Άρθρο του κ. Μαυρομάτη
Σε μια εποχή όπου ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με γρήγορους ρυθμούς και οι αλλαγές αυτές διαπερνούν και καθορίζουν την οικονομική και κοινωνική ζωή των πολιτών κάθε τόπου, όλα τα ανεπτυγμένα κράτη έγκαιρα προσαρμόζουν τις διοικητικές τους δομές προς την κατεύθυνση της τοπικής αυτοδιοίκησης, για να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά τις ανάγκες του σήμερα και τις προκλήσεις του αύριο τόσο στην παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες, οι οποίοι ολοένα και περισσότερο προσφεύγουν στην τοπική αυτοδιοίκηση, ως τον πιο κοντινό προς αυτούς θεσμό εξουσίας, όσο και στον σχεδιασμό και υλοποίηση της τοπικής οικονομικής κ κοινωνικής ανάπτυξης.
Βήμα προς την κατεύθυνση αυτή είναι η νέα διοικητική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε η κυβέρνηση για τη χώρά μας με το νομοσχέδιο «Καποδίστριας 2» και που όπως όλα δείχνουν θα γίνει νόμος του κράτους και θα εφαρμοστεί στις νέες δημοτικές εκλογές.
Βέβαια το εγχείρημα μιας ριζοσπαστικής πολιτειακής αλλαγής, για λιγότερο και καλύτερο κράτος με επιτελικό ρόλο, και περισσότερη αυτοδιοίκηση, δεν είναι εύκολο, όχι γιατί δεν κατανοούμε την αναγκαιότητά του, αλλά γιατί δύσκολα αποβάλουμε την παλιά μας νοοτροπία «κάθε χωρίο και ένας ΟΤΑ» και την συγκεντρωτική λειτουργία του κράτους, που δύσκολα παραχωρεί εξουσίες που κατέχει.
Το αρνητικό αυτό κλίμα ενισχύθηκε από τις γνωστές στρεβλώσεις του «Καποδίστρια 1» με τις διαφορές παρεμβάσεις τοπικιστικών αντιλήψεων και μικροπολιτικών συμπεριφορών που με την μέθοδο του «Προκρούστη» έκοψαν και έραψαν τις συνενώσεις των ΟΤΑ, όχι με αντικειμενικά κριτήρια αλλά όπως βόλευαν ψηφοθηρικά.
Παράλληλα η λειτουργία των καποδιστριακών δήμων από το 1998, δεν έδωσε απαντήσεις στα καθημερινά προβλήματα των πολιτών, ιδιαίτερα των δημοτικών διαμερισμάτων, όπου οι πολίτες αισθάνονται ότι ζουν στο περιθώριο του ενδιαφέροντος των δημοτικών αρχών ως «φτωχοί συγγενείς» και φυσικά δεν πιστεύουν, ούτε και θα στηρίξουν τις εθελοντικές συνενώσεις, για δημιουργία νέων μεγαλύτερων δήμων.
Ένα αισιόδοξο στοιχείο για τη νέα διοικητική μεταρρύθμιση (Καποδίστριάς 2) είναι ότι κυβέρνηση, κόμματα, ΚΕΔΚΕ και ΕΝΑΕ, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις, όλοι δέχονται, ως εθνική ανάγκη, την αποκέντρωση του κράτους με αυτοδιοίκηση, με την προϋπόθεση οι συνενώσεις να γίνουν με αντικειμενικά κριτήρια με βάση την σχετική μελέτη του Ι.Τ.Α. και χωρίς παρεμβάσεις βουλευτών για ψηφοθηρικούς λόγους.
Βεβαίως και θα έχουν άποψη οι βουλευτές για το σημαντικό αυτό πολιτειακό ζήτημα, αλλά τις απόψεις τους θα πρέπει να τις διατυπώνουν στα κόμματα και στη Βουλή όπου διαμορφώνονται οι τελικές θέσεις και αποφάσεις.
Η τακτική των βουλευτών, άλλα να λένε στα κομματικά επιτελεία και άλλα στα καφενεία μόνον κακό κάνει σ’ αυτήν την νέα διοικητική ανασυγκρότηση της χώρας.
Το μεγαλύτερο ζητούμενο στη νέα αυτή διοικητική μεταρρύθμιση δεν πρέπει κατά την άποψη μου, να είναι τόσο τα ανθρωπογεωγραφικά μεγέθη και η χωροθέτηση των νέων Δήμων, Νομαρχιών κ Περιφερειών, όσο η μεταξύ τους λειτουργική διασύνδεση στη βάση ενός ξεκάθαρου αποκεντρωτικού θεσμικού διοικητικού και οικονομικού πλαισίου, χωρίς κενά και επικαλύψεις ή εξαρτήσεις, ώστε οι σχέσεις κεντρικής διοίκησης, περιφέρειας και της αυτοδιοίκησης να είναι διακριτές, στη βάση της αρχής της επικουρικότητας και της εγγύτητας για να γνωρίζει ποιος κάνει τι και πώς ; Ακόμα από τις συνενώσεις των ΟΤΑ(εθελοντικές ή υποχρεωτικές) να προκύψουν νέοι ισχυροί κ βιώσιμοι δήμοι που να παρέχουν τη δυνατότητα ολοκληρωμένων αναπτυξιακών παρεμβάσεων.
Βέβαια οι σχέσεις της αυτοδιοίκησης με τους πολίτες θα πρέπει να έχουν ως κεντρικό στόχο την καλύτερη παροχή υπηρεσιών και αγαθών και να είναι σχέσεις σεβασμού , ειλικρίνειας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεργασίας.
Είναι καιρός η χώρα μας να κάνει την υπέρβαση για μια ριζοσπαστική αποκέντρωση του συγκεντρωτικού και αναποτελεσματικού διοικητικού συστήματος, που ταλαιπωρεί Δημάρχους και απλούς πολίτες, εξαναγκάζοντάς τους να κατεβαίνουν συνέχεια στην Αθήνα ή να προσφεύγουν στους Βουλευτές προκειμένου να προωθήσουν τα ζητήματά τους που έχουν σχέση με κρατική υπηρεσία , τα οποία όμως είναι υποχρέωση του ίδιου του κράτους και ταυτόχρονα αυτονόητο δικαίωμα των πολιτών.
Με αυτές τις πρώτες σκέψεις και προϋποθέσεις πιστεύω ότι ο διάλογος που ξεκίνησε μεταξύ της κυβέρνησης και των συλλογικών οργάνων της αυτοδιοίκησης , για την αναζήτηση κοινών τόπων, θα επιφέρει καρπούς, ώστε η χώρα μας να συμπληρώσει το δημοκρατικό της έλλειμμα ως προς την ολοκλήρωση του θεσμού της αυτοδιοίκησης , με την ουσιαστική αποκέντρωση του κράτους , ο βαθμός της οποίας άλλωστε αποτελεί και δείκτη ποιότητας της δημοκρατίας μιας χώρας .