Την παρακάτω ανοικτή επιστολή έγραψα στον Μίκη Θεοδωράκη ως απάντηση σε μία πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε τον Αύγουστο του 2019 στην εφημερίδα «Καθημερινή», όπου υποστήριζε την λεγόμενη «συνεκμετάλλευση του Αιγαίου με την Τουρκία».
Ο Μίκης ήταν και είναι ο «πνευματικός» μου, ο άνθρωπος που επηρέασε την πολιτική μου σκέψη περισσότερο από κάθε άλλον. Δεν προσπάθησε να με νουθετήσει ποτέ. Είχε όμως αυτό το ανυπέρβλητο ταλέντο της μαιευτικής μεθόδου που σε έβαζε να σκεφτείς μόνος σου. Είχε μία ακαταμάχητη γοητεία πολιτικού λόγου που σε καθήλωνε. Μπορούσες να τον ακούς με τις ώρες, χωρίς να βαριέσαι ποτέ. Με όρισε ο ίδιος επικεφαλής της επιστημονικής του ομάδας για τα μνημόνια, θέση ιδιαίτερα τιμητική, η οποία μου άνοιξε πόρτες και ευκαιρίες να γνωρίσω εξαίσιες προσωπικότητες, καθηγητές και ανθρώπους του πνεύματος. Με τίμησε με την φιλία του, πίστεψε σ’εμένα, με εμπιστεύτηκε κι αυτό δεν του το ξεχνώ. Η σχέση μας όμως δεν ήταν πάντα εύκολη. Ήταν μία σχέση αγάπης, σεβασμού και εκτίμησης, αλλά πέρασε και δια πυρός και σιδήρου. Αυτά τα αναφέρω, μόνο και μόνο επειδή θέλω να πω, ότι έγραψα στον Μίκη τα παρακάτω και μάλιστα δημόσια, με μεγάλη δυσκολία. Κόλακας όμως δεν υπήρξα ποτέ. Ούτε ακόμα και απέναντι σ’ αυτόν, τον μέγιστο των εν ζωή Ελλήνων. Ούτε και ως μαθητής απέναντι στον δάσκαλο. Ούτε και ως θνητός απέναντι σε έναν αθάνατο.
Τα σύκα, σύκα και η σκάφη, σκάφη.
Ο Μίκης μου απάντησε ιδιωτικά στην παρακάτω επιστολή. Δεν θα δημοσιεύσω όμως την απάντησή του, γιατί είναι προσωπική. Άλλωστε δεν έχω την άδειά του. Είναι και κάποια πράγματα που μένουν μεταξύ μας.
Την ανοικτή επιστολή αναδημοσιεύω και πάλι με αφορμή την συζήτηση περί «συνεκμετάλλευσης» που αναζωπυρώνεται στην Ελλάδα εκ νέου και μετά την εκδήλωση του ΕΛΙΑΜΕΠ για την Χάγη, όπου οι γνωστοί «βραχίονες» Μπακογιάννη, Γ. Παπανδρέου, Κατρούγκαλος και Ροζάκης εξέθεσαν για άλλη μία φορά τις (τουρκολάγνες) θέσεις τους.
Ακολουθεί η ανοικτή επιστολή-απάντηση σε Μίκη Θεοδωράκη σχετικά με τις τελευταίες δηλώσεις του περί «συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου με την Τουρκία»:
Αθήνα, 20/08/2019
Αγαπημένε μου Μίκη,
εύχομαι να είσαι καλά. Το γράμμα μου να σ’ εύρει με υγεία και δύναμη.
Καιρό έχουμε να τα πούμε μοιραίε μου συναγωνιστή. Μου λείπουν οι συναντήσεις μας. Δυστυχώς ο λόγος που σου γράφω δεν θα σου είναι ευχάριστος, αλλά -με ξέρεις- δεν χαρίζομαι σε κανέναν και ειδικά σ’αυτούς που αγαπώ. Στην ελευθερία της γνώμης μου είμαι γκαβός κι έμαθα να κρίνω την άποψη κι όχι το πρόσωπο. Αρεστός θέλω να είμαι μόνο στην αλήθεια, κι άλλωστε, αν σε στεναχωρήσω, τότε μία σου και μία μου, γιατί σήμερα την δική μου στενοχώρια θα την μοιραστώ μαζί σου, αυτήν που μοίρασες κι εσύ με τα περίεργα και πτερόεντα λόγια σου.
Έδωσες λοιπόν μία συνέντευξη στην εφημερίδα «Καθημερινή» για να απαντήσεις στον Ακιντζί. Και κατάφερες πραγματικά, να χύσεις την καρδάρα με το γάλα που ο ίδιος άρμεξες! Και ράβε ξήλωνε, ράβε ξήλωνε, σ’αυτήν την Πατρίδα, την χιλιομπαλωμένη, δουλειά να μη μας λείπει. Κι ενώ μας έκανες υπερήφανους με την στάση σου για την Μακεδονία, μας δείχνεις τώρα πως πουλιέται το στάρι ακριβά και το αλεύρι φτηνά.
Έρχονται η δηλώσεις σου να προστεθούν σε μία σειρά απίστευτων δηλώσεων ξεδιάντροπων καλοθελητών. Να σου θυμίσω μόνο χαρακτηριστικά την δήλωση του πρώην υπ.εξ της Ελλάδας ότι «είμαστε μοναχοφάηδες στο Αιγαίο», του πρώην υφυπ.Εξ «να μην μείνει η Τουρκία έξω από την συνεκμετάλλευση υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο» ή άλλων βουλευτών ότι «το Καστελόριζο δεν ανήκει στο Αιγαίο» ή ακόμη και του ίδιου του πρώην πρωθυπουργού ότι «η θάλασσα δεν έχει σύνορα» κοκ. Και μου προκαλεί αλγεινή εντύπωση το γεγονός πως και οι δικές σου δηλώσεις έρχονται ακριβώς σε μία στιγμή που η Τουρκία είναι τόσο επιθετική παρά ποτέ, προσπαθώντας να ξεπεράσει ακόμα και τον εαυτό της! Έχω κακώς την εντύπωση, ότι όλοι αυτοί προετοιμάζουν το έδαφος για κάτι;
Κι αν η εντύπωση μου είναι βάσιμη, Μίκη μου, τότε η δική σου θέση ανάμεσα σ’αυτήν την αλυσίδα δηλώσεων πως ερμηνεύεται;
Στην τέχνη της διαπραγμάτευσης διπλωματικών σχολών διδάσκεται η δεξιότητα των διαμεσολαβητών να εντοπίσουν σε ένα τραπέζι διαπραγματεύσεων τα «μαλθακά» μέρη, τα μέλη δηλαδή της πλευράς εκείνης που είναι έτοιμη να κάνει υποχωρήσεις. Εφόσον εντοπιστούν αυτά τότε το δεύτερο βήμα είναι να προσληφθούν σε ρόλο βραχιόνων για δημιουργία περιρρέουσας ατμόσφαιρας και ψυχολογικής προετοιμασίας της κοινής γνώμης. Το τρίτο βήμα είναι όμως το μοιραίο, διότι τότε αρχίζουν οι πιέσεις στην πλευρά που είναι έτοιμη να υποχωρήσει για να δοθούν περισσότερα δικαιώματα στην πλευρά που απαιτεί. Το κριτήριο του διαμεσολαβητή εδώ λοιπόν δεν είναι το δίκιο, αλλά η ετοιμότητα και πρόθεση των συμβαλλόμενων για υποχώρηση και ενδοτικότητα.
Κι όταν κάνεις την πρώτη υποχώρηση, τότε μοιραία θα κάνεις και τις υπόλοιπες. Όταν δικαιώνεις την επιθετικότητα, τότε θα δεχτείς περισσότερη, κι ο φαύλος κύκλος ξεκινά. Έτσι χάσαμε και την Μακεδονία. Όχι γιατί η άλλη πλευρά είχε το δίκιο με το μέρος της, αλλά γιατί κάποιοι δικοί μας ηλίθιοι σήκωσαν πρόθυμα το χέρι του κολαούζου.
Εσύ λοιπόν Μίκη μου, ποιόν ρόλο ακριβώς επιδιώκεις σ’αυτό το «τραπέζι» της διαμεσολάβησης με την Τουρκία;
Η πολιτική των διεκδικήσεων της Τουρκίας έχει ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά που δεν συναντά κανείς σε άλλες περιπτώσεις διακρατικών διενέξεων ανά τον κόσμο, που μάλλον φαίνεται να αγνοείς. (Αν και δεν θα έπρεπε να μιλάμε για «διένεξη», διότι οι διεκδικήσεις στο δικό μας πρόβλημα είναι μονομερείς).
Δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο casus beli ως απειλή για εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου! Η Τουρκία δεν διεκδικεί από κοινού με την Ελλάδα μία διαφιλονικούμενη, αυτοτελή περιοχή, αλλά αμφισβητεί κυριαρχικά δικαιώματα εντός της ελληνικής επικράτειας. Αμφισβητεί την κυριότητα νήσων (μεταξύ τον οποίων και η Γαύδος), ενώ διεκδικεί επίσης κυριαρχικά δικαιώματα και δικαίωμα έρευνας και διάσωσης ανατολικότερα του 25ου μεσημβρινού, επιδιώκοντας ουσιαστικά την διχοτόμηση του Αιγαίου. Αμφισβητεί ότι τα ελληνικά νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα, αμφισβητεί ότι έχουν ΑΟΖ και αμφισβητεί το δικαίωμα τους για αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12ν.μ. Τα ίδια αμφισβητεί και για την Κύπρο. Ούτε η Κύπρος έχει βέβαια ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Στην κυπριακή ΑΟΖ βρίσκεται αυτή την στιγμή με πέντε γεωτρύπανα και σκάφη ερευνών κι ετοιμάζεται και για την περιοχή της Μεγίστης.
Δεν διεκδικεί κάτι λοιπόν η Τουρκία, Μίκη μου, είναι ήδη μέσα. Δεν σε ρώτησαν αν επιτρέπεται να μπουν, για να χρειαστεί και να τους απαντήσεις. Μπήκαν ήδη!
Όλα τα τουρκικά κόμματα έχουν αυτοεγκλωβιστεί σε μία δίνη από την οποία και να θελήσουν να βγουν δεν θα μπορούν. Εκτός δηλαδή από την κυβέρνηση είναι σύσσωμα τα αντιπολιτευτικά κόμματα που όχι απλά συμφωνούν με την επικίνδυνα επιθετική του πολιτική, αλλά προσπαθούν με εριστικότερες δηλώσεις να ξεπεράσουν τον Ερντογάν κατηγορώντας τον ότι δεν κάνει αρκετά! Άρα δεν υπάρχει αντίλογος ούτε διαφαίνεται η ελπίδα αλλαγής πολιτικής και στο μέλλον μέσα από την εναλλαγή εξουσίας. Ο αντιπολιτευτικός λόγος δε, είναι κακουργηματική πράξη και όποιος τολμά φυλακίζεται άνευ δίκης.
Ένα ιδιαίτερο ποιοτικό χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι αυτή η προπαγάνδα, συνοδεύεται με δηλώσεις και εκφράσεις μίσους, όχι με γενικές αναφορές, αλλά συγκεκριμένα απέναντι στον ελληνικό Λαό: «Ας βάλουν μυαλό οι Έλληνες…», «θα πετάξουμε τους Έλληνες και πάλι στην θάλασσα…» , «οι Έλληνες κάνουν σαν πεινασμένα κοτόπουλα…», «τους κάναμε (σημ. τους Έλληνες) παστά ψάρια στο Σαγγάριο» κοκ. Αυτά δεν τα ξεστομίζουν κάποιοι γραφικοί παρακατιανοί αλλά η επίσημη τουρκική πολιτική δια στόματος του ίδιου του Ερντογάν και της αντιπολίτευσης.
Εσύ λοιπόν, Μίκη μου, με ποιον τρόπο απαντάς όταν προσβάλουν τον Λαό σου;
Η Τουρκία δεν διεκδικεί κάποια συνεκμετάλλευση ή συνεργασία. Διεκδικεί, με όλα τα χαρακτηριστικά μιας περιφερειακής ιμπεριαλιστικής δύναμης (βλ. εισβολή στην Συρία, στο Β. Ιράκ, στην Κύπρο και στην Ελλάδα), την αποσταθεροποίηση και δορυφοροποίηση των γειτόνων της από θέση πλήρους ελέγχου τους, ώστε να καταστεί περιφερειακή ηγεμονική δύναμη. Η Τουρκία δεν διεκδικεί λοιπόν οικονομική εκμετάλλευση από κοινού με την Ελλάδα, αλλά αμφισβητεί τα δικαιώματα της Ελλάδας κρατώντας τα μόνο για τον εαυτό της ή επιδιώκει σαφή θέση ισχύος. Δεν ήρθαν οι Τούρκοι λοιπόν κι έγιναν επιθετικοί επειδή εμείς τους αρνηθήκαμε συνεργασία, διότι απλά δεν την θέλουν. Θέλουν γη και ύδωρ, υποτέλεια στον «Πέρση βασιλιά».
Εσύ λοιπόν, Μίκη μου, σε ποιο ανύπαρκτο αίτημα της Τουρκία σήκωσες το γάντι κι απάντησες; Γιατί απαντάς σε ένα φανταστικό ερώτημα; Σε ενημέρωσε κανείς ότι το αίτημά τους είναι αυτό που νομίζεις; Νομίζεις…
Το έχω χιλιοπεί, ότι δεν νιώθω ότι έχω απέναντι μου τον τουρκικό Λαό. Δεν νιώθω ότι μ’αυτόν έχω να χωρίσω κάτι (όπως ακριβώς είχες πει κι εσύ, όταν είχες ιδρύσει την Επιτροπή Ελληνοτουρκικής Φιλίας). Έχω όμως απέναντι μου την τουρκική πολιτική και αυτήν κατακρίνω (ας διαχωρίσουμε αυτά τα δύο πράγματα). Αυτή είναι τελικά ο εχθρός. Και ξέρω ότι αυτή η πολιτική είναι διαχρονικά, χωρίς διακοπή, επιθετική, φασιστική, ιμπεριαλιστική.
Πες μας ξανά Μίκη μου, εσύ, απέναντι σε φασίστες και ιμπεριαλιστές πως στέκεσαι;
Έκανες και μία δεύτερη δήλωση απευθυνόμενος στον δημοσιογράφο κ. Μ. Ιγνατίου (λες κι από δυο διαφορετικά χέρια γραμμένες όπου η μία προσπαθεί απέλπιδα να αναιρέσει την άλλη προσπαθώντας να συμμαζέψει τα ασυμμάζευτα), αλλά η ζημιά έχει γίνει ήδη, Μίκη μου. Το γάλα χύθηκε. Και ξέρεις γιατί; Διότι τώρα η εχθροί της Πατρίδας σου θα εκμεταλλευτούν μόνο την πρώτη δήλωση θάβοντας την δεύτερη. Οι Τούρκοι θα πουλήσουν στο εσωτερικό τους την πρώτη, οι διαμεσολαβητές θα φέρουν στο τραπέζι την πρώτη και οι εδώ εθνομηδενιστές θα κραδαίνουν την πρώτη. Εμείς οι υπόλοιποι θα είμαστε απλά οι «ναι μεν αλλά…». Με τις δύο απαντήσεις σου έδωσες ήδη το λάκτισμα των ελαστικών ερμηνειών, σφύριξες ήδη την σέντρα του «πάρτε ο καθένας ό,τι θέλετε, κρατείστε ό,τι γουστάρετε, να μείνετε όλοι ευχαριστημένοι».
Έδωσες στον εχθρό το δικαίωμα να πιστεύει ότι μπορούμε να είμαστε φίλοι του χωρίς απαραίτητα να είναι κι αυτός μαζί μας. Εξήρες τον δικαιωματισμό του ως δικαίωμα. Αυτή, Μίκη μου, είναι τελικά η ζημία.
Δεν θα πιάσω ξεχωριστά τα όσα είπες. Θα ήθελα βέβαια να το κάνω για να καταδείξω τα λάθη ένα-ένα και πάντα βέβαια με επιχειρήματα. Ξεπέρασα όμως τον χρόνο που μου αναλογεί και καταχράστηκα σίγουρα τον δικό σου. Να με συμπαθάς βέβαια, αλλά θα αναφέρω επιλεκτικά κι ενδεικτικά μόνο τούτο:
«Το μερίδιο των δύο πλευρών υποθέτω ότι πρέπει να είναι ανάλογο με τον πληθυσμό της κάθε πλευράς» (σημ. στην Κύπρο). Λάθος, δεν είμαστε «πληθυσμοί», είμαστε Λαοί, αλλά δεν θα σταθώ σ’αυτό. Λάθος υποθέτεις, δεν είναι δύο οι πλευρές. Είναι μία! Η παραδοχή «δύο πλευρών» σημαίνει de facto διχοτόμηση. Σημαίνει επίσης δικαίωση της πολιτικής του παράνομου εποικισμού του νησιού. Μα αν είμαστε κατά της λεγόμενης «διζωνικής κοινότητας» ένας λόγος είναι και αυτός, ότι την επόμενη μέρα η ελληνοκυπριακή πλευρά θα συνιστά αριθμητική μειονότητα. Η Τουρκία θα επιδιώξει αριθμητική πλειονότητα με επιπλέον μαζικές μετακινήσεις και τελικά «το μερίδιο» δεν θα μοιραστεί σε Τουρκοκυπρίους αλλά σε Τούρκους εποίκους.
Τελικά, Μίκη μου, μην ανησυχείς για την έλλειψη «καλής θέλησης». Η «λογική» του «ωμού ρεαλισμού και της υπευθυνότητας» όπως λες, θα πρυτανεύσει και πάλι. Η «λύση» που τελικά θα δοθεί και εδώ θα είναι δεόντως συμβιβαστική, να είσαι σίγουρος. Με ένα όμως επίσης ιδιαίτερο ποιοτικό χαρακτηριστικό: Από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη, η Τουρκία διεκδικεί (τα πάντα) και η Ελλάδα τίποτα! Άρα μοιραία η Ελλάδα θα χάσει. Θα μοιράσουμε τα δικά μας. Η επόμενη εθνική ταπείνωση είναι προ των πυλών. Συνηθίσαμε άλλωστε. Ο «εξευτελισμός μας θα είναι τέλειος».
Δικαίωμά σου να διατυπώνεις ελεύθερα τις απόψεις σου. Ούτε βέβαια αμφισβητεί κανείς τον πατριωτισμό σου. Όμως άλλο τόπος, κι άλλο τρόπος. Σου διέφυγε μία λεπτομέρεια:
Αλήθεια, Μίκη μου, αναρωτήθηκες έστω κι ένα δευτερόλεπτο, ότι οι συγκεκριμένες θέσεις σου δεν μπορούν να εφαρμοστούν παρά μόνο με μία βασική και απαρέγκλιτη προϋπόθεση, την αναθεώρηση δηλαδή της Συνθήκης των Παρισίων και της Συνθήκης της Λωζάννης;
Η συνεκμετάλλευση είναι κλοπή!
Με συντροφικούς και συναγωνιστικούς χαιρετισμούς.
Ο φίλος σου
Ανδρέας Τσιφτσιάν