Ευθυμίου Ράλλη
τ. Επιθ/τη Δημ. Εκπ/σεως
Εκπαιδευτικού
Τσοτυλιώτη
Επιστροφή στις παιδικές αναμνήσεις αυτή τη φορά. Νοσταλγία, μια ασύγκριτη χάρη, μας κυριεύει και μας θεριεύει τον πόνο να βρεθούμε στη μάνα γη του Βοΐου, να σκύψουμε να την προσκυνήσουμε, να φιλήσουμε τα άγια της χώματα, να μυρίσουμε των πρώτων χρόνων μας τη γνώριμη οσμή της, κι ο αγέρας της να μας χαϊδέψει με το μυροβόλο άρωμά της.
Ονειροπόλοι στοχασμοί, ανίατος νόστος, καλοκαιριάτικες επιθυμίες; Κι αυτά και άλλα πολλά. Ταξίδι μνήμης στις πολλές και ποικίλες παραδόσεις, της Δυτικομακεδονικής αυτής γωνιάς, στους αγνούς κι απλοϊκούς χωρικούς της, στις φυσικές καλλονές της, στα πετρόκτιστα σπίτια της, στους ανθρώπους του βουνού και του κάμπου, όσος κι αν είναι αυτός, σε μια εποχή που όταν τη θυμούμαστε ραγίζει η καρδιά μας και βουρκώνουν τα μάτια μας. Οι άνθρωποι του τόπου, της καταγωγής μας, τα παλιά εκείνα χρόνια, ήταν δεντρίσιοι στην κορμοστασιά, ανθεκτικοί και σκληροτράχηλοι, με την ψυχή «στητή κι ολόρθη». Σκληροί σαν τα βράχια των βουνών που τους περιτριγύριζαν, χωρίς να χάνουν την ανθρωπιά τους και δίχως να ξεκόβουν από τις παραδόσεις. Φρόντιζαν και την τελευταία σπιθαμή γης. Και διαφέντευαν και το τελευταίο ζωντανό τους με όλη τη δύναμη της καρδιάς τους.
Τους ζωγραφίζω με μια πινελιά. Βράχοι. Αλλά δεν ήταν σκληροί, είχαν μια ημεράδα στην όψη τους κι ένα σμάλτο, που θα το αποκαλέσω αρχαιοελληνικό πνεύμα, στα σωθικά τους.
Στο χαρακτήρα τους, διέκρινε την αγέραστη φυλή, που πλάθονταν περήφανη και χαρούμενη από το πνεύμα αυτό. Τα πηδηχτά λαμπυρίσματα του ήλιου χάνονταν σε αυλές, σε κήπους, σε οπωρόδενδρα και δάση, σε ήθη και έθιμα, σε παραδόσεις, που γέμιζαν ομορφιά, φαντασία, στοχασμό κι αγκάλιαζαν από την κούνια τις νέες ζωές.
Η γεωργία αποτελούσε τον πιο βασικό κλάδο της επιβίωσής τους. Προκομμένοι και καλοί θεωρούνταν, όσοι εξασφάλιζαν το γέννημα (ψωμί) της χρονιάς. Κι αφού έσπερναν, έπρεπε και να θερίσουν. Το κύριο βάρος έπεφτε στη συγκομιδή του σταριού, της σ/σκαλης, της βρώμης, του κριθαριού και άλλων καλλιεργειών.
Πρώτιστη φροντίδα τους, όπως ήταν η παραγωγή του σιταριού. Το έσπερναν, το περιποιούνταν (ξεβοτάνισμα κ.λ.π.), το καμάρωναν στο μεγάλωμά του κι αγωνιούσαν μήπως φυσήξει αέρας με βροχή και το ρίξει κάτω ή μήπως πάνω στο γάλα (στο δέσιμο) φυσήξει λίβας (καυτός Ν.Δ. άνεμος) και το κάψει.
Ο θερισμός γινόταν το μήνα Ιούλιο. Τότε έπαιρναν ένα χρυσοκίτρινο χρώμα τα σιτάρια στην περιοχή, ωρίμαζαν. Γι’ αυτό και το μήνα αυτό τον έλεγαν και θεριστή.
Τα χωριά μας τον Ιούλιο βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση. Χαρακτηριστικά έλεγαν οι χωρικοί: ΘΕΡΟΣ – ΤΡΥΓΟΣ – ΠΟΛΕΜΟΣ. Συναγερμός για το θερισμό. Βλέπεις δεν είχαν τα μηχανικά μέσα της εποχής μας. Με τα χεράκια τους, με κόπο και ιδρώτα έπρεπε να γίνουν όλες οι δουλειές. Και τι δουλειές, βαριές, δύσκολες και κουραστικές.
Συναγερμός, λοιπόν, για το θέρισμα. Όσες οικογένειες είχαν πολλά σπαρτά έπαιρναν κι εργάτες για να βοηθήσουν στο γρήγορο μάζεμα. Όταν ήταν πολύ ώριμο το σιτάρι έπρεπε να θεριστεί γρήγορα γιατί με τη ζέστη έπεφτε. Γι’ αυτό πολλές φορές βοηθούσαν φίλοι και συγγενείς.
Από βραδύς, ο εξοπλισμός ήταν έτοιμος για τη μεγάλη μάχη που θ’ άρχιζε την άλλη ημέρα. Δρεπάνια, παλαμαριές, χειρόβολα (καλαμιά σίκαλης για δέσιμο δεματιών) κι όποια άλλα σύνεργα θα χρειάζονταν ήταν συγκεντρωμένα και περίμεναν. Οι μπούκλες (δοχεία ξύλινα νερού). Το νερό ήταν απαραίτητο, γιατί η δίψα στην κάψα του καλοκαιριού ήταν ανυπόφορη. Γνωστό είναι και το τραγούδι του Γιάννου και της Παγώνας.
Κάτω στον κάμπο κάτω στην Καλαμιώνα
Θερίζει ο Γιάννος, ο Γιάννος κι η Παγώνα
Στοίχημα βάζουν ποιος θα διψάσει
Προτού ναρθεί το γιόμα……..
Η Παγώνα δίψασε και κόντεψε να πεθάνει κι έτσι έχασε το στοίχημα.
Έτοιμα και τα τρόφιμα όλης της ημέρας. Η νοικοκυρά πολλές φορές, δεν ξεκινούσε, πρωί με τους άλλους για το θέρο! Έμεινε σπίτι να κάνει την πίτα κι ότι άλλο συμπληρωματικό θα χρειάζονταν για να φάει η εργατιά.
Έτσι έδειχνε και τις ικανότητές της στο φκιάξιμο της πίτας και στη μαγειρική η οικοδέσποινα. Όλοι, οι άλλοι, πρωί – πρωί έφευγαν για το χωράφι που ήταν έτοιμο για θερισμό. Μόλις έφθαναν εκεί, εργάτες και αφεντικό, έκαναν το σταυρό τους, για να τους βοηθήσει ο Θεός, να τα βγάλουν πέρα όπως έλεγαν. Γιατί ο «μαύρος» θέρος ήταν μία από τις πιο δύσκολες δουλειές. Όποιος δεν πήρε μέρος σε θερισμό αυτός δεν ξέρει.
Έμπαιναν στη σειρά, έπαιρνε ο καθένας τον όργο του (τη σποριά), όπως οι στρατιώτες στην επίθεση, κι άρχιζαν. Σκυφτοί και διπλωμένοι στη μέση, με το δρεπάνι στο δεξί χέρι και την παλαμαριά στο αριστερό προχωρούσαν και θέριζαν, εναποθέτοντας κάτω τις χεριές. Όλη την ώρα ακούγονταν ξηρός ο χαρακτηριστικός ήχος του δρεπανιού ρυθμικά και γρήγορα που έκοβε τα καλάμια. Έβραζε ο τόπος από τη ζέστη. Άφριζαν οι θεριστάδες. Προχωρούσαν χαμηλόκορμα. Τα μεστωμένα στάχυα σέρνονταν χρυσά στη γη. Τα τζιτζίκια τραγουδούσαν.
Άρχιζαν την ώρα που ο ήλιος ήταν μια ξιάλη ψηλά και το ντάλα μεσημέρι τρελαίνονταν στο τραγούδι, για να σταματήσουν το απόγευμα. πολλές φορές οι θεριστές έβλεπαν και φίδια, σαΐτες πάνω στα δένδρα που ανέβαιναν για να φάνε τα τζιτζίκια.
Για ν’ αποφύγουν το κάψιμο του ήλιου οι γυναίκες φορούσαν άσπρο μαντήλι στο κεφάλι και το έδεναν με τέτοιο τρόπο ώστε να σχηματίζεται στο μέτωπο ένας γίσος και να δημιουργεί ίσκιο. Οι άνδρες ψάθες, κασκέτα, πολλές φορές και μαντήλια.
Οι νοικοκυρές το προμεσήμερο έφερναν την πίτα, τα φαγητά και το σκορδάρι (=Ξύδι κοπανισμένο και λάδι ανακατεμένο με λίγο νερό σαν είναι το ξύδι πολύ δυνατό) για δροσιά στη μεγάλη ζέστη. Όταν ζύγιαζε μεσημέρι κάθονταν όλοι στον ίσκιο κάτω από κάποιο δένδρο. Τρώγανε την πίτα και τα φαγητά, και πίνανε νεράκι δροσερό. Ξεκουράζονταν, ακονούσαν και τα δρεπάνια. Έσπαζε και το πολύ κάμα. Η ζέστη ήταν πολλή. Η νοικοκυρά τώρα άρπαζε το δρεπάνι και έμπαινε κι αυτή πρώτη στη μάχη. Έβαζε όλα της τα δυνατά για να τη δουν και οι άλλοι, να φιλοτιμηθούν κι οι εργάτες και να τη μιμηθούν.
Γιατί αν τεμπελιάζουν οι νοικοκυραίοι, έλεγαν, οι άλλοι θα κοιμηθούν στο χωράφι. Πίσω από τους θεριστές ακολουθούσε, συνήθως, το αφεντικό, με τα παιδιά των 10 με 12 ή και 14 ετών.
Άπλωνε το χειρόβολο και πάνω τοποθετούσε τις χεριές, που άφηναν οι εργάτες. Τα παιδιά βοηθούσαν. Όταν συμπληρώνονταν το δεμάτι το έδενε. Έπιανε με τα δύο χέρια τις άκρες του χειρόβολου, το οποίο ήταν ελαφρώς βρεγμένο για να μη σπάζει, και με τη βοήθεια του ζαγκατσιάνου η κλιτσινίκου έκαμνε κόμπο. Όταν ο ζαγκατσιάνος δεν χρειάζονταν στο δεματοδέτη τον έμπηγε πίσω στην πλάτη ανάμεσα σε πουκάμισο και δέρμα για να έχει ελεύθερα τα χέρια του. Ήταν ο ζαγκατσιάνος, ξύλο ως τριάντα πόντους, λίγο γυριστό και μυτερό στην άκρη. Με τον ίδιο τρόπο, σιγά – σιγά δένονταν όλες οι χεριές από το θερισμένο χωράφι. Τα δεμάτια τα βάζανε σε τετράδα, ανά δύο, για να τα φορτώσουνε ένθεν και ένθεν στα ζώα.
Οι θεριστές κοιτούσαν τον ήλιο, τον μετρούσαν με την ξιάλη (βουκέντρα). Ρολόγια δεν υπήρχαν, άφθονα όπως σήμερα, εκείνη την εποχή. Ανέβαινε ο ήλιος, έλεγαν τόσες ξιάλες επάνω. Κατέβαινε, έλεγαν ήρθε το απομεσήμερο και ακολουθούσε το ηλιοβασίλεμα. Στο μυαλό τους στριφογύριζε και το τραγούδι που ταίριαζε στην περίπτωση αυτή:
Ήλιε τ’ αργοπόρησες να πας να βασιλέψεις;
Απόστασιν η εργατιά μας, σ’ αφεντικά χωράφια!
απόστασιν ο πρώτος μας, σ’ αφεντικά χωράφια!
Απόστασιν κι ουρατζής που έρχεται από πίσω!
Ουρατζής ήταν ο τελευταίος της ουράς των θεριστάδων. Ανάλογα με την έκταση των χωραφιών σε 10 με 20 ημέρες τέλειωνε ο θερισμός. Στο τελευταίο χωράφι προτού τερματίσουν το θερισμό, έφτιαχναν και το έθιμο του δράκου. Στον τελευταίο όρο του χωραφιού διάλεγαν 15 μεστωμένα στάχυα μαζί με τα καλάμια και τα δένανε με μια κλωστή. Συνέχιζαν το θέρισμα, μέχρις ότου φτάσουν στο δράκο, (στα δεμένα στάχυα). Σταματούσαν προς στιγμήν εκεί, μια γυναίκα έριχνε άφθονο νερό στις ρίζες του δράκου, γιατί αυτά τα στάχυα θα τα έβγαζαν από τη ρίζα, δε θα έβαζαν δρεπάνι. Κατόπιν τα ξερίζωναν και στόλιζαν τη δέσμη μ’ αγριολούλουδα και πρασινάδες και την έδεναν με μια κλωστή σε τρία μέρη. Στις ρίζες, στη μέση, και κοντά στα στάχυα. Συμβολικό ήταν το τριήμερο δέσιμο, όσα και τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Την ώρα που στόλιζαν το δράκο τραγουδούσαν:
Το δράκο πλέκουμε κι αφέντης κονομιέται
να ‘ρθει να μας δωρίσει τον πρώτο το δεκάρι
τον οργοτζή το τάλληρο, τον ουρατζή τ’ δεκάρια
Ή και την παραλλαγή:
Το δράκο πλέκουμε, τ’αμπάρια αναστενάζουν!
τ’ αλώνια φουκαλιούνται, κι ο νοικοκύρης κονομιέται
ναρθεί να μας κεράσει φλωριά και μαχμουδιέδες!
Ακολουθούσε, η παράδοση του δράκου στο αφεντικό, με ευχές «Να δώσει ο Θεός του χρόνου περισσότερα» κλπ. Την ώρα που έφευγαν από το χωράφι, πετούσαν ψηλά τα δρεπάνια και φώναζαν «όσο ψηλά πηγαίνουν τα δρεπάνια, τόσο ψηλά να φθάσουν του χρόνου τα σιτάρια». Οι νοικοκυραίοι έπαιρναν το δράκο στο σπίτι και τον τοποθετούσαν κοντά στην καντήλα του σπιτιού. Όλοι επέστρεφαν στο σπίτι του αφεντικού για να γευθούν τα γλυκά που ετοίμαζε η αφεντικίνα. Και ξαναεύχονταν «Καλό ξόδεμα». Στο καντήλι, κοντά στα εικονίσματα, ο δράκος έμενε μέχρι τον Οκτώβριο που θα άρχιζε η σποριά. Τότε τον έπαιρναν, το ξεσπόριαζαν και τους σπόρους του τους ανακάτευαν με το νέο σπόρο, που είχαν ετοιμάσει για να σπείρουν στα χωράφια, με την ελπίδα να φυτρώσει να ψηλώσει σαν το δράκο του παραμυθιού, να μεστώνει, να δώσει πλούσιο καρπό.
Ο Ιούλιος μήνας ήταν μήνας συγκομιδής, όπως και οι άλλοι μήνες του καλοκαιρού. Οι κάτοικοι φοβούνταν τις άσχημες καιρικές συνθήκες και τις αρρώστιες, έτρεμαν μην πάθουν κάποιο κακό. Τις ελπίδες τους τις ανέθεταν στους Αγίους του μήνα στους οποίους έδειχναν μεγάλο σεβασμό. Πρόσεχαν να κάνουν αργία στη γιορτή τους, για να μην θυμώσουν. Αυτό βέβαια ήταν και μια εναλλαγή κόπου και ξεκούρασης.
Την πρώτη του θεριστή είναι η γιορτή των Αγίων Αναργύρων Κοσμά και Δαμιανού. Θαυματουργοί άγιοι, που γιάτρευαν όλες τις αρρώστιες. Τα παιδιά, τη μέρα αυτή, έπρεπε νάχουν λεφτά (παράδες) στην τσέπη τους, να μη τους κολλήσει η χάρη της αναπαραδιάς. Πήγαιναν πρωί – πρωί στην εκκλησία, έπαιρναν αγιασμό για ράντισμα χώρων και καρπών κι άφηναν κάτι στην εικόνα των Αγίων. Εν ζωή οι Άγιοι έκαμναν τους ανθρώπους καλά, χωρίς λεφτά, γι’ αυτό κι έμειναν Ανάργυροι.
Έτρεμαν οι απλοί εκείνοι βιοπαλαιστές την απενταρία. Στις 7 Ιουλίου γιόρταζε η Αγία Κυριακή, την τιμούσαν, τα χωριά, που είχαν εκκλησίες στη χάρη της. Δέκα επτά Ιουλίου της Μαρίνης. Έπαιρναν το δρόμο για το Τσοτύλι. Μεγάλο Πανηγύρι στην κωμόπολη αυτή που ήταν ο ομφαλός της περιοχής.
Δεν μετείχαν μόνο τα γύρω χωριά, αλλά έρχονταν πολλοί κι από μακρινά μέρη. Στην εμποροπανήγυρη, την Αγία Μαρίνα, όπως την αποκαλούσαν θα συναντούσαν εμπόρους από παντού.
Νεάπολη, Σιάτιστα, Γρεβενά, Κοζάνη, Καστοριά, Άργος Ορεστικό, Εράτυρα, Κόνιτσα, Γιάννινα, Βέροια, Θεσσαλονίκη κ.α.
Στον καιρό της Τουρκοκρατίας κατέφθαναν στο Τσοτύλι πανηγυριώτες από την Κορυτσά, Αργυρόκαστρο, Άγιοι Σαράντα, Μοναστήρι (Μπιτόλια). Στήνονταν ξύλινες παράγκες, για τις πραμάτειες που τις διαλαλούσαν οι πωλητές τους φωναχτά. Μοσχοβολούσε ο τόπος από τα ψητά και τα αρνιά της σούβλας.
Ξεφαντώματα στα χάνια και τις ταβέρνες με νταούλια, βιολιά και μακρόσυρτα κλαρίνα. Θέατρα με τη Γκόλφω και τη Γενοβέφα. Ακόμα έξω από την κωμόπολη στήνονταν μεγάλη ζωοπανήγυρη που προσήλκυε πολλούς εμπόρους. Το πανηγύρι ήταν η ευκαιρία να ανταμώνουν με συγγενείς και φίλους.
Την ημέρα της Αγίας Μαρίνας έκαναν αγιασμό και ράντιζαν τα πάντα γιατί πίστευαν πως η Αγία προστάτευε τα σπαρτά από τα ζωύφια.
Ακολουθεί ο Προφήτης Ηλίας, στις 20 Ιουλίου, γιορτάζονταν σ’ όλες τις κορυφές και τα υψώματα όπου είναι κτισμένες εκκλησιές κι εξωκκλήσια. Δε δούλευαν για να μην πέσει χαλάζι. Δεν έδεναν δεμάτια γιατί τάπαιρνε αέρας και τα πετούσε μακριά.
Η Αγία Παρασκευή στις 26 του Θεριστή, στην καρδιά του καλοκαιριού. Μεγάλη η χάρη της. Πολλές οι εκκλησίες στη Μακεδονία και πολλά πανηγύρια γίνονταν με «συντράπεζα» (κοινά φαγοπότια). Δε δούλευαν, δεν έπιαναν βελόνι, δεν ζύμωναν. Μεγάλος εορτασμός στο Άργος Ορεστικό που την έχει πολιούχο.
Στις 27 ο Άγιος Παντελεήμονας. Ιαματικός. Γιατρεύει όλους τους αρρώστους και ιδιαίτερα τους ανάπηρους, «κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα».
Τα τραγούδια του «θέρου» είναι τα καλύτερα σε μελωδία και στίχους. Είναι γνωστά με το όνομα καλοκαιρινά. Θεωρούνταν τα αγαπημένα τραγούδια των γυναικών. Τα τραγουδούσαν στις διαδρομές από το χωριό προς τα χωράφια τους μπαχτσέδες, στις βρύσες που πήγαιναν για νερό, στις εξώπορτες τα βράδια.
Δε θα ξεχάσω ένα από αυτά που έλεγε η γιαγιά μου, με την ωραία της φωνή, την περίοδο του θερισμού. Από την οποία έχω και τις πιο πολλές λαογραφικές πληροφορίες θερισμού.
Βουλγαροπούλα θέριζε σ’ ένα κοντό κριθάρι.
Σέρνει δρεπάνι δαμασκί ( η από φλουρί) παλαμαριά ασημένια
ρίχνει χεριές σαν πρόβατα, δεμάτια σαν κριάρια.
Όργο, όργο επήγαινε κανένας δεν τη φτάνει
κλπ…
Έφθανε κάποτε στο τέλος ο θεριστής. Τα χωριά την τελευταία ημέρα 31 του βράδυ μοσχοβολούσαν από καλομαγειρεμένα φαγητά και πίτες. Ήταν η τελευταία αρτύσιμη ημέρα. Από την επόμενη το πρωί 1η Αυγούστου άρχιζε η 15/νθήμερη νηστεία για την Παναγιά, για τον Δεκαπενταύγουστο.
Θεέ μου! Τι καλόκαρδος, τι αγαπημένος κόσμος και καθόλου μα καθόλου (τι παράξενο) κλειστός, παρά τις συνθήκες ζωής, τον άγριο τόπο, τις δύσκολες οικονομικά ημέρες, μπροστά από το μεγάλο πόλεμο.
Λίγα αγαθά έδινε τότε η φύση κι όλα νόστιμα. Η οικονομία και το μέτρο ήταν ο κανόνας της ζωής τους. Με το τραγούδι διατηρούσαν το κέφι τους. Γλεντούσαν στις γιορτές και στα πανηγύρια, γελούσαν την κάθε στιγμή, έστηναν χορούς στις πλατείες μπροστά στις εκκλησίες και τόχαν μεγάλη τιμή να πεθάνουν πάνω στο τραγούδι ή στο χορό.