Ένα τυπικό ορεινό βουλγαρικό χωριό που αναστηλώθηκε κατά τρόπο αξιοζήλευτο, ενώ στην Ελλάδα εγκαταλείφθηκαν στη μοίρα τους και χάνονται χωριά παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής, υπόδειγμα για όλο τον κόσμο.
Αντιπροσωπεία του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης, αποτελούμενη από τον Πρόεδρο Πολυνείκη Αγγέλη, τον Αντιπρόεδρο Απόστολο Καβούκα και μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής Νικόλαο Ρήγα, επισκέφθηκε την 28η και 29η Απριλίου 2010 το τυπικό ορεινό Βουλγαρικό χωριό, την Κοπρίφτιτσα. Σκοπός της αποστολής ήταν να γνωρίσει από κοντά το παραπάνω χωριό που αναστηλώθηκε κατά τρόπο αξιοζήλευτο.
Η Κοπρίφτιτσα βρίσκεται στην βορεινή περιοχή της Σρεδντσα Γκόρα, εκατόν πενήντα χιλιόμετρα περίπου βόρεια της Σόφιας. Ένας χείμαρρος χωρίζει στα δύο το χωριό. Πελώρια δένδρα κατεβαίνουν μέχρι τα τελευταία σπίτια, ψηλά, γερά με κομμένα φυλλώματα που εμποδίζουν το φως του ήλιου να περάσει μέσα, αφήνοντας στην αιώνια σιωπή της σκιάς, το δάσος με τους βαλκανικούς μύθους. Σ’ αυτόν το χώρο είναι όλα ζεστά. Οι χειμωνιάτικοι οντάδες είναι χαμηλοτάβανοι, οι τοίχοι είναι επενδυμένοι με ξύλα, όπως τα πατώματα και το ταβάνι.
Χαίρεται να περιδιαβαίνει κανείς πατώντας προσεκτικά στα αναστηλωμένα καλτιρίμια, ανακαλύπτοντας σοφές προεξοχές αρχιτεκτονικών όγκων σε στενά δρομάκια, για να αποκτήσουν κάποιο χώροι περισσότερο φώς. Το σαχνισί, το μάτι του σπιτιού, κλείνει μέσα στους ψηλούς μαντρότοιχους όλη τη ζωή της οικογένειας.
Η ζωή τα χρόνια της τουρκοκρατίας ήταν κλειστή και το σπίτι ήταν ο κόσμος όλος, όπου μεγάλωναν και ζούσαν τα περισσότερα μέλη της οικογένειας.
Η Κοπρίφτιτσα έχει τη χάρη της, γιατί παρόλο ότι είναι μια μεγάλη κωμόπολη, διατηρεί την κλίμακα του χωριού. Μέσα από τους ψηλούς μαντρότοιχους ακούγεται το μουγκανητό των μεγάλων ζώων. Ευλογημένες στιγμές της κοινής μας παράδοσης που κοντεύουν να χαθούν από τα χωριά.
Στην Κοπρίφτιτσα, η παράδοση τηρείται αναλλοίωτη. Τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο τους, όπου δεν αλλάζει το περιβάλλον αλλά συνεχίζει ο χώρος του σπιτιού τους με την εσωτερική αυλή, το πανάρχαιο μεσογειακό αίθριο.
Η εκκλησία «φρεσκοβαμμένη», οι τάφοι καθαροί, νοικοκυρεμένοι. Το μνημείο του ποιητή που σκοτώθηκε, το άγαλμα της μάνας με το τσεμπέρι στο κεφάλι καθισμένη σε στάση προσμονής περιμένοντας αιώνια το γυρισμό του γιού της, είναι μερικές από τις εικόνες που δεν τις ξεχνάει ο επισκέπτης. Ο χτύπος της καμπάνας που σημαίνει τον εσπερινό, δείχνει, ότι ο οικισμός χωρίς την εκκλησία του ζωντανή θα ήταν λειψός, νεκρός. Η παράδοση διατηρείται ατόφια με όλα της τα στοιχεία. Χρωστάνε σ’ αυτή πάρα πολλά οι Έλληνες και οι Βούλγαροι. Μπορεί να σταθήκανε αντιμέτωποι Πατριαρχικοί και Εξαρχικοί, αλλά οι ταπεινοί ιερείς των χωριών ήταν επικεφαλείς των ποιμνίων τους και υπέφεραν μαζί και μαρτύρησαν μαζί τους.
Από την ορεινή Κοπρίφιτσα, βλέποντας ο Έλληνας επισκέπτης τον αξιοζήλευτο τρόπο με τον οποίο αναστηλώθηκε ο οικισμός, ο νους του πετάει πίσω στην πατρίδα. Σκέφτεται τους δικούς του αντίστοιχους ορεινούς οικισμούς της Μακεδονίας και της Ηπείρου, τα ξακουσμένα Μαστοροχώρια, τη Βουρμπιανή, τη Πυρσόγιαννη που αποτελούν υποδείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, άξια να διατηρηθούν και να προβληθούν. Μνημεία παραδοσιακής αρχιτεκτονικής υποδειγματικά για όλο τον κόσμο. Τα άλλα επίσης Βλαχοχώρια, την Κλεισούρα, το Πισοδέρι, το Μπλάτσι, το Λιβάδι του Ολύμπου και όλα τα χωριά του Βοΐου, έχουν αφεθεί στην μοίρα τους.
Δεν σταματάει όμως ο πλούτος της Ελλάδας στην Μακεδονία με την φημισμένη Καστοριά, τη Σιάτιστα, τη Βέροια αλλά φτάνει μέχρι τον Μοριά, όπου υπάρχουν θαυμάσιοι οικισμοί στη Μάνη, τα Νόμια, η Κίττα, η Πολυπυργού, ο Κούνας και τόσοι άλλοι. Επίσης, η ορεινή Αρκαδία, η Γορτυνία ιδίως, διασώζει αξιόλογους οικισμούς, τα Λαγγάδια, τη Στεμνίτσα, τη Δημητσάνα, την Καρύταινα. Η Κυνουρία επίσης δεν υστερεί σε αξιόλογους οικισμούς, το Λεωνίδιο, ο Άγιος Πέτρος και τόσα άλλα χωριά.
Τα νησιά διατηρούν ,μοναδικούς για την ιστορία του αρχιτεκτονικού πολιτισμού της Μεσογείου, οικισμούς όπως η Όλυμπος στην Κάρπαθο, ολόκληρη η Σαντορίνη, ενώ η πολεοδομία των οικισμών αποτελεί μια μακρογλυπτική. Οι οικισμοί των Μεστών, το Πυργί στη Χίο και τόσοι άλλοι έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους και αδειάζουν από κατοίκους.
Στις διαπιστώσεις αυτές όλοι είναι συνυπεύθυνοι. Όλες οι κυβερνήσεις και οι αρμόδιοι και οι αναρμόδιοι και οι εγγράμματοι και οι αγράμματοι έχουν μεγάλες ευθύνες, γιατί οι οικισμοί αυτοί αποτελούν το χειροπιαστό δομημένο παρελθόν της Ελλάδας, την πετροχτισμένη ιστορία της, το κέλυφος όπου έζησε και αναπτύχθηκε η «παράδοση» που δεν είναι λόγος «καινός» ούτε «κενή» κουλτούρα.
Αν χαθούν οι οικισμοί της Ελλάδας, θα χαθεί η φυσιογνωμία και το χειρότερο δεν θα βρεθεί άλλη σε τιμή ευκαιρίας.
Η διατήρηση της ελληνικής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς αποτελεί κατεξοχήν πολιτικής απόφαση. Οικονομικά μέσα διατίθενται και σπαταλούνται άφθονα σε εκδηλώσεις φθηνοκουλτούρας σε κάθε γωνιά της ελληνικής γης. Δεν ανεβαίνει το πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο του λαού με τέτοιες εκδηλώσεις. Αντίθετα, μολύνονται οι υψηλές έννοιες και χάνουν τη σημασία τους.
Θα πρέπει όμως και ο ελληνικός λαός να ζητήσει και να επιβάλλει σε αυτούς που παίρνουν τις αποφάσεις, τις ορθές επιλογές. Στην Αλήθεια και τη Δημοκρατία αναμφίβολα δεν οδηγεί μονοσήμαντα ένα μονοπάτι αλλά περισσότερα. Εδώ ο καθένας ας διαλέξει αυτό που νομίζει, αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό. Κάποτε πρέπει να φανερωθούν οι αξίες που κλείνει η παράδοση και να δουλέψουν γέροι και νέοι, επιστήμονες και εργάτες για να σωθούν οι ελληνικές ρίζες.
Στους καφενέδες και στις καφετέριες που από τα πρωινά είναι γεμάτοι και με νέους, δυστυχώς ποτέ δεν πρόκειται να βρεθεί η αλήθεια. Χωρίς δουλειά και σκέψη, σύνεση και χειρωνακτική εργασία, δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Το παράδειγμα της Κορπίφτιτσα είναι χαρακτηριστικό. Έχει σωθεί με τρόπο καταπληκτικό η αρχιτεκτονική κληρονομιά και έχει αναστηλωθεί ολόκληρος ο οικισμός σύμφωνα με τα παραδοσιακά πρότυπα. Ενώ έχει αποσβεσθεί το κόστος των αναστηλώσεων και ζουν οι κάτοικοι από τον τουρισμό. Αντίθετα στην Ελλάδα, τα περισσότερα βρίσκονται στο στάδιο του «προβληματισμού».
Πρέπει και οι Έλληνες να φωτιστούν από την εμπειρία του βουλγαρικού λαού στο παράδειγμα της Κοπρίφτιτσας που με δουλειά, με πρόγραμμα, με συνέπεια κατόρθωσε να διατηρήσει την προγονική κληρονομιά. Οι Βούλγαροι βρίσκονται μέσα σε όλους τους διεθνείς οργανισμούς την UNESCO, το ICOMOS, το ICCROM και συμμετέχουν και εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες και τις εμπειρίες και προχωρούν, ενώ οι Έλληνες απλά «προβληματίζονται».
Πολυνείκης Αγγέλης
Αρχιτέκτων
Πρόεδρος του Συνδέσμου
Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης