O τίτλος της εισήγησής μου είναι «100 μέρες στο αξίωμα του Υπουργού Οικονομικών». Δεν ξέρω αν οι άλλοι Υπουργοί Οικονομικών είχαν αντίστοιχες 100 ημέρες, σαν αυτές που είχα εγώ το τελευταίο τρίμηνο.
Είμαι εδώ σήμερα, σε μία, θα έλεγα, εξαιρετικά κρίσιμη καμπή για τη χώρα, για την οικονομία της. Μου ζητήθηκε να μιλήσω για τις πρώτες 100 μέρες ως Υπουργός Οικονομικών. Όλοι γνωρίζετε ότι πριν από 100 και κάτι μέρες, ανέλαβε μία νέα Κυβέρνηση, με μία πολύ καθαρή εντολή από τους Έλληνες πολίτες, και παρέλαβε μία εξαιρετικά δύσκολη οικονομική κατάσταση.
Παρέλαβε τον απόλυτο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Παρέλαβε προβλήματα που υπέβοσκαν για πολλά χρόνια και ήρθαν στην επιφάνεια, εξαιτίας της διεθνούς κρίσης. Και, βέβαια, μία ελληνική οικονομία, η οποία ήταν σε ύφεση, για πρώτη φορά από το 1993.
Κινηθήκαμε γρήγορα, με ένα και μοναδικό γνώμονα, που είναι να ξανακερδίσουμε την εμπιστοσύνη του Έλληνα πολίτη. Ότι τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα. Φτιάξαμε έναν Προϋπολογισμό, ο οποίος επιχείρησε να συνδυάσει τη μείωση των ελλειμμάτων άμεσα, με την αναδιάταξη των δαπανών και τη δημιουργία ενός περιβάλλοντος, που θα διευκολύνει ένα νέο πρότυπο ανάπτυξης στη χώρα.
Και ανοίξαμε γρήγορα πολλά μεγάλα μέτωπα. Τη ριζική αλλαγή του τρόπου με τον οποίο συντάσσεται, παρακολουθείται, εκτελείται ο Προϋπολογισμός της χώρας. Γιατί, δυστυχώς, σήμερα, η Ελλάδα δεν έχει ένα σύστημα παρακολούθησης και εκτέλεσης του Προϋπολογισμού, το οποίο κατανέμει ορθολογικά δαπάνες και μπορεί να ελέγχει στόχους και αποτελέσματα.
Ανοίξαμε το μεγάλο ζήτημα της φορολογίας στη χώρα μας. Γιατί η Ελλάδα έχει ένα φορολογικό σύστημα που είναι άδικο, αναποτελεσματικό, δεν παράγει έσοδα για το ελληνικό Δημόσιο και φορτώνει μονίμως τα βάρη στους ίδιους.
Ανοίξαμε το ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης. Γιατί όλοι ξέρουμε ότι στη σημερινή του μορφή το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα, απλά, δεν είναι βιώσιμο.
Και ανοίξαμε μία σειρά από μεταρρυθμίσεις στη Δημόσια Διοίκηση, όπως στη δημιουργία ενός νέου παραγωγικού προτύπου, για το οποίο θα μιλήσει περισσότερο η συνάδελφός μου, η κυρία Κατσέλη. Εγώ θα περιοριστώ στα στενά περιθώρια του Υπουργείου Οικονομικών – είμαι αυτός που βάζει φόρους και κόβει δαπάνες.
Μένω σε αυτό το πλαίσιο, για να σας πω ότι με την προετοιμασία του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η χώρα – και λέω η χώρα, όχι η Κυβέρνηση – επιχειρεί να κερδίσει ένα πάρα πολύ μεγάλο στοίχημα. Επιχειρεί, μέσα σε τρία χρόνια, να μειώσει το έλλειμμά της κάτω από 3%, χωρίς να διολισθήσει σε περαιτέρω ύφεση. Να το κάνει με ένα δίκαιο τρόπο και να το κάνει αλλάζοντας ριζικά δομές και νοοτροπίες. Δεν είναι ένα εύκολο εγχείρημα. Είναι, όμως, ένα απολύτως αναγκαίο εγχείρημα και είναι ένα εγχείρημα, από το οποίο δεν θα κάνουμε πίσω.
Καταθέσαμε, πριν από δυο βδομάδες, το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αύριο, θα πάρει το πράσινο φως. Όμως, το μεγάλο ζητούμενο είναι η πιστή τήρησή του. Το μεγάλο ζητούμενο είναι να μπορέσουμε, πράγματι, να κάνουμε αυτές τις περικοπές στις δαπάνες, να περιορίσουμε τη σπατάλη στο Δημόσιο – όλοι ξέρουμε ότι είναι μεγάλη – και να αλλάξουμε τη μορφή από την πλευρά των εσόδων.
Την επόμενη εβδομάδα, θα ανακοινώσουμε τις βασικές αρχές του νέου φορολογικού νομοσχεδίου. Θα ανακοινώσουμε την εισοδηματική πολιτική. Ήδη, έχουμε βάλει τις βάσεις για να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνουμε στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όπως, για παράδειγμα, με τη δημιουργία ενός αποθεματικού 10%, δηλαδή μιας οριζόντιας περικοπής σε όλα τα Υπουργεία.
Όμως, την ίδια στιγμή, παρακολουθούμε ότι η Ελλάδα κινείται σε ένα εξαιρετικά ασταθές διεθνές περιβάλλον. Παρακολουθούμε ένα προφανές κερδοσκοπικό παιχνίδι, όπου η Ελλάδα είναι πιόνι μέσα σε ένα ευρύτερο παιχνίδι, που αφορά και το ίδιο το ευρώ.
Ξέρουμε ότι πολλές απ’ τις κινήσεις που γίνονται στις διεθνείς αγορές, δεν έχουν να κάνουν μόνο με τη χώρα μας, έχουν να κάνουν με το ευρύτερο πλαίσιο. Όμως, η χώρα μας είναι ο αδύναμος κρίκος. Και είναι ο αδύναμος κρίκος, εξαιτίας λαθών του παρελθόντος, εξαιτίας εγκληματικών, θα έλεγα, επιλογών, που έχουν μειώσει σε πρωτόγνωρα επίπεδα την αξιοπιστία, που έχουμε απέναντι και στους Έλληνες πολίτες, αλλά και στους Ευρωπαίους εταίρους και στις διεθνείς αγορές.
Γι’ αυτό και ένα απ’ τα πρώτα πράγματα, τα οποία επιχειρούμε να κάνουμε, είναι να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία της χώρας μας. Το έλλειμμα αξιοπιστίας είναι, σχεδόν, όσο σημαντικό είναι και το έλλειμμα στον Προϋπολογισμό. Μία χώρα, της οποίας οι εταίροι και οι αγορές δεν εμπιστεύονται τα στατιστικά στοιχεία, είναι μια χώρα η οποία δεν μπορεί να πείσει για τίποτα. Μία χώρα, της οποίας οι εταίροι και οι αγορές δεν πιστεύουν ότι θα κάνει αυτά τα οποία λέει, είναι μία χώρα, η οποία δεν μπορεί να εφαρμόσει μία οικονομική πολιτική, όποιες και αν είναι οι επιλογές αυτές.
Άρα, λοιπόν, πρώτο μας μέλημα, είναι να θωρακίσουμε αυτή την αξιοπιστία. Και το κάνουμε με μία σειρά από τρόπους. Την δημιουργία μίας ανεξάρτητης Στατιστικής Υπηρεσίας, της οποίας το νομοσχέδιο είναι έτοιμο και θα κατατεθεί στη Βουλή τις επόμενες μέρες. Τη θέσπιση δημοσιονομικών κανόνων, για να γνωρίζουν οι πολίτες με βάση ποια κριτήρια προχωρά η δημοσιονομική πολιτική. Τη δημιουργία ενός σώματος ελέγχου του Προϋπολογισμού, μίας ανεξάρτητης δημοσιονομικής αρχής, η οποία ελέγχει τα στοιχεία που παράγει το Υπουργείο Οικονομικών. Και με την εκ βάθρων ανασυγκρότηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον Προϋπολογισμό του κράτους, τόσο απ’ την πλευρά των εσόδων όσο και απ’ την πλευρά των δαπανών. Αυτό το οποίο επιχειρούμε να κάνουμε, και έχουμε ήδη ξεκινήσει, δεν είναι απλώς να περιορίσουμε τις δαπάνες εδώ, να κόψουμε λίγο περισσότερο από εκεί. Είναι να αλλάξουμε όλο το σύστημα.
Και γι’ αυτό, ο Πρωθυπουργός της χώρας πολλές φορές επαναλαμβάνει και υπογραμμίζει ότι εμείς δεν ήρθαμε για να κάνουμε μερεμέτια. Χρειαζόμαστε το χρόνο, για να μπορέσουμε να κάνουμε αυτές τις μεγάλες τομές, τις οποίες έχουμε ξεκινήσει. Τομές, τις οποίες κάνουμε και για τις οποίες είμαστε απολύτως ανυποχώρητοι. Γιατί έχουμε ακριβώς αυτή την εντολή από τους Έλληνες πολίτες, την εντολή ριζικών αλλαγών προς όφελος των πολιτών.
Με ένα έλλειμμα 12,7%, η Ελλάδα δεν μπορεί να παράγει ανάπτυξη. Η μείωση του ελλείμματος από μόνη της συμβάλει στην απελευθέρωση παραγωγικών πόρων, που θα πάνε σε επενδύσεις. Και οι αλλαγές, που θα συνοδεύσουν αυτή τη μείωση, δημιουργούν μια πιο ανταγωνιστική οικονομία, δημιουργούν εισόδημα, δημιουργούν επενδύσεις και θέσεις εργασίας.
Είναι μία κατεύθυνση, στην οποία η Κυβέρνηση είναι απολύτως αποφασισμένη να συνεχίσει τα επόμενα χρόνια, στις επόμενες βδομάδες, στους επόμενους μήνες και στα επόμενα χρόνια.
Η Ελλάδα πρέπει να κάνει αυτά που πρέπει να κάνει, όχι εξαιτίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ελλάδα πρέπει να κάνει αυτά που χρειάζεται να κάνει, όχι εξαιτίας των διεθνών αγορών.
Χρειάζεται να κάνουμε αυτά τα οποία έχουμε περιγράψει με μεγάλη σαφήνεια στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, γιατί θέλουμε να δημιουργήσουμε υγιή δημόσια οικονομικά. Γιατί δεν θέλουμε να συνεχίσουμε να περνάμε τα χρέη στις επόμενες γενεές. Γιατί θέλουμε μια πιο ανταγωνιστική οικονομία και μια πιο δίκαιη κοινωνία.
Αυτές είναι οι βασικές αρχές, με τις οποίες προχωρούμε και σε αυτές τις αρχές – μην έχετε καμία αμφιβολία – αυτή η Κυβέρνηση δεν κάνει καμία απολύτως έκπτωση.
Ευχαριστώ πολύ.