ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ:
Γρεβενά: μπορούμε να περπατήσουμε στα σοκάκια της πόλης, να φωτογραφηθούμε στο ρόλοι που χτίστηκε το 1776 και να επισκεφτούμε την Λαογραφική Συλλογή. Το ρολόι θα το συναντήσετε την Πλατεία Ελευθερίας που αποτελεί το σήμα-κατατεθέν της πόλης. Με ύψος 20 μέτρα και σχήμα πεντάγωνο, όπου κάθε πλευρά του φτάνει τα 2 μέτρα, το Ρολόι είναι ένα εντυπωσιακό κτίσμα από την Τουρκοκρατία, που πριν την απελευθέρωση λειτουργούσε ως μέρος τζαμιού.
Γεφύρι Αζιζ Αγά: Βρίσκεται κοντά στο χωριό Τρίκωμο, περίπου 20 χιλιόμετρα από την πόλη των Γρεβενών και αποτελεί το μεγαλύτερο πέτρινο γεφύρι της Δυτικής Μακεδονίας. Η γέφυρα έχει μήκος 71 μ. και σχηματίζει τρεις καμάρες. Η μεσαία είναι η μεγαλύτερη. Το πλάτος του γεφυριού είναι 3 μ. και το ύψος του φτάνει τα 15 μ. Αποτελεί μάλιστα το ψηλότερο γεφύρι της Μακεδονίας. Το γεφύρι του Αζίζ Αγά κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας λειτουργούσε ως άξονας των εμπορικών δρόμων που κινούνταν από την Ήπειρο στη Δυτική Μακεδονία και αντίστροφα. Παράλληλα από εκεί περνούσαν τα ηπειρώτικα καραβάνια προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Εικάζεται πως το γεφύρι χτίστηκε το 1727 από τον Αζίζ-Αγά, όμως υπάρχουν και αυτοί που υποστηρίζουν πως κατασκευάστηκε τον 19ο αιώνα. Όπως και να έχει πάντως, η σπουδαιότητα μια τέτοιας κατασκευής ήταν τεράστια, μιας και το γεφύρι τοποθετούνταν ακριβώς επάνω στον ορεινό δρόμο που συνέδεε τη Μακεδονία με την Ήπειρο.
Γεφύρι Ζιάκας: Πηγαίνοντας από τα Γρεβενά προς το χωριό Ζιάκας του Ορλιακα, η πορεία σας θα διασταυρωθεί με τον ορμητικό Σταυροπόταμο. Σε αυτό το σημείο αξίζει μια ολιγόλεπτη στάση για να δείτε το κομψό μονότοξο γεφύρι του Ζιάκα, γνωστό και ως «Τουρκογέφυρο» (19ος αι). Εδώ έγινε φονική συμπλοκή μεταξύ του Γιαννούλα Ζιάκα -αδελφού του Θεόδωρου Ζιάκα-, ήρωα της εξόδου του Μεσολογγίου, και των Τούρκων. Μάλιστα οι τάφοι που έχουν βρεθεί σε μικρή απόσταση εικάζεται ότι ανήκουν στους νεκρούς εκείνης της μάχης. Eίναι δίτοξο με σαφώς μεγαλύτερη την κύρια (Δυτική) καμάρα, που φτάνει σε ύψος τα 7,50 μέτρα. Το συνολικό μήκος του γεφυριού είναι περίπου 41 μέτρα και το πλάτος 3,10 μέτρα. Ο δρόμος που περνούσε πάνω από το γεφύρι ήταν πολυσύχναστος δρόμος στην Τουρκοκρατία, αφού από εκεί διέρχονταν τα βλάχικα εμπορικά καραβάνια προς τη Θεσσαλία.
Γεφύρι Πορτίτσας: Από τον Ζιάκα, ακολουθώντας μια εντυπωσιακή διαδρομή που κυριολεκτικά ακροβατεί στην κόψη κάθετου βράχου (προσοχή στις κατολισθήσεις), θα πάμε στο κοντινό χωριό Σπήλαιο (4 χλμ.). Εκεί και συγκεκριμένα στο δυτικό άκρο του φαραγγιού του Σπηλαίου βρίσκεται το γεφύρι της Πορτίτσας. Τους καλοκαιρινούς μήνες μπορείτε να διασχίσετε το φαράγγι και να κολυμπήσετε στα πρασινωπά νερά του Βενέτικου ποταμού. Το γεφύρι χτίστηκε με προσφορές από την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Σπηλαίου τον 19ο αιώνα και κάτω από την σκιά του επιβλητικού όρους Όρλιακα. Η δίτοξη γέφυρα της Πορτίτσας, με άνισα μεταξύ τους τόξα έχει συνολικό μήκος 30μ., το πλάτος της στη μέση του μεγάλου τόξου είναι 2.65μ.και διευρύνεται στις άκρες της και ύψος κοντά στα 8 μ.. Το γεφύρι της Πορτίτσας έδωσε διέξοδο στην επικοινωνία των ντόπιων ανάμεσα στα χωριά Σπήλαιο, Μοναχίτι, Τρίκωμο και ήταν αυτό που χρησιμοποιούσαν οι τσελιγκάδες όταν μετακινούσαν τα κοπάδια τους από τα χειμαδιά στα ορεινά λιβάδια. Η γέφυρα δέχθηκε αρκετές ανακατασκευές με κυριότερες τις εργασίες αποκατάστασης που αφορούσαν, κατ αρχήν, τη στερέωση της γέφυρας και μετά την αποκατάσταση της μορφής της.
Βόιο
Γεφύρι Ανθοχωρίου: Βρίσκεται σε απόσταση 2χλμ. από το Ανθοχώρι στο δρόμο που το συνδέει με το Κλιματάκι και το εγκαταλειμμένο Παρόχθιο. Είναι χτισμένο σε σημαντική οδική αρτηρία της Δυτικής Μακεδονίας, η οποία οδηγούσε από την Καστοριά στο Τσοτύλι και από κει, μέσω Γρεβενών, στα Τρίκαλα. Η οδική αυτή αρτηρία εξυπηρετούσε τις μετακινήσεις των μαστόρων της περιοχής προς τον νότο αλλά και των κτηνοτρόφων της Πίνδου προς την Θεσσαλία και αντίστροφα. Χτίστηκε, σύμφωνα με μαρτυρίες, πριν από το 1770. Έχει μήκος 49μ. και τέσσερα τόξα που το μεγαλύτερο έχει ύψος 9 μέτρα. Συνηθίζεται να αποκαλείται «Γεφύρι του Τσακνοχωρίου» αλλά και «Γέφυρα Πραμόρτσα».
Γεφύρι Σβοδιανής: Απέχει 1,5χλμ. από τον οικισμό της Αγία Σωτήρας, στο άνω ρου του ποταμού Πραμόρτσα. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά από άποψη στατικής, πέτρινο γεφύρι που χτίστηκε το 1851 αφού είχε προηγηθεί το χτίσιμο ενός νερόμυλου. Ένα πολύ μεγάλο τόξο πατάει σε βράχο και δίνει την εντύπωση ότι είναι η φυσική συνέχειά του.
Γεφύρι Μόρφης: Ένα από τα παλαιότερα χρονολογημένα γεφύρια του Βόιου, τέλη 18ου αρχές 19ου αιών, είναι το τρίτοξο λιθόκτιστο γεφύρι της Τσούκας στον ποταμό Πραμόρτσα σε ένα μέρος με υπέροχο φυσικό κάλλος. Η γέφυρα έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο μνημείο με Υπουργική Απόφαση το 1995. Παλαιότερα το γεφύρι αποτελούσε μέρος της βλαχόστρατας καθώς συνέδεε τους οικισμούς Μόρφης, Κορυφής, Χρυσαυγής και της εγκαταλελειμμένης σήμερα Τσούκας.
Γεφύρι Χρυσαυγής: Το μονότοξο γεφύρι της Χρυσαυγής χτίστηκε το 1854 από τον ληστή Νικόλαο Ζάρμπο, με καταγωγή από το Πολυνέρι Γρεβενών. Έχει ύψος 9μ. και στηρίζεται, και από τις δυο μεριές, σε πράνη εκεί όπου τα κοίτη του Παλιομάγερου ποταμού στενεύουν αρκετά. Το μήκος του φθάνει τα 25μ. και το άνοιγμα του τόξου του περίπου τα 14μ. Παλιά συνέδεε τον οικισμό της Χρυσαυγής με τον Πεντάλοφο και το Δίλοφο. Το γεφύρι βρίσκεται σε μια περιοχή που έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και αποτελεί χώρο αναψυχής. Κοντά στο γεφύρι υπάρχει ανακαινισμένος παλιός νερόμυλος και λίγο πριν απ αυτόν βρίσκεται πέτρινος καταρράκτης μήκους 25μ και ύψους 7,5 τον οποίο και χρησιμοποιούσαν για την λειτουργία του νερόμυλου.
Γρεβενά
ΣΑΒΒΑΤΟ 03/05
Γρεβενά
Καλλονή: Η Καλλονή Γρεβενών με τα πετρόχτιστα σπίτια και τα καλντερίμια παραδοσιακής τεχνοτροπίας θυμίζει κινηματογραφικό σκηνικό και το όνομά της επιβεβαιώνει την ομορφιά της. Αρχικά ονομαζόταν Λούντζι ενώ το 1926 πήρε την ονομασία που έχει τώρα. Ο πρώτος οικισμός στην περιοχή δημιουργήθηκε περίπου το 1700 από επτά οικογένειες που έψαχναν ένα μέρος καλά κρυμμένο ώστε να αποφύγουν τις επιθέσεις των Τουρκαλαβανών. Τον 18ο αιώνα το χωριό καταστράφηκε από τους Τούρκους, ενώ το 1912, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων απελευθερώθηκε.
Δίλοφο Βοίου: Είναι σημαντικό μαστοροχώρι, το καλύτερα διατηρημένο από αρχιτεκτονική άποψη χωριό της ευρύτερης περιοχής. Ανέδειξε μεγάλους πρωτομάστορες στην τέχνη της κατασκευής με πέτρα, οι οποίοι εργάζονταν κυρίως στην Κωνσταντινούπολη αλλά και σε πολλές άλλες περιοχές της Ελλάδας και της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρκετοί από αυτούς εξελίχθηκαν σε ξακουστούς αρχιτέκτονες. Για το λόγο αυτό ήταν γνωστό και ως “το χωριό των καλφάδων”. Τα διώροφα και τριώροφα αρχοντικά του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα που θαυμάζει ο επισκέπτης αποτελούν σήμερα αδιάψευστο μάρτυρα της τέχνης των Διλοφιτών κατασκευαστών τους.
Πεντάλοφο: Είναι χτισμένος σε υψόμετρο 1.018 μέτρων στις πλαγιές του όρους Βόιο. Ο πληθυσμός του σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 446 κάτοικοι. Στο παρελθόν ο Πεντάλοφος ονομαζόταν Ζουπάνι ή Ζουμπάνι, ονομασία η οποία άλλαξε το 1927 σε Πετρόβουνο και το 1928 σε Πεντάλοφο. Απέχει 88 χιλιόμετρα από την Κοζάνη. Ο Πεντάλοφος είναι το σημαντικότερο χωριό από τα Μαστοροχώρια του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται πάνω στο πέρασμα από την Δυτική Μακεδονία στην Ήπειρο και αυτή η προνομιακή του θέση βοήθησε το χωριό να αναπτυχθεί στο παρελθόν. Η ανάπτυξη του χωριού στο παρελθόν είναι αποτυπωμένη στην εικόνα του. Είναι σχεδόν εξ’ ολοκλήρου πετρόχτιστο χωριό, οι κάτοικοί του οποίου ήταν ξακουστοί χτίστες και μάλιστα ανέπτυξαν και δική τους γλώσσα, τα “κουδαρίτικα”. Λόγω της πανέμορφης και με προσοχή στη λεπτομέρεια αρχιτεκτονικής του, σήμερα έχει ανακηρυχθεί παραδοσιακός οικισμός. Εδώ θα λάβει μέρος η εκδήλωση (..) με τον Κώστα Ταρνανά.
Βυθός: Πρόκειται για έναν οικισμό που απλώνεται στις ανατολικές πλαγιές της Πίνδου και είναι χτισμένος στα 1025 μέτρα, αθέατος από παντού. Η παλαιότερη ονομασία του ήταν «Ντόλος». Απέχει 40 χιλιόμετρα από το Τσοτύλι και 1 μόλις χιλιόμετρο από τον οικισμό του Πενταλόφου και βρίσκεται πραγματικά βυθισμένος μέσα σε μια απότομη ρεματιά. Πρόκειται για ακόμα ένα ξακουστό μαστοροχώρι που το καταμαρτυρούν τα ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής πετρόχτιστα σπίτια του. Ήταν δε τόσο εξαίρετοι τεχνίτες όπου τα καλοκαίρια πήγαιναν να εργαστούν έως την μακρινή Περσία (σημερινό Ιράν) αλλά και την Κωνσταντινούπολη. Σημείο κατατεθέν του χωριού αποτελεί το μοναστήρι του Ταξιάρχη το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Φτέρη και χρονολογείται από το 1453. Το φυσικό τοπίο έχει απαράμιλλη ομορφιά αυτό όμως που προκαλεί μεγάλη εντύπωση είναι το Καραούλι με το καστανόδασος του Λόγγου καθώς και οι καταρράκτες του Σκοτωμένου Νερού. Ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής θεωρείται το σχολείο του χωριού που λειτουργεί από το 2013 ως Μουσείο ιστορίας.
Μονή Αγ. Τριάδας: Στο Βυθό μετά από μια μικρή διαδρομή πίσω από τη Μαυριάχα, σε υψόμετρο 1050 μέτρα στη θέση αλώνια, βρίσκεται το Μοναστήρι της Αγ. Τριάδας. Το μοναστήρι διατηρεί έως σήμερα τη φρουριακή μορφή του και έτσι παρά τον τεράστιο όγκο του, δύσκολα διακρίνεται από μακριά ανάμεσα στους βράχους και τα δασικά συμπλέγματα του Βοΐου. Στη σημερινή του θέση ιδρύθηκε το 1792 κοντά στην παλαιότερη Μονή των Ταξιαρχών, το Παλιομονάστηρο, μέσα στη σύγχυση και την αναστάτωση που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στη Δυτική Μακεδονία. Το σημερινό Μοναστήρι, για την εικόνα του οποίου πολλοί θρύλοι σώζονται μέχρι σήμερα, αποτελεί συνέχεια των παλιότερων μοναστηριών που τιμόντουσαν στο όνομα των Ταξιαρχών. Ο ναός, χτισμένος με πελεκητή πέτρα, αποτελεί λαμπρό δείγμα της οικοδομικής αρχιτεκτονικής του Βοΐου και είναι φημισμένος για το μοναδικό αθωνικού τύπου καθολικό και τις υπέροχες τοιχογραφίες του. Είναι Βυζαντινού ρυθμού με τρεις τρούλους, θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο και υπέροχες τοιχογραφίες Διακοσμήθηκε με λιθανάγλυφα του Μίλιου Ζουπανιώτη, ενώ το 1802 ο ζωγράφος Μιχαήλ φιλοτέχνησε το εσωτερικό του.
Αυγερινός: Ο Αυγερινός, το παλιό Κωνστάντσικο, είναι ένα από τα πιο φημισμένα μαστοροχώρια και καστανοχώρια του Βοΐου. Βρίσκεται χτισμένος στην υψηλότερη ζώνη των οικισμών, σε υψόμετρο 1050 μέτρα, ευδιάκριτος από μακριά, σε μία ιδανική τοποθεσία με πλούσια καστανοδάση και καταπληκτική θέα προς την κοιλάδα του Αλιάκμονα και το Άσκιο. Πίσω του ακριβώς δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Προφήτη Ηλία. Το παλιό σχολείο λειτουργεί ως μουσείο και στο πνευματικό κέντρο εκτίθενται παλιές φωτογραφίες και παραδοσιακές ενδυμασίες, όπως η ξακουστή Κοντούσια, καθώς και φουστανέλες μακεδονίτικης ραφής. Σε κεντρική θέση δεσπόζει η πέτρινη εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου με το τέμπλο καρυδιάς και τη συλλογή σπάνιων εκκλησιαστικών αντικειμένων και λίγο έξω από το χωριό οι επίσης πέτρινες εκκλησίες της Αγίας Παρασκευής και της Αγίας Τριάδος.
Πολυκάστανο: Το χωριό είναι χτισμένο στις κατάφυτες πλαγιές της ανατολικής προέκτασης του παλιοκριμηνίου (πιο ψιλή κορυφή του όρους Βοΐο υψομ 1810μ ),ακριβώς απέναντι βρίσκεται το βουνό Κλέψιος (υψομ 1200μ) και είναι από τα πιο ορεινά χωριά του Βοΐου. Το παλαιότερο όνομα του Πολυκάστανου ήταν Κλεπίστι[ Έχει έναν δικό του ιδιαίτερο γραφικό χαρακτήρα που βασίζεται στην ξεχωριστή αρχιτεκτονική των πετρόκτιστων σπιτιών του και στην ιδιομορφία του φυσικού περιβάλλοντος.
Τσοτύλι: Το Τσοτύλι είναι κωμόπολη του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 59 χλμ. Δ της πόλης της Κοζάνης. Το Τσοτύλι είναι γνωστό για το ιστορικό Γυμνάσιο-Οικοτροφείο που λειτούργησε ήδη από τα χρόνια της τουρκοκρατίας, την εβδομαδιαία αγορά Τσοτυλίου γνωστή στο παρελθόν ως Καρί Παζάρ που γίνονταν και γίνεται κάθε Σάββατο με μεγάλη απήχηση στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και με τις πρώτες αντιστασιακές ομάδες μη εαμικών και εαμικών κατά της ιταλικής κατοχής. Οι Ιταλοί αντιδρώντας πυρπόλησαν το Τσοτύλι στις 28 Μαρτίου 1943. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες για το θέμα του ονόματος του χωριού από “Τζοτήλι” και ως ευηχότερο μετατράπηκε σε Τσοτύλι., αλλού αναφέρεται ως “Τουτζούλ” ενώ ο Κωνσταντίνος Αγγελής , καθηγητής στο γυμνάσιο Τσοτυλίου , υποστήριξε πως το Τσοτύλιον λεγόταν “Κοτύλιον” που σημαίνει το κοίλο , το βαθούλωμα – κουτάλι και απο Κοτύλιον μετατράπηκε σε Τσοτύλιον.
Γρεβενά Κυριακή 04/05
Γρεβενά
Δοτσικό: Το Δοτσικό είναι η βορειότερη κοινότητα του νομού Γρεβενών σε υψόμετρο 1.060 μέτρων και θεωρείται, όχι άδικα, πολιτιστικό σταυροδρόμι, αφού στους κόλπους του συναντώνται οι κτηνοτροφικές πρακτικές των Βλάχων, με τις δεξιότητες των μαστόρων της Ηπείρου και τις συνήθειες των Κουπατσαραίων. Η σημερινή ονομασία Δοτσικό είναι του αιώνα μας. Εως το 1940, αναφέρεται και ως Δούτσικον. Η ονομασία που μας παραδόθηκε είναι Ντουσκό ή Ντουτσκό,όπως ακριβώς αναφέρεται στο τραγούδι του Ισμαήλ Αγά. Αξεπέραστο δείγμα λαϊκής αρχιτεκτονικής του χωριού, θεωρείται το μονότοξο πέτρινο εντυπωσιακό γεφύρι του, το οποίο είναι χτισμένο στο μεγαλύτερο υψόμετρο απ’ όλα τα γεφύρια της Μακεδονίας και είναι το μοναδικό της περιοχής, όπου βρίσκεται μέσα σε οικισμό. Κάτω από τη μοναδική καμάρα του κυλά ο ποταμός Δοτσικιώτης, παραπόταμος του Βενέτικου, ο οποίος χωρίζει το χωριό σε δύο συνοικισμούς( Τσιγκέλ και Κιατσαβίκ Μαχαλά). Το γεφύρι εικάζεται ότι είναι χτισμένο το 1804 και αποδίδεται σε Γιαννιώτες μαστόρους. Μία δεύτερη εκδοχή αναφέρει πως χτίστηκε γύρω στα 1870 από μαστόρους του Δοτσικού και της Καλλονής Είναι ένα κτίσμα λαϊκότροπης Ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής, μονότοξης καμαρωτής μορφής, όπως είναι όλα ή καλύτερα τα περισσότερα σωζόμενα γεφύρια της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας, που κατασκευάστηκαν στους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας.
Έχει μήκος 24 μέτρα, πλάτος 4 μέτρα και το ύψος του θεωρείται αρκετά χαμηλό, μόλις στα 4 μέτρα. Στο κλειδί του τόξου στη νότια όψη του γεφυριού, υπάρχει λιθανάγλυφη μορφή, πιθανόν για αποτροπή του κακού. Έχει μάλιστα κηρυχθεί ως διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1990. Το υπέροχο θέαμα συμπληρώνουν η βρύση αλλά και ο τεράστιος πλάτανος που σκεπάζει τη λιθόστρωτη πλατεία. Πολύ όμορφη και γραφική είναι η βρύση «Σιώποτος» (1935) στο νότιο άκρο του χωριού. Οι λεκάνες της είναι ξύλινες και στηρίζεται σε 2 κολώνες, ενώ η σκεπή της είναι πλίνθινη. Υπάρχουν αξιόλογα θρησκευτικά μνημεία με σημαντικότερο όλων την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, χτισμένη το 1865.Ακόμη έχει το ξωκλήσι του Αγίου Αθανασίου στη θέση «Κιάφα» καθώς και της Αγίας Παρασκευής στην είσοδο του χωριού. Επιπλέον, τα περισσότερα γυρίσματα της κινηματογραφικής ταινίας του Θεόδωρου Αγγελόπουλου: «Ο Μεγαλέξανδρος» έγιναν στο Δοτσικό. Ένας περίπατος στα καλντερίμια του χωριού και τα πέτρινα σπίτια που θυμίζουν μικρούς πύργους, σε μεταφέρουν σε αλλοτινές νοσταλγικές εποχές. Επειδή το Δοτσικό βρίσκεται πολύ κοντά σ’ ένα ωραίο πευκόδασος, μπορεί κανείς να αναζωογονηθεί κάνοντας μικρούς ή μεγάλους περιπάτους σε πολύ ωραίες τοποθεσίες όπως: «Το μελίσσι» μια μικρογραφία των Μετεώρων, το «Βαένι» όπου υπάρχει ένας μικρός καταρράκτης. Στη θέση «Ογλάς» θα θαυμάσει κανείς απομεινάρια άλλης ζωής, συγκεντρώνοντας απολιθωμένα όστρακα. Μια άλλη προσφορά της φύσης του Δοτσικού είναι η μεγάλη ποικιλία μανιταριών.
Μνημείο Αννίτσας: «Γαντζωμένο» στα 1728 μέτρα, σε μία εκπληκτική τοποθεσία με απεριόριστη θέα στο όρος Λύγκος, μεταξύ των κοινοτήτων Φιλιππαίων και Σαμαρίνας, δυτικά της πόλης των Γρεβενών, βρίσκεται το εντυπωσιακό Μνημείο της Αννίτσας. Πήρε το όνομά του από το Υψωμα «Αννίτσα» και είναι αφιερωμένο στις 120 ψυχές των Γρεβενιωτών αξιωματικών και οπλιτών που έπεσαν μαχόμενοι στα βουνά της Αλβανίας κατά τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο (1940-41). Το Μνημείο Αννίτσας αποτελεί ένα ιστορικό σύμβολο ύψιστου ηρωισμού και ενάρετου αγώνα για την ελευθερία. Στο Μνημείο της Αννίτσας αυτό που θα σας τραβήξει αρχικά την προσοχή, εκτός από τη μοναδική τοποθεσία, είναι ο μεγάλος μαρμάρινος λευκός σταυρός, που βρίσκεται στην κορυφή, ως έμβλημα θρησκευτικό και της ρήσεως του Αγίου Κοσμά. Ξεχωρίζει επίσης το υπερμέγεθες ομοίωμα κράνους μαχητή, πάνω σε κτίσμα οστεοφυλακίου του οποίου η θέα προκαλεί δέος και έκσταση, σύμβολο του νεαρού μαχητή του έπους 1940-41. Δεξιά και αριστερά του κράνους θα δείτε δύο στήλες μαρμάρινες, στις οποίες είναι χαραγμένα τα ονόματα των πεσόντων καθώς και μαρμάρινες πλάκες, στις οποίες αναγράφονται τα ονόματα των πόλεων που κατέλαβαν τα ελληνικά στρατεύματα το 1940-41. Παράλληλα, υπάρχουν μαρμάρινα στοιχεία σε φυσικό μέγεθος. (Τα ανάγλυφα κατασκεύασε ο γλύπτης Χ. Χασιώτης, εκ Τρικάλων) ήτοι: Ανάγλυφο του μαχόμενου στρατιώτη του 1940-44, ανάγλυφο της φορτωμένης πυρομαχικά Γρεβενιώτισσας, ανάγλυφο ιππέα μαχητή 1940-41, ανάγλυφο μεταφερομένου από βόδια πυροβόλου, με συνοδεία άμαχου Γρεβενιώτη.
Σαμαρίνα: Η Σαμαρίνα είναι ονομαστό Βλαχοχώρι της Βόρειας Πίνδου, που βρίσκεται κοντά στα σύνορα Δυτικής Μακεδονίας και Ηπείρου. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά σε υψόμετρο 1.600 μ. στις Β.Α. πλαγιές του όρους Σμόλικα (2.637 μ.) και είναι το ψηλότερο χωριό, όχι μόνο της χώρας μας αλλά και των Βαλκανίων. Βρίσκεται χτισμένη μέσα σε υπέροχη και σπάνια πανίδα, έχει άφθονα κρύα νερά, ασύγκριτες φυσικές καλλονές και για αυτά της τα προσόντα την είπαν και την βάφτισαν «Ωραία Σαμαρίνα». Το χωριό έχει οκτώ εκκλησίες και είναι διαιρεμένη σε τέσσερις μεγάλες συνοικίες ή ενορίες της Μεγάλης Παναγίας, του Αγίου Αθανασίου, του Προφήτη Ηλία και της Μικρής Παναγίας. Οι κάτοικοι της Σαμαρίνας Γρεβενών έχουν κάθε λόγο να καμαρώνουν για τον μητροπολιτικό ναό τους, τη Μεγάλη Παναγιά. Εκεί οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάζουν κάτι που δεν βλέπουν συχνά. Ένα δέντρο να βγαίνει μέσα από το ιερό της εκκλησίας. Η εκκλησία χτίστηκε το 1812. Τότε δεν υπήρχε το πεύκο. Το πεύκο φύτρωσε στις αρχές του 20ου αιώνα, μέσα στην εκκλησία, η οποία προϋπήρχε. Μεγάλωσε, «τρύπησε» την οροφή του ιερού και σήμερα, πάνω από 100 χρόνια μετά, στέκει περήφανο, σαν να βγαίνει από τα σπλάχνα του ναού. Τοιχογραφήθηκε δέκα χρόνια αργότερα από Σαμαριναίους αγιογράφους, ενώ ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το ξυλόγλυπτο χρυσωμένο τέμπλο της εκκλησίας.
Χιονοδρομικό Κέντρο Βασιλίτσας: 42 χιλιόμετρα από τα Γρεβενά και στην καρδιά της Πίνδου βρίσκεται η Βασιλίτσα, σε ύψος 2.249 μέτρων και που ξεπερνά τα όρια της Δυτικής Μακεδονίας, «πατώντας» πέρα από τα Γρεβενά και στο νομό Ιωαννίνων. Και είναι εδώ, στις πιο ψηλές πλαγιές του όρους Λίγγος που το 1975 ιδρύθηκε το Χιονοδρομικό Κέντρο Βασιλίτσας. Διαθέτει 7 αναβατήρες (2 εναέριους, 5 συρόμενους, 1 παιδικό ) και 18 πίστες όπου δύο απ αυτές έχουν χαρακτηρισθεί από την F.I.S Ολυμπιακών προδιαγραφών, η πίστα Δίας ( στον διθέσιο ) και η πίστα Τυμφαία .
Δίστρατο: Η ονομασία του χωριού δίνει και την προνομιακή γεωγραφική του θέση. Είναι πάνω σε δύο στράτες. Η μια για την Κόνιτσα και η άλλη για τα Γρεβενά. Το Δίστρατο απέχει 110 χιλιόμετρα από τα Ιωάννινα και 61 από τα Γρεβενά. Από την κωμόπολη της Κόνιτσας το χωρίζουν 54 χιλιομέτρα. Στα 14 χιλιόμετρα της διαδρομής για τη Βασιλίτσα, το τοπίο εναλλάσσεται και ο επισκέπτης θαυμάζει τα δάση της πεύκης, ενώ στη συνέχεια απολαμβάνει τα αλπικά λιβάδια με τα ρόμπολα και τις οξυές. Για τους λάτρεις της φύσης, τους περιπατητές, εκεί περνάει και το σηματοδοτημένο μονοπάτι Ε6 με την άγρια φυσική ομορφιά, που από το Δίστρατο οδηγεί στην Σαμαρίνα και την Βοβούσα, διασχίζοντας τον Σμόλικα και την χαράδρα του Αώου. Στο χωριό πέραν από τα λιθόστρωτα καλντερίμια αναπαλαιώθηκαν και μπήκαν ξανά σε λειτουργία όλο το χρόνο το παραδοσιακό μαντάνι και η νεροτριβή. Επίσης, υπάρχει εκτροφή πέστροφας που μπορείτε να απολαύσετε στις παραδοσιακές ταβέρνες του. Γνωστό στην βλάχικη γλώσσα ως Μπριάζα ή Βριάζα, το Δίστρατο φημιζόταν για την αναπτυγμένη υλοτομία, την ευρηματικότητα των κατοίκων του στην αξιοποίηση των ορμητικών νερών και την θεραπεία των πληγωμένων ζώων με τα κατράμια.
Πάδες: Ως ένας από τους πιο βουνίσιους οικισμούς στα ορεινά των Ιωαννίνων, οι Πάδες διαθέτουν την κοντινότερη πρόσβαση στη Δρακόλιμνη του Σμόλικα, καθώς είναι χτισμένοι στις νότιες παρυφές του, στο επιβλητικό υψόμετρο των 1.140 μέτρων (η λίμνη εντοπίζεται στα 2.150 μέτρα). Η πρώτη φορά που συναντάμε το χωριό στις ιστορικές πηγές της ευρύτερης περιοχής είναι στα 1692, αν και η ίδρυσή του θεωρείται παλιότερη. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις οι πρώτοι κάτοικοι ήρθαν από το Ζαγόρι, η δε ονομασία Πάδες προέρχεται –κατά πάσα πιθανότητα– από τη βλάχικη λέξη «πάντε», η οποία σημαίνει «ίσιωμα». Λίγο έξω από τον οικισμό βρίσκεται ένας χαρακτηριστικά ογκώδης βράχος, τον οποίον οι ντόπιοι αποκαλούν «Πέτρινη Γριά». Μέσα στο χωριό, τώρα, θα δείτε άφθονα παραδοσιακά σπίτια σκεπασμένα με τσίγκια, καθώς τα κεραμίδια δεν είναι πρακτικά για τόσο ορεινά τοπία. Αξίζει βέβαια να περάσετε και από την κεντρική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία οικοδομήθηκε το 1784 (έχει και τοιχογραφίες του 1823). Ακόμα παλιότερη θεωρείται η Παναγία του Κάτω Μαχαλά, κάτι φανερό από τις εικόνες του 16ου και 17ου αιώνα που φιλοξενεί. Περαιτέρω εκκλησίες που αξίζει να επισκεφθείτε είναι ο Άγιος Δημήτριος, σε ένα όμορφο ύψωμα στα ανατολικά του οικισμού, το παλιό εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία σε ένα άλλο ύψωμα προς τα νότια –ανάμεσα σε πεύκα και βελανιδιές– και ο Άγιος Αθανάσιος. Περάστε ωστόσο και από το μνημείο για τους πεσόντες στην κεντρική πλατεία, το οποίο τιμά την καταστροφή του χωριού από τους Γερμανούς, τον Οκτώβρη του 1943. (Οι φίλοι της πεζοπορίας, ασφαλώς, θα διαλέξουν τους Πάδες ως βάση υπέροχων διαδρομών προς τις ορεινές ομορφιές της γύρω περιοχής. Πρώτα-πρώτα προς τη Δρακόλιμνη, αφού, όπως είπαμε, το χωριό διαθέτει την κοντινότερη πρόσβαση προς τα εκεί. Επιπλέον, υπάρχει και μονοπάτι ανάβασης στον Σμόλικα, αλλά και το μονοπάτι του Αώου (αυτό θα το πάρετε κατά τους θερινούς μήνες, ωστόσο, για να το συνδυάσετε και με μια δροσερή βουτιά), ενώ θα βρείτε και το Στόντζι: ένα αναρριχητικό πεδίο με διαδρομές τόσο για αρχάριους, όσο και για έμπειρους επισκέπτες. (Αν θες το βάζεις, εγώ λέω όχι) Τέλος, ρωτήστε τους Παδιώτες για τη λεγόμενη «Παγωμένη Σπηλιά»: χάρη στη μορφολογία του υπεδάφους και την ύπαρξη υπόγειων στοών, μεταφέρεται ισχυρό ρεύμα αέρα προς την επιφάνεια, που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό εάν βάλετε το χέρι σας στην τρύπα της.
Άρματα: Σε απόσταση 10 χλμ. απο τους Πάδες και 46 χλμ από την Κόνιτσα και αφού περάσετε την απόκρημνη διάβαση της Σκάλας φτάνετε στα Άρματα. Το χωριό είναι κτισμένο στα 1030μ. στις πλούσιες σε νερά και κατάφυτες με μαυρόπευκα πλαγιές της κορυφής Σμίλιανος του Σμόλικα. Εικάζεται πως τα Άρματα οφείλουν την ονομασία τους στην ενασχόληση τον κατοίκων τους στα παλιά χρόνια, με την κατασκευή ειδών οπλισμού. Στο κέντρο του οικισμού, δίπλα από το πετρόχτιστο σχολείο, βρίσκεται ο ναός του Αγίου Νικολάου, που κτίστηκε μετά το πέρασμα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στα τέλη του 18ου αιώνα και αγιογραφήθηκε από Σαμαριναίους αγιογράφους. Στην είσοδο του χωριού μάλιστα, πάνω σε υπεραιωνόβια βελανιδιά σώζεται ο σταυρός που τοποθετήθηκε εκεί από τον Άγιο. Στα Άρματα θα σας εντυπωσιάσει το μοναδικό εν λειτουργία νεροπρίονο της περιοχής, το οποίο έχει ανακατασκευαστεί κατά τον παλιό παραδοσιακό τρόπο με ξύλινες καρούτες στη θέση παλιότερου νεροπρίονου καθώς και ο παλιός πέτρινος νερόμυλος που βρίσκεται λίγο πιο κάτω.
Παλαιοσέλι: Το Παλιοσέλλι απέχει 31 χμ. από την Κόνιτσα και είναι κτισμένο σε υψόμετρο 1080μ στις νότιες πλαγιές του Σμόλικα. Χαρακτηρίζεται από τα πολλά νερά, το μεγάλο υψόμετρο, την πυκνή βλάστηση και την ωραία θέα προς τις απέναντι κορυφές της Τύμφης. Είναι πολύ πιθανό πως στη σημερινή θέση του Παλιοσελλίου βρισκόταν ένας από τους αρχαίους οικισμούς που πιστεύεται ότι υπήρχαν στη λάκκα του Αώου κατά τη ρωμαική εποχή. Ιδιαίτερα στοιχεία του Παλιοσελλίου και των υπολοίπων χωριών, που συναντά κανείς στη διαδρομή της λάκκας του Αώου από εδώ και πέρα, είναι η βλάχικη διάλεκτος και η εξειδίκευση των κατοίκων σε επαγγέλματα, που έχουν άμεση σχέση με την εκμετάλλευση των δασών (υλοτόμοι, πριονάδες κά). Επίσης εκτός από την ενασχόλησή τους με την γεωργοκτηνοτροφία, ορισμένοι άντρες του χωριού ήταν αγωγιάτες και μυλωνάδες, ενώ αρκετοί ταξίδευαν για δουλειά σε διάφορα μέρη της σημερινής Ελλάδας, στην Κωνσταντινούπολη και στη σημερινή Ρουμανία. Άξια επίσκεψης και θαυμασμού είναι η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, η οποία σταδιακά έχει πάρει μια θεαματική κλίση προς τα αριστερά από καθίζηση και παραμένει έκτοτε στέρεα στην θέση της. Είναι τρίκλιτη ξυλόστεγη βασιλική και εσωτερικά ο ναός, που χτίστηκε το 1864, είναι κατάγραφος με τοιχογραφίες του 19ου αιώνα με όμορφο τέμπλο, αξιόλογες εικόνες χιονιαδίτικης ζωγραφικής και ξυλόγλυπτο ταβάνι του 1871. Περπατώντας στο χωριό θα βρείτε την πλακόστρωτη πλατεία με τον υπεραιωνόβιο πλάτανο και την περίτεχνη βρύση στο πλάι της, το κτίριο του δημοτικού σχολείου και τα λιγοστά πέτρινα σπίτια. Επἰσης μπορείτε να επισκεφτείτε το Λαογραφικό μουσείο που στεγάζεται στο χώρο του κλειστού πλέον δημοτικού σχολείου. Φιλοξενεί εκθέματα από την καθημερινή ζωή του χωριού, έκθεση παλιών φωτογραφιών καθώς και έργα καλλιτεχνών του χωριού. Αξίζει ακόμη να επισκεφθείτε τον νερόμυλο του Καπέτη, που βρίσκεται σε σχετικά κοντινή απόσταση από την Κόνιτσα. Ο συγκεκριμένος νερόμυλος, λειτουργούσε και προσέφερε τις υπηρεσίες του μέχρι τα τέλη του ’70 και κατά τη σημερινή εποχή έχει ανασκευαστεί. Είναι βυζαντινού ή ανατολικού τύπου και σύμφωνα με πληροφορίες, χτίστηκε το μακρινό 1846. Έχει χτιστεί σε πλαγιά με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκμεταλλεύεται την ορμητική δύναμη του νερού κατά την πτώση του. Σχετικά με το μηχανισμό του, η φτερωτή είναι οριζόντια.
Κόνιτσα: (ή Κόνιτα στα βλάχικα) Φωλιασμένη καθώς είναι η πόλη στην πλαγιά του όρους Τραπεζίτσα σε υψόμετρο 650 μέτρων, αμφιθεατρικά χτισμένη πάνω από την ομώνυμη πεδιάδα όπου οι παραπόταμοι Βοϊδομάτης και Σαραντάπορος συναντούν τον Αώο, η Κόνιτσα σας χαρίζει μερικές μοναδικές εικόνες καθώς την προσεγγίζετε. Η χαρακτηριστικότερη όμως και πιο εντυπωσιακή είναι αυτή στην είσοδό της, με το θεαματικό μονότοξο γεφύρι της Κόνιτσας να υποδέχεται τους επισκέπτες. Πρόκειται για το μεγαλύτερο του είδους του στα Βαλκάνια, με άνοιγμα 36 μέτρα και ύψος 20 μέτρα πάνω από τον Αώο, στη χαράδρα του οποίου σηματοδοτεί την είσοδο. Χρειάστηκαν 50 μάστορες με επικεφαλής πρωτομάστορα τον Ζιώγα Φρόντζο από την Πυρσόγιαννη, για τη θαυμαστή πέτρινη κατασκευή του 1871, η οποία στέκεται αγέρωχη στο νοτιοδυτικό άκρο της πόλης. Μην παραλείψετε να παρατηρήσετε το καμπανάκι κάτω από την καμάρα της γέφυρας, που ανάλογα της έντασης του ανέμου χτυπά ώστε να προειδοποιήσει τους περαστικούς όταν δεν πρέπει να τη διασχίσουν. Δεν είναι όμως μόνο το μονότοξο γεφύρι που εντυπωσιάζει με την αρχιτεκτονική του. Και η ίδια η πόλη, ιδιαίτερα η Άνω Κόνιτσα χαρακτηρισμένη με προεδρικό διάταγμα ως παραδοσιακός οικισμός, είναι γεμάτη αξιόλογα δείγματα της ηπειρώτικης αρχιτεκτονικής και της κατασκευαστικής δεινότητας των μαστόρων της. Ακολουθήστε τα ανηφορικά καλντερίμια εκατέρωθεν του Δημαρχείου για να εντοπίσετε μερικά από τα ωραιότερα πετρόχτιστα σπίτια της πόλης, αλλά και ένα από τα εναπομείναντα δείγματα της Οθωμανικής περιόδου, το Οικιστικό συγκρότημα της Χάμκως. Τα μισογκρεμισμένα κτήρια που το αποτελούν ανάγονται στον 18ο-19ο αιώνα κι αυτά που κυρίως σώζονται σήμερα είναι η αψιδωτή είσοδος και ένας από τους ψηλούς πύργους, μάρτυρες της εποχής που εδώ υπήρχε το σεράϊ του παππού του Αλή Πασά, Ζεϊνέλ Μπέη. Ακόμη πιο εντυπωσιακό, το τζαμί του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς θα το εντοπίσετε ανηφορίζοντας από το γεφύρι στην πόλη χάρη στον ψηλό μιναρέ του και θα το επισκεφθείτε για τη φωτογραφική έκθεση που στεγάζεται στο κτήριο που λειτουργούσε ως μουσουλμανικό σχολείο και παρουσιάζει την ιστορία του τόπου και τα αξιόλογα μνημεία του. Τα χριστιανικά μνημεία της Κόνιτσας δεν είναι άλλα από τις δύο εκκλησίες, τον εντυπωσιακό πέτρινο ενοριακό ναό Αγ. Δημητρίου του 1842, με την υπέροχη θέα από τον περίβολό του με το θεόρατο πλάτανο, και το ναό Αγ. Κοσμά του Αιτωλού με το περίφημο ξυλόγλυπτο τέμπλο, εξαίρετο δείγμα μιας ακόμη τέχνης που άνθιζε στην περιοχή, αυτή της ξυλογλυπτικής. Αξίζει ακόμη η κατηφορική διαδρομή ως το σπουδαίο οικοδόμημα όπου στεγάζονταν η Αναγνωστοπούλειος Γεωργική Σχολή, ένα μεγάλων διαστάσεων πέτρινο κτήριο σχεδόν 100 ετών, στο οποίο για αρκετά χρόνια λειτουργούσε Γεωργική Σχολή, εφαρμόζοντας πρωτοποριακές εκπαιδευτικές μεθόδους, αλλά σήμερα παραμένει αναξιοποίητο. Μικρότερης κλίμακας πέτρινα κτήρια, σπίτια αυτή τη φορά, θα συναντήσετε κάνοντας τη βόλτα σας στο δρομάκι της παλιάς αγοράς, που ακολουθώντας το από την πέτρινη βρύση στο κέντρο της πόλης, θα βρεθείτε μπροστά στο εντυπωσιακό Ξενοδοχείον Πίνδος, μια εγκαταλελειμμένη πλέον κατασκευή του 1950. Μην χάσετε την βόλτα σας στο Μουσείο Οίνου και Αμπέλου το οποίο εντάχθηκε στο πλαίσιο του έργου Wine Net και είναι αφιερωμένο στις αμπελουργικές περιοχές της Ηπείρου -κυρίως τη Ζίτσα και το Μέτσοβο -, το μικρό αλλά κατατοπιστικό αυτό μουσείο κοντά στην είσοδο της Κόνιτσας, θα σας μυήσει με εύληπτο τρόπο στα βασικά στάδια παραγωγής κρασιού και τις τοπικές ποικιλίες, από τη Ντεμπίνα και το Βλάχικο ως το Μπεκάρι και το Μαυρούδι Κόνιτσας. Διαρκώς ανερχόμενος προορισμός θρησκευτικού τουρισμού η Κόνιτσα, αφού εδώ έζησε ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης τα χρόνια που πήγαινε ακόμη σχολείο, κι αφού η οικογένειά του είχε ήδη φύγει από την Καππαδοκία κατά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924. Από το 1926 που έφτασε στη γραφική κωμόπολη, πέρασε εδώ συνολικά 26 χρόνια. Στο ταπεινό σπίτι του στο κέντρο της πόλης θα σας ξεναγήσει ο κύριος Χρήστος Εζνεπίδης, ανιψιός του αγίου, και καθώς θα βλέπετε φωτογραφίες, εικόνες και τα βιβλία που μελετούσε, θα μαθαίνετε για τα 5 χρόνια που υπηρέτησε στον εμφύλιο, το μοναστικό του βίο στο Άγιο Όρος και τα 3 χρόνια ασκητισμού στο όρος Σινά. Όσο για τα ξύλινα αντικείμενα που εκτίθενται στην οικία του, τα είχε σκαλίσει ο ίδιος στον τόρνο την εποχή που δούλευε ως ξυλουργός.