Εδώ και χρόνια μιλάμε για τις παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης και των εξεταστικών συστημάτων. Όλοι ξέρουν το πρόβλημα, όλοι μιλάνε για το πρόβλημα, όλοι είναι θύματα του προβλήματος, αλλά κανείς δεν συνεισφέρει στη λύση του. Τουλάχιστον στο μέτρο που αναλογεί στο κάθε μέλος της κοινωνίας.
Το φετινό σοκ ήταν πολύ χρήσιμο. Ο συνδυασμός οικονομικής κρίσης, κορωνοϊού, μικρής προσαρμοστικότητας στις αλλαγές υπολογισμού μορίων, απαξίωσης του συστήματος των πανελλαδικών, μερικής δυσκολίας των φετινών θεμάτων, και γενικότερης απαξίωσης του ελληνικού πανεπιστημίου είναι ένα εκρηκτικό μίγμα παραγόντων, που οδήγησαν στα φετινά αποτελέσματα. Τι άλλαξε σε σχέση με τις άλλες χρονιές; Τίποτα. Απλά φέτος η ένταση των φαινομένων έσπασε το ιστορικό ρεκόρ, ο κόμπος έφτασε στο χτένι, και χτύπησε το καμπανάκι για να γίνουν αλλαγές.
Το πρόβλημα είναι πολιτικό. Αυτοί που έκαναν τις επιλογές εκ μέρους όλων των κυβερνήσεων στο υπουργείο Παιδείας, λειτουργούσαν πάντα με ιδεοληπτικά και πελατειακά κριτήρια, δεμένοι άρρηκτα με το καθηγητικό κατεστημένο το οποίο αυξάνει εκθετικά την πολιτική του ισχύ. Δεν είχαν πιάσει ποτέ το σφυγμό της αγοράς και από την άλλη δεν προσέφεραν στην ελληνική οικογένεια αυτό που πραγματικά έχει ανάγκη. Δηλαδή την πραγματική μόρφωση, αλλά και τα θεμέλια για την επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών της.
Αν οι κυβερνήτες έπιαναν τον σφυγμό της αγοράς και αντιλαμβάνονταν το ζήτημα προσφοράς και ζήτησης το πρόβλημα θα λυνόταν πολύ εύκολα. Αν δηλαδή ο Έλληνας φορολογούμενος πλήρωνε για την εκπαίδευση όχι άπειρων γιατρών, μηχανικών και φιλολόγων, αλλά να πλήρωνε για την εκπαίδευση όσων επιστημόνων η ελληνική κοινωνία χρειάζεται. Και εξηγώ: οι μισοί γιατροί που αποφοιτούν στα ελληνικά πανεπιστήμια δουλεύουν στη βόρεια και κεντρική Ευρώπη, οι μισοί μηχανικοί στη Μέση Ανατολή, οι μισοί φιλόλογοι άνεργοι, και πάμπολλοι απόφοιτοι σχολών της επαρχίας χωρίς σαφές επαγγελματικό αντικείμενο, ψάχνονται μέχρι τα 40 τους μήπως και τρυπώσουν κάπου – οπουδήποτε – συνηθως εκτός του γνωστικού τους αντικειμένου. Η φοίτηση όλων αυτών στα ΑΕΙ και ΤΕΙ, έχει επιβαρύνει τον εθνικό μας προϋπολογισμό. Και άντε, η Ελλάδα καλά κάνει και επενδύει στη μόρφωση των τέκνων της, έχει όμως κανείς υπολογίσει κατά πόσο η επένδυση αυτή «γυρνάει πίσω»; Κατά πόσο αποδίδει για την πατρίδα μας και κατά πόσο την κάνει καλύτερη; Έχει υπολογίσει κανείς πόσο χάνει η ελληνική οικονομία όταν πληρώνει για την παραγωγή χιλιάδων πτυχιούχων, το πτυχίο των οποίων αποσβένεται βοηθώντας άλλες χώρες και οικονομίες να προοδεύσουν;
Το σημαντικότερο, το οποίο αναδείχθηκε πολύ έντονα φέτος: Αφήσαμε πανεπιστημιακά ιδρύματα, πανεπιστημιακά τμήματα, πανεπιστημιακούς δασκάλους, αλλά και επιστημονικά αντικείμενα να απαξιωθούν, όταν οι εισακτέοι είναι αρκετά κάτω από τη βάση. Όταν οι εισακτέοι μη έχοντας γνώσεις ως βάση για να φοιτήσουν, δεν αποφοιτούν ποτέ. Αλλά και αν καταφερουν να αποφοιτήσουν, πολλές φορές μειονεκτούν έναντι αποφοίτων άλλων Πανεπιστημίων. Άρα, δίνεται το δικαίωμα στον Έλληνα φορολογούμενο να θέσει το ερώτημα «γιατί το κρατάς ανοιχτό το Τμήμα» στο δημόσιο διάλογο.
Το ζητούμενο μέχρι σήμερα είναι να έχουμε φοιτητές. Πολλούς φοιτητές. Υποκείμενα που καταναλώνουν χωρίς να αξιολογείται η επιστημονική, εργασιακή και κοινωνική τους εξέλιξη. Αν αποδεχτούμε επιτέλους ότι αυτό είναι το πρόβλημα, και να πάμε στη λύση του. Η λύση ίσως είναι πιο απλή απ’ όσο νομίζουμε. Ίσως είναι να αναδιαρθρωθούν τα ποσοτικά και ποιοτικά κριτήρια του συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Να συμμαζέψει επιτέλους το Υπουργείο Παιδείας, τα εκατοντάδες πανεπιστημιακά τμήματα, με τις χιλιάδες θέσεις εισακτέων. Και στην τελική, να μας πει το Υπουργείο, πόσα και ποια Τμήματα θα κλείσει για να εξορθολογίσει την κατάσταση.
Θα μου πεις, δεν μπορείς να κλείσεις τα Ιδρύματα με χαμηλή βάση εισαγωγής έτσι απλά, γιατί είτε δεν φταίνε οι πόλεις της περιφέρειας που τα στεγάζουν, είτε γιατί η κυβέρνηση που θα τολμήσει τη μεταρρύθμιση θα έχει κόστος για τους τοπικούς βουλευτές. Την κοινωνία όμως δεν μας ενδιαφέρει το ποια τμήματα θα κλείσουν. Αν λόγου χάρη θελήσει η κυβέρνηση να μειώσει τον αριθμό των εισακτέων, θα κλείσει Τμήματα των κεντρικών ιδρυμάτων, δηλαδή των Πανεπιστημίων των μεγάλων πόλεων.
Όπως και να έχει, μεσοβέζικες λύσεις και ημίμετρα δεν οδηγούν πουθενά. Απαιτείται πολιτικό θάρρος, και μεγάλες τομές και μάλιστα γρήγορα, καθώς οι ρυθμοί εξέλιξης του διεθνούς (και ιδιαίτερα ανταγωνιστικού) εκπαιδευτικού περιβάλλοντος είναι ιλιγγιώδεις. Ή μειώνεις δραστικά εισακτέους και τμήματα, ή κάθεσαι και κοιτάς, και στέλνεις συγχαρητήρια μηνύματα χωρίς αντίκρυσμα.
Φωτογραφία: ΤΟ ΒΗΜΑ