Το 1925 οι μεταλλωρύχοι πρόσφυγες από το Κεσκίν Ματέν της Άγκυρας άνοιξαν τα πρώτα νταμάρια του Βερμίου και ξεσκάλωναν πέτρες, που τις πουλούσαν στους πετράδες της περιοχής για να χτιστούν τα πρώτα προσφυγικά πέτρινα σπίτια και τα διάφορα (περβόλια), όπως τα ονόμαζαν οι Πόντιοι με την αρχαία τους εκφορά.
Τα νταμάρια αυτά στο ξεκίνημά τους δουλεύονταν από μικρές συνεργαζόμενες ομάδες λατόμων (νταμαρτζήδων), που χρησιμοποιούσαν πρωτόγονα μέσα, λοστούς και βαριές.
Αργότερα η Νομαρχία εξέδωσε άδειες λατομείων και έτσι λειτούργησαν τα πρώτα οργανωμένα λατομεία στο Ανατολικό, όπως του Λαγοθηριανού, του κρητικού και του Μωυσιάδη Γιάννη .
Στο λατομείο του Μωυσιάδη, στις αρχές του 1960, έγιναν εγκαταστάσεις σπαστήρα και ταυτόχρονα εξοπλίστηκε με αυτοκίνητα, φορτωτές και βαγοτρύλ.
Την επιστασία του λατομείου είχε ο Ιάκωβος Μωυσιάδης. (ο παππούς μου).
Ο Ιάκωβος, καταγόμενος από μεταλλωρύχους γονείς, ήταν λιθοξόος και γνώριζε από εργασίες εξόρυξης και κατεργασίας της πέτρας.
Για το λόγο αυτό ανέλαβε την επιστασία του λατομείου.
Οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ δύσκολες και οι εργάτες δούλευαν εκείνα τα χρόνια ανατολή δύση για ένα κομμάτι ψωμί.
Ο παππούς μου, δίκαιος και νουνεχής πλήρωνε τους εργαζόμενους ανάλογα με την προσφορά τους. Δεν καταπίεζε και δεν εκμεταλλευόταν τους λατόμους εργάτες και τους έκανε να γελούν με τα αστεία ή τα σοφά, που τους έλεγε..
O μπάρμπα-Ιάκωβος, 60 χρονών τότε έμπειρος επιστάτης, μιλούσε πάντα στους εργάτες του λατομείου σαν πατέρας τους προστατεύοντάς τους από κινδύνους, που εγκυμονούσε η δουλειά και τους παρότρυνε να δουλεύουν λέγοντας στους μεν οκνηρούς:
΄΄Γιάβρι μ’ με τ’ έναν τσιγάρον και με τα δύο τσιγάρα ο ήλον ‘κι κατακιφαλέεται΄΄
στους δε εργατικούς:
΄΄Αρ’ κανείται, θα τρώς τα λιθάρια, αύριον πα η ημέρα τη Θεού έν.΄΄
Οι εργάτες έσπαζαν τη μοναξιά τους τραγουδώντας τα τραγούδια του Καζαντζίδη και της πατρίδας τους.
Πολλές φορές, την ώρα της δουλειάς σκάρωναν δίστιχα, που, όπως φαίνεται έδειχναν την συμπάθειά τους για τον γέροντα επιστάτη τους τον μπάρμπα- Γιακώφ.
Παραθέτουμε μερικά από αυτά, όπως μου τα αφηγήθηκε από το μνημονικό του αρχείο ο συντοπίτης μου και φίλος, Ηλίας Καραμανλής και τότε εργάτης στο λατομείο:
΄
Σ σο λατομείον δουλεύω
και τσακώνω λιθάρια
κι ο μπάρπα-Γιακώφς έλεεν:
ασλάν τα παλικάρια.
Όλεν τη μέραν δουλεύουμ’
‘ς ση ζέστεν και ‘ς σο κρύον
κι ο μπάρπα Γιάκωφς έλεεν:
τολανευτέστε ολίον.
Αν αποθάνω, θάψτε ‘μεν
απάν ‘ς σο λατομείον,
ν’ ακούω ντόσιμον βαριάς
πώς δουλεύ’ το τριβείον.