο Μιχαήλ Άγγελος δημιούργησε τις περίφημες οροφογραφίες του στην Cappella Sestina στο Βατικανό (1508 – 12), το γλυπτό Δαυίδ (1501 – 4) και τα γλυπτά στον τάφο των Μεδίκων (1521 – 34), έργα τα οποία θεωρούνται τα πιο αντιπροσωπευτικά του. Αν και η ζωγραφική του τεχνική ήταν ισάξια του Λεονάρντο ντα Βίντσι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του γλύπτη. Το μάρμαρο ήταν το αγαπημένο του υλικό. Συσχετιζόμενος με την ερμηνεία του Πλωτίνου για τη διαδικασία με την οποία ένα άγαλμα απελευθερώνεται από την πέτρα, προσπαθούσε να συλλάβει τις μορφές του σα να είναι κρυμμένες στο ακατέργαστο μάρμαρο που τις έκρυβε.
Ο Μιχαήλ Άγγελος όταν ήταν έξι χρονών έχασε τη μητέρα του και μεγάλωσε με μία τροφό ο σύζυγος της οποίας ήταν λιθοξόος. Ο ίδιος ανάφερε πως μαζί με το γάλα της παραμάνας του βύζαξε τα σκαρπέλα και τα σφυριά με τα οποία αργότερα σκάλισε τα γλυπτά του. Γεννήθηκε στην κωμόπολη Caprese κοντά στην Φλωρεντία το 1475 και πέθανε στη Ρώμη στις 16 Φεβρουαρίου του 1564. Φέτος συμπληρώθηκαν 451 χρόνια από το θάνατο του.