Η ψυχή λαχταρά να πετά ψηλά, όσο και αν ασφυκτιά, να συναντήσει το Δημιουργό, τον πλάστη και Θεό. Την αδιάψευστη πηγή της πραγματικής χαράς, αγαλλίασης ελπίδας και παρηγοριάς.
Μ’ αυτά τα συναισθήματα που αναδύονται από τα άδυτα βάθη της καρδιάς ξεκίνησαν ομάδες γυναικών καθώς και ανδρόγυνα από τα χωριά Ροδίτη, Μεσσιανής, Ιμέρων και Καρδιάς ως προσκυνητές της Αγίας Παρασκευής της ιεράς Μονής Ηγουμενίτσας, της Παναγίας της Ιεράς Μονής Γηρομερίου Ηγουμενίτσας και του Αγίου Σπυρίδων στην Κέρκυρα.
Με την πρωινή αύρα, τη γλυκιά χαραυγή και την κάθαρση την ψυχική για τη θεία μετάληψη, αναχωρήσαμε σαν ένας άνθρωπος με μια καρδιά και μια ψυχή. Η πρωινή προσευχή με τα μεγαλυνάρια της Παναγίας της Αγίας Παρασκευής και του Αγίου Σπυρίδωνα, που δόθηκαν φωτοτυπημένα σ’ όλους τους προσκυνητές, τόνωσαν περισσότερο τον πόθο, την πίστη, την ευλάβεια. Η ευθεία Εγνατία οδός χωρίς περιστροφές, βοήθησε την ακρόαση του βίου και των θαυμάτων του Αγίου Σπυρίδωνα από τον π. Ηλία και την πρεσβυτέρα.
Με κατάνυξη βαθιά άκουαν τα παράξενα και θαυμαστά, κι αληθινά.
Μια θεία σιωπή βασίλευε. Τα θαύματα είναι υπερλογία, υπερφυσικά. Κατανοούνται με την πίστη στην καρδιά τη σιωπή και την προσκύνηση. Με τη θεία χάρη των καλοπροαίρετων ψυχών. Συνταίριαζαν θαυμάσια με τη σιωπή του φυσικού περιβάλλοντος, που ξετυλίγονταν μπροστά μας και την αποσπερίτη που μας συντρόφευε ως να προβάλει ολόλαμπρος ο ήλιος και να ξυπνήσει όλη την πλάση.
Περάσαμε τα τούνελ και μας υποδέχθηκαν τα πρώτα κελαηδήματα των πουλιών, καθώς κατεβήκαμε για μια ανάπαυλα. Γύρω μας αγκάλιαζαν πελώρια βουνά με διάφορες αποχρώσεις. Ανάμεσα χωριουδάκια σαν αετοφωλιές έδιναν μια άλλη νότα χαρούμενη, ανθρώπινη μεσ’ στη φύση τη μαγευτική.
Πρώτος μας σταθμός τα Ιωάννινα. Επισκεφθήκαμε το Σπήλαιο.
Καθώς η ξεναγός μας ξεναγούσε, βλέποντας το θαυμαστό θέαμα της υπόγειας φύσης του Σπηλαίου, τη διέκοψε αυθόρμητα με στεντόρεια φωνή όλων μας ο ψαλμός: «Τις Θεός μέγας, ως ο Θεός ημών. Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαύμασα μόνος».
Περιδιαβήκαμε κατόπιν τους δρόμους των Ιωαννίνων με τις δεντροστοιχίες και τα καταστήματα αργυροχρυσοχοΐας. Ζωντάνεψε η Ιστορία της Κυρά Φροσύνης στο νησάκι της λίμνης. Φορτίστηκε το φρόνημά μας με εθνική περηφάνια στους αβέβαιους καιρούς που ζούμε.
Αποχαιρετώντας τα ηρωικά Γιάννενα πήραμε το δρόμο για την Ηγουμενίτσα.
Η διαδρομή αντηχεί από δημοτικά τραγούδια και ανέκδοτα. Μια ευάρεστη ατμόσφαιρα επικρατεί. Συγχρόνως ενημερωνόμαστε και για τα διάφορα μέρη που περνάμε. Το βλέμμα μας τώρα είναι καρφωμένο εμπρός. Σε λίγο φθάνομε.
Τα πρώτα ξάρτια των καϊκιών και καραβιών ξεχωρίζουν στους λιμενίσκους.
Η αγωνία κορυφώνεται. Δεν άργησαν, όμως, να μας υποδεχθούν και τα φέρρυ – μποτ στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας. Εκεί μας περίμενε ο π. Ευστάθιος Καλταπανίδης, ο Κοζανίτης με μεγάλη αγάπη και χαρά.
Μας συνόδευσε στο μοναστήρι της οσιομάρτυρας Αγίας Παρασκευής, όπου βρίσκεται ο τάφος της και τα ίχνη σ’ ένα πυρόλιθο κατά την ώρα της προσευχής πριν την αποκεφαλίσουν. Με ευλάβεια και δέος ανάψαμε το αγιοκέρι, ασπασθήκαμε τη θαυματουργό εικόνα της, προσκυνήσαμε τον τάφο της και ψάλλαμε το τροπάριό της. Ανέπεμψε ο καθένας τα αιτήματά του σιωπηλά και ακούσαμε τη μοναχή, να μας εξιστορεί την ιστορία του μοναστηρίου. Είναι κτισμένο σε καταπράσινο περιβάλλον στα σύνορα Ηγουμενίτσας και Πρέβεζας.
Προσφέραμε τα δώρα μας, πρόσφορα, λάδι, καφέ, ζάχαρη συνεχίσαμε την προσκύνησή μας για το μοναστήρι του Γηρομερίου, που είναι αφιερωμένο στην κοίμηση της Θεοτόκου. Ένα μοναστήρι κτισμένο ανάμεσα σε θεόρατα, καταπράσινα βουνά και σε μεγάλο υψόμετρο. Ο δρόμος ανηφορικός, στριφογυριστός. Κάτω έχασκε βαθιά, στενόμακρη χαράδρα. Ήμασταν μετέωροι μεταξύ ουρανού και γης. Το γλυκό κελάδημα των πουλιών μεσ’ από τα πυκνά φυλλώματα των πλατανιών μας κερνούσαν τα ευάρεστα συναισθήματα, ώσπου αντικρίσαμε το ψηλό καμπαναριό, την εκκλησία και τα άλλα κτίσματα η εναγώνια προσμονή μας έπαιρνε αίσιο τέλος.
Μια απλόχωρη πλακόστρωτη αυλή μας υποδέχθηκε μαζί με το μοναχό. Πήραμε μια βαθιά αναπνοή, απλώνοντας το βλέμμα μας στον γύρω ορίζοντα και οδηγηθήκαμε στο ναό. Προσκυνήσαμε με κατάνυξη και ευχαρίστηση, που μας αξίωσε να φθάσουμε στη χάρη της. Οι αγιογραφίες σκοτεινές, σε πολλά μέρη φθαρμένες. Ο χρόνος με τους πολλούς διαφορετικούς καιρούς άφησε τα ίχνη του. Πολλές μπόρες πέρασε. Στάθηκε όμως ορθό με την ευλογία της Παναγίας.
Ανανεωμένοι ψυχικά, σωματικά απ’ την ευλογία και το κρυστάλλινο νερό, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Μα τι παράξενο και θαυμαστό! Ω σαν η Παναγία μας να είχε μετατρέψει τις στριφογυριστές στροφές σε ίσιες, φθάσαμε, χωρίς άγχος και αγωνία στην Ηγουμενίτσα. Μεσημεριάσαμε σ’ ένα παραλιακό εστιατόριο. Όλοι έφαγαν κάτι νηστίσιμο.
Το απόγευμα επιβιβαστήκαμε στο φέρρυ- μποτ για την Λευκίμη. Το ξενοδοχείο έξω από την Κέρκυρα, το «ποταμάκι» μας περίμενε. Τακτοποιηθήκαμε όλοι και παραδοθήκαμε στον ύπνο, για να ξυπνήσουμε η ώρα 7.00 το πρωί, να παρακολουθήσουμε τη θεία λειτουργία στο ναό του Αγίου Σπυρίδωνα.
Πότε κι όλας ξημέρωσε δεν το καταλάβαμε. Όλοι συνεπείς στην ώρα τους, ξεκινήσαμε. Με ειρηνικό πνεύμα και καθαρή ψυχή, σιωπηλά με τάξη, λαχτάρα και φόβο Θεού μπήκαμε στο ναό. Προσκυνήσαμε την θαυματουργό εικόνα του και την ασημένια λάρνακα, όπου φυλάγεται το ιερό σκήνωμά του.
Προσφέραμε τα δώρα μας πρόσφορα, λάδι, ανάψαμε λαμπάδες και αγιοκέρια και καθίσαμε στα στασίδια. Σε λίγο έβαλε «ευλογητός» ο πατήρ Ηλίας με τους άλλους ιερείς του ναού. Μια μυστινόθεια κάλυπτε τα πρόσωπα όλων μας. Ο Άγιος ωσάν να ήταν ζωντανός, μιλούσε στην ψυχή του καθενός και του έδιδε ψυχική αγαλλίαση και ευφροσύνη.
Στο «Μετά φόβου Θεού και αγάπης προσέλθετε» όλοι με τάξη, ευλάβεια και φόβο Θεού, προσήλθαν στο Άγιο Ποτήριο και κοινώνησαν. Ευλογημένοι κι αγιασμένοι αξιώθηκαν να ασπασθούν το ιερό σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνα, όταν οι ιερείς άνοιξαν την ασημένια λάρνακα του θαυματουργού αγίου.
Κόσμος πολύς έμπαινε και προσκυνούσε. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε, η τάξη και η ευλάβεια των Ρώσων προσκυνητών. Με τι προσοχή παρακολουθούσαν τη θεία λειτουργία! Με τι ευλάβεια!, πατεράδες πήγαιναν τα μικρά να μεταλάβουν!
Σου έκαμναν το καλύτερο κήρυγμα και σε ήλεγχαν με τη στάση και τη συμπεριφορά τους. Οι γυναίκες όλες καλυμμένες στο κεφάλι και στο σώμα, όχι ημίγυμνες. Είχαν συναίσθηση του χώρου.
Πήραμε λαδάκι ως ευλογία του αγίου, καθώς και κομματάκι υφάσματος από τα παπούτσια, που του αλλάζουν κάθε χρόνο και κατευθυνθήκαμε προς τη Μητρόπολη.
Εκεί μας υποδέχθηκε εγκάρδια ο Μητροπολίτης κ.κ. Νεκτάριος. Πρόσφερε σ’όλους μία εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα και από ένα βιβλίο του «Άφες ημίν».
Ο πρωτοσύγκελος π. Θεμιστοκλής μας πρόσφερε βιβλία για τα κατηχητικά. Ψάλλοντας τη φήμη του σεβασμιωτάτου, πήραμε την ευλογία και φύγαμε.
Επισκεφθήκαμε το Αχίλλειο. Θαυμάσαμε τα έργα τέχνης και το φυσικό περιβάλλον. Περπατήσαμε στα πλακόστρωτα σπιτάκια με τις στοές και τα πολλά παραδοσιακά καταστήματα. Η Κέρκυρα πνιγμένη στο πράσινο και την καταγάλανη θάλασσα μας πρόσφερε τα ωραία ολόφρεσκα ψάρια της σ’ ένα παραλιακό εστιατόριο, όπου γευματίσαμε. Αγναντέψαμε και απολαύσαμε το Ιόνιο πέλαγος.
Χορτάτοι πνευματικά, υλικά, διασχίσαμε την όμορφη Κέρκυρα με τα αξιοθέατά της και φθάσαμε στο λιμάνι της. Ανεβήκαμε στο φέρρυ- μποτ. Το δροσερό, θαλασσινό αεράκι μας λίκνιζε στα ολογάλαζα νερά του Ιονίου και μας κερνούσε πλουσιοπάροχα τη θαλασσινή αύρα. Το μάτι βυθίζονταν στην απεραντοσύνη και ο νους στο υπέρ-πέραν, να συναντήσει το άπειρο, το θείο και αιώνιο. Όσο απομακρυνόμασταν από την όμορφη Κέρκυρα, τόσο αναβίωναν τα ιερά βιώματα καθώς πλησιάζαμε στην Ηγουμενίτσα.
Οι τριανταφυλλένιες ανταύγειες του ηλιοβασιλέματος, έβαψαν με τις πινελιές τους και τα χαρούμενα πρόσωπα μας, ψάλλοντας όλοι μαζί το «Φως ιλαρό» και μας κατηύθυναν για μία στάση στο ολόδροσο, παραδοσιακό Μέτσοβο.
Απολαύσαμε τη δροσιά και το κρυστάλλινο νερό, καθώς και τα παραδοσιακά έργα τέχνης. Ήταν ο τελευταίος σταθμός μας.
Η πούλια πρόβαλε στον έναστρο ουρανό και μας καλούσε να φύγουμε.
Χαρούμενοι επιβιβαστήκαμε στο λεωφορείο, τραγουδώντας δημοτικά τραγούδια. Αντηχούσε σ’ όλη τη διαδρομή η ατμόσφαιρα από γέλια και χαρές. Πότε κι όλας φθάσαμε στην Κοζάνη, δεν το καταλάβαμε.
Με τις καλύτερες ευχές αποχαιρετιστήκαμε, για ένα πολύ, πολύ όμορφο καλοκαίρι με υγεία, ευλογία και χαρά.
Καλλιόπη Καραφύλλη – Κοντού