Ο ναυτικός δεν μπορεί, ούτε έχει τον χρόνο να μάθει πολλά για την ζωή, τα ήθη και έθιμα των λαών. Δεν είναι δική του δουλειά. Πιστεύω ότι αυτή είναι περισσότερο δουλειά για άλλους, γράφει Έλληνας παλαιός… θαλασσόλυκος!
Εμείς οι ναυτικοί είμαστε μικροί εξερευνητές χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς ιδεολογικά, πολιτικά ή άλλα συμφέροντα.
Ο καθένας μας περιγράφει τα ταξίδια με τον δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο και σύμφωνα με το σκηνικό της θάλασσας που διασχίζει, της ξηράς που επισκέπτεται, της πόλης με τους ανθρώπους που αντικρίζει. Πάντοτε αισθάνεται ανάλογα με το τοπίο, αλλά και την ιδιαίτερη εκείνη στιγμή, που τα συναντά. Ύστερα, μετά από χρόνια, μπορεί να τα θυμάται όλα με λεπτομέρειες ή αμυδρά, σύμφωνα με την εντύπωση, μεγάλη ή μικρή, της εποχής εκείνης και ανάλογα με τις σημειώσεις, φωτογραφίες που έχει φυλάξει ή άλλα διάφορα αναμνηστικά.
Όσο περνούν τα χρόνια, όλα αρχίζουν να γίνονται σαν όνειρο, ανάμεικτο με κάποια χροιά πικρίας για χαμένους κόσμους, που τα μάτια ποτέ δεν θα ξαναδούν.
Αυτό ήταν ακριβώς το συναίσθημα που κυριάρχησε μέσα μου, όταν πριν από λίγο χρόνο ξεμπαρκάριζα από το πλοίο και ανταλλάσαμε ευχές για το «επανιδείν». Χαθήκαμε από τότε με αρκετούς από το πλήρωμα: «Πού να βρίσκονται άραγε οι συνοδοιπόροι μου, του δύσκολου εκείνου ταξιδιού της Γροιλανδίας και το γερασμένο καράβι «ΠΕΡΓΑΜΟΣ». Σίγουρα θα έχει γίνει κονσερβοκούτια ή άλλα βιομηχανικά προϊόντα. Ή ακόμη μπορεί να έγινε και κάποιο καράβι ή τραίνο, αφού πέρασε από τα διαλυτήρια του Πακιστάν ή των Ινδιών.
Όμως το ειδικά αξιοσημείωτο ταξίδι μας στη «χώρα των πάγων», την αλησμόνητη Γροιλανδία είναι που παραμένει με όλες του τις εικόνες και τα γεγονότα, των ημερών εκείνων, χαραγμένο στις σκέψεις μου και προφανώς εις την σκέψη των συνοδοιπόρων μου:
Χωρίς κάποιο απρόοπτο καταπλέουμε στο Holsteinborg κοντά στις 70 μοίρες πλάτος. Στο μικρό λιμανάκι επικρατεί γαλήνη και ακινησία, σαν τη μαρμαρωμένη πόλη που περιμένει την ώρα που κάποιος ή κάποιοι θα την αγαπήσουν και θα ρίξουν άγκυρα στην αγκαλιά της.
Η σφυρίκτρα (μπουρού) του καραβιού καλεί τους κατοίκους να έρθουν για να πάρουν τα πολύτιμα αγαθά που τους φέρνουμε και πράγματι, η πόλη ξυπνά και η ζωή παίρνει τον κανονικό ρυθμό, έστω και αυτόν τον αργό μονότονο ρυθμό.
Τα εμπορεύματα φεύγουν σιγά – σιγά από τα σωθικά του καραβιού. Οι εργάτες έχουν πέσει με τα μούτρα στις μπύρες και κάποια στιγμή περισσότερο πίνουν παρά ξεφορτώνουν.
Εγώ με τον Super Cargo και τους αξιωματικούς μένουμε θεατές, δεν επεμβαίνουμε. Άλλωστε θα ήταν άχρηστο και επικίνδυνο ακόμη, όλοι το γνωρίζουμε.
Στο τέλος, παραλήπτες είναι όλοι οι λίγοι αυτοί στην ξηρά και όλα είναι δωρεάν.
Το μεσημέρι σε ώρα διακοπής εργασίας, από συνήθεια ρίχνουμε μια ματιά στις φορτηγίδες που λικνίζονται δίπλα στο σκάφος. Κοιτάζω χαμηλά και ξαφνιάζομαι, μερικοί εργάτες είναι τάβλα στο μεθύσι με τα άδεια μπουκάλια μπύρας στα χέρια τους.
Η φύση έξω είναι αρκετά εντυπωσιακή. Υπάρχουν ορισμένα χαμόδενδρα, κάποιο πράσινο από βρύο και λειχήνες.
Υπάρχουν στη χώρα αυτή, παρ’ όλο το αρκτικό του χαρακτήρος της, φυτά από τα οποία τα 450 περίπου είναι ανθοφόρα και περίπου 3.000 διαφορετικά είδη χλωρίδας ορισμένα εισαχθέντα από την Νορβηγία, από τους πρώτους αποίκους του νησιού αυτού.
Την ίδια ημέρα, καλεσμένοι των Stevedores (εκφορτωτών), το μισό σχεδόν πλήρωμα χορεύει στο απογευματινό χορευτικό της καντίνας του Holsteinborg. Στριμωγμένοι αλλά χαρούμενοι. Χαρούμενοι και ευτυχισμένοι είναι όλοι και όλες, όσοι από τους ντόπιους παρευρίσκονται για την ζεστή συντροφιά και την φιλία που δημιούργησαν με τους Έλληνες ναυτικούς.
Γνωρίζουν πως ο χειμώνας μετά τον Οκτώβριο θα είναι πραγματικότης και ότι εκεί στο δικό τους πλάτος του Αρκτικού κύκλου ο χειμώνας είναι μακρύς και το σκοτάδι διαρκείας.
Ατελείωτες νύχτες με μικρά διαστήματα διάχυτου φωτός κατά τις ημερινές ώρες, που θα γίνουν μονότονες σύντροφοι των κατοίκων.
Και είναι τόση η χαρά τους όταν για πρώτη φορά ο ήλιος ξαναρχίσει, έστω για λίγη ώρα, να κρυφοκοιτάζει πάνω από τον ορίζοντα, στις 12-15 Ιανουαρίου κάθε χρόνο, ώστε γίνεται κανονική γιορτή προϋπάντησής του στην Εκκλησία με δοξολογία και ψάλλουν το «Σ’ ευχαριστούμε Θεέ μας!!!». Εσύ που μας φύλαξες ζωντανούς στην μακρυνή νύχτα του «χειμώνα», χάρισέ μας την αγάπη και την βοήθειά σου για να κερδίσουμε την ζωή μας μέσα στην καινούργια μεγάλη ημέρα που αρχίζει.
Βίρα την άγκυρα, σαβουρώνουμε και ασφαλίζουμε τα πράγματα στο κατάστρωμα. Πρόσω η μηχανή.
Εγκαταλείπουμε το Holsteinborg, και η Γροιλανδία μας αποχαιρετά με ένα φοβερό Storm (θύελλα), για να μας θυμίσει ίσως ότι είναι Σεπτέμβριος και την επόμενη φορά θα είμαστε ανεπιθύμητοι.
Τελευταίο λιμάνι είναι το Ivigtud, όπου φορτώνουμε πολύ γρήγορα το μετάλλευμα Ctyolite για Δανία.
Όπως έχω ξαναγράψει η ζωή του ναυτικού είναι κάτι το πολύ διαφορετικό, αν την συγκρίνουμε με την ζωή των άλλων ανθρώπων. Η θάλασσα και τα ταξίδια βιοπορισμός, φυγή, περιπέτεια, αναζήτηση.
Κάθε καράβι έχει την δική του ιστορία, το δικό του παραμύθι, το δικό του όνειρο.
Η περιπέτεια, τα ταξίδια τελειώνουν, οι αναμνήσεις μένουν. Ο γυρισμός δεν σημαίνει μόνο περιπέτεια, αλλά πείρα, σοφία και γνώσεις.
Το ταξίδι αυτό, όπως και κάθε άλλο, πριν και μετά, σίγουρα μαζί με την ταξιδιωτική ανάμνηση, πλούτισε τις γνώσεις, διαμόρφωσε μία άλλη αντίληψη, για τις διαστάσεις, το είδος και τις συνήθειες μίας άλλης περιοχής του κόσμου, πολύ διαφορετικής από αυτή που ζούμε.
Και παρ’ όλες τις δυσκολίες, τους κινδύνους, την σκληρή δοκιμασία, την ξενιτιά, θα ήμασταν ευχαριστημένοι να ξαναγυρίζουμε στις ίδιες ναυτικές περιπέτειες αν δεν μεσολαβούσε φυσικά η χαμένη πια για εμάς πολύτιμη νιότη».
Παρουσίαση – Επιμέλεια
Χρυσάνθη Νικολαΐδου – Θραψανιωτάκη