Άρθρο του
Στέφανου Μάνου
Η κυβέρνηση Σημίτη καθιέρωσε, νομίζω, τον όρο ‘οι έχοντες και κατέχοντες’. Έκτοτε χρησιμοποιείται αδιακρίτως τόσο από την κυβέρνηση της Ν.Δ. όσο και από τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Είναι ένας όρος που ικανοποιεί τον φθόνο που αισθανόμαστε για όσους επέτυχαν κάτι περισσότερο από εμάς.
Η λογική του Φόρου Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας (ΦΜΑΠ) στηρίζεται στον όρο: Να πληρώσουν ‘οι έχοντες και κατέχοντες’. Η κυβέρνηση επαναφέρει σε ισχύ τον ΦΜΑΠ, η δε αντίρρηση της Ν.Δ. δεν στηρίζεται σε κάποιο ζήτημα αρχής, αλλά στο ύψος της αξίας απ΄ όπου αρχίζει η φορολογία.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η ΔΡΑΣΗ εξέφρασε την άποψη ότι η φορολογία της ακίνητης περιουσίας θα έπρεπε να περιορίζεται αυστηρά σε φορολογία της υπεραξίας και σε ανταποδοτικό τέλος βασισμένο στην έκταση (και όχι την αξία) του οικοπέδου προσαυξημένη με τα δικαιώματα οικοδόμησης του.
Με ένα παράδειγμα θα προσπαθήσω να εξηγήσω τη θέση μας. Στην Εκάλη (όπου σύμφωνα με γενική παραδοχή κατοικούν οι έχοντες και κατέχοντες) κανένα οικόπεδο δεν έχει αντικειμενική αξία μικρότερη του ενός (1) εκατομμυρίου ευρώ. Όποιος αγοράζει σήμερα οικόπεδο στην Εκάλη πρέπει να διαθέσει ποσό μεγαλύτερο από ένα εκατομμύριο ευρώ.
Πριν από 40 χρόνια (από επίσημα στοιχεία) η αξία της γης στην Εκάλη ήταν το 0,91% της σημερινής αξίας. Σε 40 χρόνια η αξία της γης αυξήθηκε 110 φορές.
Έστω λοιπόν ότι αγόρασε κάποιος το 1969 ένα οικόπεδο 2 στρεμμάτων στην Εκάλη και έκτισε ένα σπίτι όπου έκτοτε ζει. Για το οικόπεδο πλήρωσε 1.000.000 δραχμές ή 33.300 δολάρια. Η αντικειμενική αξία του οικοπέδου σήμερα είναι 2.500.000 ευρώ. Ο αγοραστής είναι σήμερα συνταξιούχος.
Μόλις εφαρμοστεί ο ΦΜΑΠ εκτιμώ ότι ο συνταξιούχος αγοραστής του 1969 θα κληθεί να πληρώνει περί τις 25.000 ευρώ ετησίως επειδή θεωρείται ότι είναι έχων και κατέχων. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει είτε να πουλήσει το σπίτι του, είτε να το τεμαχίσει σε πολλές ιδιοκτησίες για να περιορίσει τη δυσβάστακτη φορολογία.
Το άρθρο 17 του Συντάγματος προβλέπει ρητά ότι η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους. Προβλέπει επίσης ότι κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του αν δεν προηγηθεί πλήρης αποζημίωση.
Θα πουν μερικοί ότι, καλά, 1% στην αξία της ακίνητης περιουσίας δεν είναι προς θάνατον. Αν όμως λόγω δημοσιονομικών αναγκών το 1% γίνει 4% δεν θα πρόκειται περί δήμευσης σε δόσεις; Από ποιο σημείο και πέρα μετατρέπεται ο ΦΜΑΠ σε εργαλείο απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας;
Η άποψη που εξέφρασε η ΔΡΑΣΗ ήταν (μένω πάντα στο παράδειγμα) ότι ο συνταξιούχος αγοραστής του 1969 θα έπρεπε να φορολογηθεί αν αποφάσιζε να πουλήσει το σπίτι του με το οικόπεδο του. Τη στιγμή εκείνη θα είχε ταμιακή ρευστότητα και θα φορολογείτο για το κέρδος (υπεραξία) που πραγματοποίησε μεταξύ αγοράς και πώλησης. Μάλιστα το κέρδος αυτό θα έπρεπε να φορολογηθεί ενιαία με τα υπόλοιπα εισοδήματα του.
Εκτός από τη φορολογία της υπεραξίας το ακίνητο στην Εκάλη θα έπρεπε να πληρώνει ένα ετήσιο τέλος σε ανταπόδοση των υπηρεσιών που προσφέρει (ή έπρεπε να προσφέρει) το κράτος. Καθαριότητα, ασφάλεια, αστυνόμευση, αποχέτευση, ύδρευση, ηλεκτρικό, γκάζι, τηλέφωνο, πεζοδρόμια, συντήρηση δρόμων, κλπ. Το τέλος θα πρέπει να συνδέεται με την έκταση του οικοπέδου και τα δικαιώματα οικοδόμησης του και όχι με την αξία του οικοπέδου δεδομένου ότι οι παρεχόμενες υπηρεσίες πρέπει να είναι ίδιες είτε πρόκειται για φθηνές είτε για ακριβές περιοχές. Με την εφαρμογή ενός τέτοιου τέλους θα έπρεπε να καταργηθούν όλες ανεξαιρέτως οι άλλες φορολογικές επιβαρύνσεις των ακινήτων. Μια τέτοια φορολογία θα είχε και το μεγάλο προσόν της απλότητας και της καθολικότητας.
Σε ό,τι αφορά την ακίνητη περιουσία η κυβέρνηση κάνει το λάθος να επιβάλλει φορολογία που είναι άδικη και δεν στηρίζεται σε ορισμένους απλούς κανόνες ηθικής. Κάνει επίσης το λάθος να σπέρνει την αβεβαιότητα που θα πλήξει τις αναπτυξιακές προοπτικές που προσφέρει ο τουρισμός και το θαυμάσιο ελληνικό κλίμα.