Η αορτή είναι το μεγαλύτερο αγγείο του ανθρώπινου σώματος. Είναι η αρτηρία που μεταφέρει οξυγονωμένο αίμα από την καρδιά σε ολόκληρο το σώμα είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσα από μικρότερους κλάδους της. Ξεκινάει από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, προχωράει προς τα πάνω μέχρι το κέντρο του θώρακα, όπου γυρίζει και κατεβαίνει προς τα κάτω ως το επίπεδο της λεκάνης όπου χωρίζεται σε δύο αγγεία, ένα για κάθε κάτω άκρο.
Μια αρτηρία εμφανίζει ανεύρυσμα όταν η διάμετρός της μεγαλώνει ώστε να φτάσει να είναι πάνω από μιάμιση φορά η φυσιολογική, με βάση την ηλικία και το φύλο. Για το μέσο ενήλικα έχει υπολογιστεί ότι η διάμετρος της κοιλιακής αορτής είναι περίπου 2 εκατοστά. Μιλάμε για ήπια ανευρυσματοειδή διάσταση όταν η διάμετρος είναι μεταξύ 2 και 3 εκατοστών και πλέον για ανεύρυσμα όταν η διάμετρος είναι πάνω από 3 εκατοστά. Ουσιαστικά το ανεύρυσμα μοιάζει με ένα εξόγκωμα της αορτής, σαν μπαλόνι, το οποίο με την πάροδο του χρόνου, καθώς η καρδιά χτυπάει και στέλνει αίμα στην αορτή, μεγαλώνει με απειροελάχιστο αλλά σταθερό ρυθμό από τη στιγμή που θα αρχίσει να σχηματίζεται.
Υπολογίζεται ότι περίπου το 6% των ενηλίκων άνω των 65 ετών έχουν κάποιο ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, με τους περισσότερους όμως να έχουν μικρά ανευρύσματα. Το ανεύρυσμα παρουσιάζεται σχεδόν αποκλειστικά σε άτομα άνω των 60. Είναι αρκετά συχνότερο στους άνδρες αν και εμφανίζεται επίσης και στο 1% των γυναικών σε τέτοιες ηλικίες. Σημαντικότατο ρόλο παίζει επίσης το κάπνισμα, το οποίο προκαλεί μόνιμες βλάβες στο τοίχωμα της αορτής σε βαθμό τέτοιο που 15πλασιάζει τον κίνδυνο ανάπτυξής του. Υπάρχει ήπια κληρονομικότητα, δηλαδή φαίνεται να είναι ήπια αυξημένος ο κίνδυνος αν κάποιος έχει συγγενείς εξ αίματος με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής.
Επίσης είναι αυξημένος σε ασθενείς με υπέρταση, δυσλιπιδαιμία και στεφανιαία νόσο η αθηρωματική αγγειακή νόσο κάτω άκρων. Τέλος μπορεί να παρουσιάζεται συχνότερα σε άτομα με ανευρύσματα σε άλλες περιοχές, αλλά και σε ασθενείς με σπάνια νοσήματα του κολλαγόνου. Ο τρόπος που σχηματίζεται είναι πως σιγά σιγά και για πολλά χρόνια, η πίεση του αίματος και ο τρόπος που αυτό ρέει πιέζουν το τοίχωμα της αορτής από μέσα προς τα έξω. Σε ορισμένα άτομα στα οποία υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που βλάπτουν το τοίχωμα, αυτό αρχίζει να αλλοιώνεται και ο τρόπος που είναι πλεγμένες οι ίνες της αορτής χαλαρώνει, οπότε το αγγείο αρχίζει να μεγαλώνει και σε βάθος χρόνου έχουμε το ανεύρυσμα.
Ο κίνδυνος από ένα ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι η ρήξη του. Η ρήξη είναι μια σοβαρή και επείγουσα κατάσταση, με έντονο πόνο συνήθως στην κοιλιά ή στην πλάτη, απώλεια αίματος μιας και αυτό βγαίνει έξω από το αγγειακό σύστημα, και ισχαιμία περιοχών του σώματος. Από τους ασθενείς με ρήξη, 2 στους 3 πεθαίνουν πριν φτάσουν στο κατάλληλο κέντρο για αντιμετώπιση, ενώ οι μισοί από αυτούς που φτάνουν και αντιμετωπίζονται τελικά επίσης δεν επιζούν λόγω της πολύ βαριάς κατάστασης. Ο κίνδυνος ρήξης, σε ασθενείς με ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, είναι αρκετά μικρός μέχρι η διάμετρός του να φτάσει τα 5,5 εκατοστά, όμως έπειτα ο κίνδυνος αυξάνεται ταχύτατα όσο το ανεύρυσμα μεγαλώνει.
Διεθνείς οργανισμοί έχουν καταλήξει σε στρατηγικές για να βρεθούν οι ασθενείς που κινδυνεύουν από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Γενικά προτείνεται να γίνει μια φορά υπερηχογράφημα (Triplex) κοιλιακής αορτής, σε όσους άνδρες και γυναίκες άνω των 65 έχουν καπνίσει έστω και 100 τσιγάρα στην ζωή τους, καθώς και άνδρες και γυναίκες άνω των 65 με συγγενή πρώτου βαθμού που εμφάνισε ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής ή χρειάστηκε να κάνει επέμβαση για επιδιόρθωση τέτοιου ανευρύσματος ακόμη και αν δεν είχε συμβεί ρήξη. Η εξέταση αυτή γίνεται από τον Αγγειοχειρουργό (ή και από Ακτινολόγο) και είναι απλή, γρήγορη, ανώδυνη, με χαμηλό κόστος και δεν επιβαρύνει τον οργανισμό με ακτινοβολία. Αν βρεθεί ανεύρυσμα, θα χρειαστεί πιο ειδική εξέταση (αξονική αγγειογραφία κοιλιακής αορτής) και στη συνέχεια παρακολούθηση ή/και θεραπεία από τον Αγγειοχειρουργό.
Το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής μπορεί να αντιμετωπιστεί με χειρουργείο αν φτάσει σε μέγεθος ώστε να έχει αυξημένο κίνδυνο για ρήξη. Προτείνεται να χειρουργούνται τα ανευρύσματα με διάμετρο πάνω από 5,5 εκατοστά σε άνδρες, πάνω από 5 εκατοστά σε γυναίκες, καθώς και όσα μεγαλώνουν πάνω από 1 εκατοστό το χρόνο. Έχει βρεθεί πως στα άτομα αυτά, ο κίνδυνος το να μείνει το ανεύρυσμα ανεγχείρητο αρχίζει να είναι μεγαλύτερος από τον κίνδυνο και τις επιπλοκές ενός πιθανού χειρουργείου. Σήμερα τα περισσότερα ανευρύσματα επιδιορθώνονται με την κλειστή ενδαγγειακή μέθοδο, με την οποία με τομές μόνο στους μηρούς και με τη βοήθεια συρμάτων που ανεβαίνουν στην αορτή, μπαίνουν κατάλληλα μοσχεύματα τα οποία έρχονται ε επαφή με το τοίχωμα από μέσα και σφραγίζουν το ανεύρυσμα ώστε αυτό να μην πιέζεται από το αίμα και να μην μεγαλώνει. Επίσης υπάρχει και η ανοικτή μέθοδος, στην οποία με άνοιγμα της κοιλιάς φτάνουμε στην αορτή, στην οποία ανοίγουμε το κομμάτι με το ανεύρυσμα και στη θέση εκείνη ράβεται ένας σωλήνας – μόσχευμα από κατάλληλα συμβατά υλικά. Η κάθε μέθοδος έχει πλεονεκτήματα και συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών. Τα τελευταία χρόνια η κλειστή μέθοδος κερδίζει έδαφος και τα υλικά που χρησιμοποιούνται βελτιώνονται συνεχώς. Ο Αγγειοχειρουργός είναι ο κατάλληλος για να κρίνει πάντα εξηγώντας στον ασθενή, το ποιο είναι το καλύτερο πλάνο για το κάθε άτομο ξεχωριστά.
Κλείνοντας, το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής είναι μια κατάσταση που παρουσιάζεται σε μικρό ποσοστό ατόμων και γενικά σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Αν σκεφτούμε όμως τις σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να έχει, αν αυτό δεν έχει βρεθεί, μεγαλώνει και τελικά πάθει ρήξη, είναι σωστό τα άτομα που βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο να επισκέπτονται για εξέταση τον ειδικό Αγγειοχειρουργό και να κάνουν τις κατάλληλες εξετάσεις, ώστε να γίνει όσο μικρότερος ο κίνδυνος να απειληθεί τελικά η ζωή τους από την κατάσταση αυτή.
ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ Π. ΙΩΑΝΝΗΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ.
ΑΓΓΕΙΟΧΕΙΡΟΥΡΓΟΣ
Ν.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ