Εδώ και 20 περίπου χρόνια η Ελβετία εφαρμόζει ένα πρωτοποριακό σύστημα καταπολέμησης των ναρκωτικών: με χρήματα των φορολογουμένων, δίνει δωρεάν ηρωίνη στους χρήστες. Στο πρόγραμμα μετέχουν άνθρωποι οι οποίοι είναι ήδη χρήστες και έχουν αποτύχει επανειλημμένα στα παραδοσιακά προγράμματα απεξάρτησης. Κάθε χρήστης δικαιούται μιας συγκεκριμένης ποσότητας ναρκωτικών την εβδομάδα. Η χρήση επιτρέπεται να γίνεται αποκλειστικά σε ειδικά ιατρικά κέντρα. Ο χρήστης μπορεί να απομονωθεί σε ειδικά δωμάτια τα οποία παρακολουθούνται από το ιατρικό προσωπικό. Μέσα στα δωμάτια αυτά μπορεί κανείς να βρει όλα τα απαραίτητα, όπως αποστειρωμένες βελόνες και κομματάκια αλουμινόχαρτου κομμένα σε βολικές διαστάσεις. Στη συνέχεια, ο χρήστης απλώς επιστρέφει στην κανονική του ζωή.
Αλλά ας δούμε καλύτερα, ποια είναι τα αποτελέσματα του εν λόγω συστήματος. Πρώτον, η ηρωίνη η οποία παρέχεται είναι απόλυτα καθαρή, καθότι παρασκευάζεται σε χημικά εργαστήρια. Αυτόματα λοιπόν αποκλείεται ο κίνδυνος θανάτου του χρήστη από νοθευμένη δόση. Δεύτερον, η δοσολογία είναι συγκεκριμένη και η χρήση γίνεται αυστηρά επιτόπου, άρα αποκλείεται και η περίπτωση θανάτου από υπερβολική δόση. Ακόμη, η όλη διαδικασία παρακολουθείται από το ιατρικό προσωπικό και συνεπώς θέματα εξάπλωσης ασθενειών π.χ. λόγω ακάθαρτων βελονών απλά δεν υφίστανται. Οι θάνατοι οι σχετιζόμενοι με τα ναρκωτικά, όπως και το έγκλημα (π.χ. κλοπές) που διεξάγεται από τους χρήστες με σκοπό την εξασφάλιση της δόσης, έχουν μειωθεί σημαντικά.
Τα οφέλη όμως δεν περιορίζονται στον ίδιο τον χρήστη και την ποιότητα της ζωής του, αλλά είναι πάνω από όλα κοινωνικά. Πρώτα απ’όλα το σύστημα αυτό καθιστά τη χρήση ναρκωτικών ουσιών μια απλή ιατρική διαδικασία ρουτίνας. Έτσι αφαιρείται όλη η «αίγλη» που θα μπορούσε να έχει μια τέτοια διαδικασία. Eλάχιστοι θα πάνε σε ένα ιατρικό κέντρο για ξεφύγουν από τα προβλήματά τους και οι «κακές παρέες» συνήθως δεν συχνάζουν στα νοσοκομεία. Επιπλέον, πολλοί λίγοι θα πληρώσουν πανάκριβα κάτι που μπορούν να προμηθευτούν δωρεάν. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ολοένα και λιγότεροι νέοι να γίνονται χρήστες. Ο συνολικός αριθμός φθίνει, ενώ δημογραφικά ο πληθυσμός των χρηστών γερνάει. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο γιατί οι υπάρχοντες χρήστες ζουν περισσότερο αλλά και γιατί λιγότεροι άνθρωποι γίνονται χρήστες.
Τα οφέλη όμως είναι και οικονομικά, ακόμα και γεωπολιτικά. Το εμπόριο ναρκωτικών ουσιών είναι μια παραοικονομική δραστηριότητα εκατοντάδων δισεκατομμυρίων το χρόνο, η οποία φυσικά δεν φορολογείται. Στην αλυσίδα της διακίνησης εμπλέκονται εκατομμύρια άνθρωποι ανά τον κόσμο. Βαρόνοι οι οποίοι διαχειρίζονται τις επιχειρήσεις τους σαν πολυεθνικές και διακινητές από χαμηλά στρώματα της κοινωνίας οι οποίοι ψάχνουν έναν εύκολο τρόπο να βγάλουν μετρητά –και συνήθως είναι οι δεύτεροι αυτοί οι οποίοι καταλήγουν να γεμίζουν τις φυλακές, δαπάνη των φορολογούμενων. Η ελεγχόμενη χορήγηση ναρκωτικών ουσιών από το κράτος δεν επιφέρει μόνο «ένα καίριο πλήγμα» σε όλη αυτή την αλυσίδα. Την καθιστά απλώς άχρηστη.
Αν δε θέλαμε να εθελοτυφλούμε θα μπορούσαμε ίσως και να αναφέρουμε ότι το εμπόριο ναρκωτικών είναι από τους βασικούς χρηματοδότες της διαφθοράς σε δημόσιους φορείς όπως η αστυνομία και τα τελωνεία. Στην Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Μέση Ανατολή ολόκληροι στρατοί τρομοκρατών καταφέρνουν να επιβιώνουν χάρη στο εμπόριο των ναρκωτικών. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η διεθνής τρομοκρατία καταφέρνει να ανθεί σε ορισμένες αναπτυσσόμενες χώρες χρηματοδοτούμενη από τους κατοίκους των αναπτυγμένων κρατών.
Η μέχρι τώρα διαθέσιμες μέθοδοι αντιμετώπισης της κατάστασης ήταν η καταστολή και η ενημέρωση. Και οι δύο δεν έχουν την αναμενόμενη αποτελεσματικότητα. Η πρώτη, γιατί κανένας νόμος δεν θα μπορούσε ποτέ έτσι απλά να αποτρέψει την πώληση ενός προϊόντος με μεγάλη ζήτηση και τεράστια περιθώρια κέρδους. Η δεύτερη, γιατί ο πειρασμός είναι ούτως η άλλως πολύ μεγάλος.
Η υποβοηθούμενη με ηρωίνη θεραπεία έχει καταφέρει τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα ώστε τα τελευταία χρόνια χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο την έχουν εντάξει στο εθνικό σύστημα υγείας τους, ενώ ήδη γίνονται δοκιμές στον Καναδά και το Βέλγιο. Στην Ελλάδα όμως είναι σίγουρο ότι θα αργήσουμε να δούμε τέτοια μέτρα. Όχι βέβαια επειδή το θέμα αποτελεί ταμπού, άλλα διότι η συγκεκριμένη θεραπεία αποτελεί το επόμενο βήμα μετά από επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες απεξάρτησης. Στην Ελλάδα, με τις μακρές λίστες αναμονής για χορήγηση υποκατάστατων, τέτοια μέτρα φαντάζουν ουτοπικά. Ίσως λοιπόν είναι η ώρα να αφήσουμε κατά μέρους προκαταλήψεις και στρουθοκαμηλισμούς και να αναζητήσουμε ειλικρινείς λύσεις. Ίσως θα έπρεπε να δώσουμε περισσότερη προσοχή σε σχετικές μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες το κράτος για κάθε ένα ευρώ που ξοδεύει για θεραπεία από τα ναρκωτικά, εξοικονομεί άλλα δώδεκα από δαπάνες που αφορούν στην υγεία, στην αστυνόμευση και στον σωφρονισμό. Αν λοιπόν το μείζων θέμα της πολιτικής σκηνής είναι η περιστολή των δημοσίων δαπανών, τότε η αντιμετώπιση –και όχι η αναποτελεσματική «καταστολή»- του προβλήματος των ναρκωτικών θα έπρεπε να είναι στην κορυφή της ατζέντας.
Χαράλαμπος Κεβρεκίδης