Την ώρα που την επικαιρότητα των ημερών μονοπωλεί το Συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος καθώς και η οξεία πολιτική αντιπαράθεση για το θέμα των τηλεοπτικών αδειών και την συσχετιζόμενη σύσταση του Εθνικού Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (ΕΣΡ), οι πρώτες πληροφορίες για έναρξη της 2η Αξιολόγησης μόνο προβληματισμό προκαλούν, αν όχι «κατάθλιψη» για αυτά που είναι να έρθουν…
Ενώ ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί η 1η Αξιολόγηση καθώς η κυβέρνηση ακόμα αναμένει την καταβολή της υποδόσης των 1,7 δις, οι πρώτες πληροφορίες για τα προαπαιτούμενα της 2ης Αξιολόγησης έχουν ήδη διαρρεύσει. Πριν αναφερθώ στην 2η Αξιολόγηση, οφείλω να προσθέσω πως ο λόγος που δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί η 1η,, είναι η αποτυχία της κυβέρνησης να εκπληρώσει την δέσμευσή της σχετικά με τις πληρωμές των παλαιών χρεών που οφείλει το ελληνικό δημόσιο σε ιδιώτες και όφειλε να αποπληρώσει μέχρι ενός ορισμένου ύψους. Δυστυχώς και αυτή η κυβέρνηση (όπως και οι προηγούμενες…) συνεχίζουν να συμπεριφέρονται ως αφερέγγυοι «μπαταχτσήδες» απέναντι στους Έλληνες πολίτες όταν έχουν να κάνουν με κρατικά «χρωστούμενα», ενώ ταυτόχρονα κυνηγούν ανηλεώς τους ίδιους πολίτες που χρωστούν προς το κράτος, κατάσχοντας μέχρι και την ακίνητη περιουσία τους για λίγες εκατοντάδες ευρώ χρέη. Το ακόμα πιο λυπηρό είναι πως οι «κακοί» δανειστές έχουν φτάσει στο σημείο να πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση να εκπληρώσει την αυτονόητη υποχρέωσή της προς τους Έλληνες πολίτες, ενώ η ίδια δείχνει να αδιαφορεί προκλητικά για αυτό.
Πάμε τώρα στα περί 2ης Αξιολόγησης: Οι πληροφορίες αναφέρουν επιπλέον 50 δράσεις και συνολικά 33 προαπαιτούμενα που θα πρέπει να συμφωνηθούν και να γίνουν άμεσα πράξη. Η κυβέρνηση δείχνει να επιθυμεί μια γρήγορη ολοκλήρωση της αξιολόγησης, ώστε να διαφανεί το κατά πόσο θα υπάρξουν παραχωρήσεις στην ελάφρυνση του Δημοσίου Χρέους από πλευράς δανειστών. Σε αυτό το σημείο να επισημάνω για άλλη μια φορά πως το ζήτημα της ελάφρυνσης του Χρέους δείχνει να έχει περισσότερο συμβολική πολιτική σημασία για την κυβέρνηση, παρά ουσιαστική σημασία για την ελληνική οικονομία. Καθώς βάσει των συμφωνιών που έχουν ήδη υπογραφεί και εφαρμόζονται, οι καταβολές για την αποπληρωμή του Δημοσίου Χρέους από πλευράς ελληνικού κράτους, είναι εξαιρετικά χαμηλές μέχρι και το έτος 2021. Οπότε το όλο ζήτημα απομείωσης του Χρέους περισσότερο έχει εξελιχθεί στην κύρια προσπάθεια που κάνει η ελληνική κυβέρνηση για πολιτική ανάκαμψη, παρά για ζήτημα ουσίας άμεσης ελάφρυνσης της ελληνικής οικονομίας.
Τυπικά η διαπραγμάτευση για την 2η Αξιολόγηση ξενικά την εβδομάδα που διανύουμε, με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών να αναμένεται να καταφθάσουν στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα όμως παραμένει ακόμα θολό το πότε τελικά θα έρθουν οι επικεφαλής των κλιμακίων, ώστε να εκκινήσει η διαπραγμάτευση με τους υπουργούς. Διαρροές από πλευράς δανειστών δεν δείχνουν ότι πάμε σε διαπραγμάτευση τύπου “fast track” ή ολοκλήρωση της Αξιολόγησης στα μέσα Νοέμβρη, όπως είχε βάλει στόχο η ελληνική κυβέρνηση. Και σε αυτό βεβαίως έχει ευθύνη και η ίδια, καθώς δεν ολοκλήρωσε την 1η Αξιολόγηση ως όφειλε, μην λαμβάνοντας μάλιστα μέτρα που θα ήταν ξεκάθαρα υπέρ των Ελλήνων πολιτών.
Εντός των προαπαιτούμενων δράσεων της 2ης Αξιολόγησης περιλαμβάνονται «καυτά» ζητήματα, όπως οι αλλαγές στα Εργασιακά του ιδιωτικού τομέα που «αναβλήθηκαν» από πέρσι. Καθώς και εκτεταμένες αλλαγές στα δημοσιονομικά, όπως η κατάργηση συγκεκριμένων φοροαπαλλαγών και εφαρμογή των επόμενων αυξήσεων φόρων που έχουν ήδη ψηφιστεί. Η κυβέρνηση δείχνει να έχει δεχθεί αβλεπεί την εφαρμογή όλων των παραπάνω, φτάνει να της «πετάξουν το κοκαλάκι» της ελάφρυνσης του Δημοσίου Χρέους. Ούτε κάτι τέτοιο διαφαίνεται όμως, τουλάχιστον σύμφωνα με τις μέχρι τώρα αντικρουόμενες – έως αρνητικές – δηλώσεις των δανειστών.
Έτσι, ο Γερμανός Υπ. Οικονομίας Β. Σόιμπλε ήδη άναψε «κόκκινο φως» στα συγκεκριμένα σχέδια. Καθώς σε συνέντευξή του σε γερμανική εφημερίδα την προηγούμενη εβδομάδα, χαρακτήρισε «πρόωρο» να ανοίξει συζήτηση για το χρέος πριν το 2018 και (κατά την πάγια τακτική του) αρνήθηκε πως ΔΝΤ και Ευρώπη διαφωνούν ως προς τη βιωσιμότητα του ελληνικού Δημοσίου Χρέους. Συμπλήρωσε δε πως το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι το Δημόσιο Χρέος, αλλά κυρίως η κακή Δημόσια Διοίκηση και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Καθώς αυτές οι δύο παθογένειες είναι ο κύριος λόγος που η Ελλάδα αδυνατεί να ανακάμψει. Στο κομμάτι του Δημοσίου Χρέους δεν πρέπει να έχει και πολύ άδικο, τουλάχιστον μέχρι τις μεγάλες καταβολές για την αποπληρωμή του, που θα αρχίσουν από το 2021 και έπειτα. Και όσον αφορά το πρώτο κομμάτι των βασικών παθογενειών της ελληνικής οικονομίας, σε αυτό δείχνουν να συμφωνούν και σχεδόν όλα τα κόμματα της ελληνικής βουλής, εκτός του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, η προσεχής περίοδος για την ελληνική κυβέρνηση μάλλον προβλέπεται ιδιαίτερα δύσκολη. Καθώς από την μια πλευρά θα πρέπει να εφαρμόσει όλα τα σκληρά μέτρα της 2ης Αξιολόγησης κατά του συνόλου της ελληνικής κοινωνίας, ενώ από την άλλη θα προσπαθεί να «πείσει» τους δανειστές να τις χαρίσουν το «κοκκαλάκι» της ελάφρυνσης του Χρέους. Κάτι το οποίο προς το παρόν δεν διαφαίνεται. Προβλέπω πως ο πρωθυπουργός θα πρέπει σύντομα να βρει διαφορετική πολιτική ατζέντα για να στηρίξει την πολιτική του επιβίωση, καθώς το «Ποίημα του Χρέους» δεν προβλέπω να του βγαίνει…
Παύλος Κιλίντζης
Μέλος της Ένωσης Κεντρώων