Του Β.Π.Καραγιάννη
Παραμονή της εθνικής εορτής της 25ης Μαρτίου του έτους (2009) περί την εσπερινή ώρα στο σπίτι της, επί της οδού Μακεδονομάχων 5, η τέταρτη παράλληλη οδός από την 25ης Μαρτίου, την κεντρική οδική καρίνα της πόλεως Πτολεμαϊδος. Η κυρία Μαριάνθη Βασβατέκη, κάτι σαν αρχόντισσα παλαιού τύπου, αλλά απλή και χωρίς ίχνος έμφασης στον τρόπο και τον κόσμο της, άρχισε την οριστική επανάληψη του βίου της, τώρα μπροστά σ’ ένα ελάχιστο, περίεργο, δημοσιογραφικό (ψηφιακό!) μαγνητόφωνο που τοποθέτησε ανάμεσα μας η κόρη της κ. Ρόη. Δεν άκουγα, μάλλον δεν πρόσεχα ακριβώς τι έλεγε. Είχα τον καιρό να τ’ ακούσω με την ησυχία μου στην κατά μόνας ακρόαση. Την παρατηρούσα για να δω τις αφανείς περιδονήσεις της ψυχής της, που την έφεραν, μετά από 8 χρόνια εργασία μέλισσας, να έχει ολοκληρώσει (αυτή η πτυχιούχος της Δ’ Δημοτικού!) τη συλλογή και καταγραφή – «έκανα και την κατάταξη» (ειδολογκή) μου είπε και τότε ήταν που τα ‘παιξα που λεν- των 420 τραγουδιών, που ακούγονταν και τραγουδιόνταν έκπαλαι αλλά και μέχρι σήμερα στη Βλάστη (στην αρχαία και σημαντική αυτή κοινότητα ανθρώπων και έργων) και όχι μόνον στο Τρανό τους χορό τον Δεκαπενταύγουστο που μπορεί να γνωρίζουν οι περαστικοί κι ευκαιριακοί διαδρομιστές της ιστορίας της. Το γεγονός το αντιμετώπιζε με την ίδια απλότητα και σοβαρότητα που φτιάχνει τις έξοχες χορτόπιτες, στις οποίες ακόμα κι ο πλέον αφανάτιστος του είδους, υποκλίνεται. Αυτό, όμως είναι μια στάση ζωής κι όχι μια συμμόρφωση προς εφήμερες αναγκαιότητες και συμβατικότητες. Ανθρωποι του λαού χωρίς καμιά οίηση για το είναι τους, για τους δικούς τους, για την οικογενειακή ιστορία και παράδοση. Ενιωθα οικεία και σχεδόν ωραία εκεί μέσα· το απολάμβανα σαν μια μικρή ευχαρίστηση που σου παραχωρεί η τύχη να θέλεις πλέον να φροντίσεις κάτι που ποτέ δεν σ’ ενδιέφερε ιδιαίτερα, όπως είναι το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι, αφού ο έντεχνος κι ο κλασικός μουσικός λόγος σε τραβούσε και σε κρατούσε πάντα. Ομως, να που ο άνθρωπος – δημιουργός κι η χαμηλή αλλά πηγαία λάμψη του, σε κερδίζει και σε υποχρεώνει ν’ υποχωρήσεις από τις επιθυμίες και να χαρίσεις από το χρόνο σου μέρος σε κάτι αγαπητερό.
…Ετσι, η Μαριάνθη Βασβατέκη-Κύρκα γεννήθηκε το 1930 στη Βλάστη.
Διαβάζοντας το μεγάλο σύγγραμμα του Μιχάλη Καλλινδέρη σπουδαίου αυτού φιλολόγου και πνευματικού γεννήματος από το Βλάτσι, αφήνομαι προσώρας στην χαμηλοπόα ιστορία του κυρίως των επιφανών που γεννήθηκαν ή κατάγονται από κει οι οποίοι ξεχώρισαν στην Ελλάδα και τον κόσμο. Αυτός ο τόπος φαίνεται πως γονιδιακά έχει την μεγαλοσύνη στ’ ανθρώπινα έργα και πως έχει μια χαρισμένη από άλλες δυνάμεις δυνατότητα δημιουργίας και επιβολής. Ι. Φαρμάκης ήρωας του Αγώνα, η οικογένεια Δούμπα με τον μέγα της Νικόλαο, ο βαρόνος Κ. Μπέλλιος, ο του μόλις περασμένου αιώνα Α. Κεραμόπουλος, αλλά και πλείστοι όσοι της σήμερον νεοελληνικής πραγματικότητας
Η οιονεί «συγγραφική» απόπειρα μιας απλής κατοίκου της Βλάστης έρχεται να επιβεβαιώσει του λόγου του ασφαλές για τον χαρισματικό αυτό τόπο και τους κατοίκους του, που είχε και διατηρεί μια κάποια ιδιαιτερότητα. Η Μ.Β. δεν συναγωνίζεται και ούτε θέλει να συναριθμείται με τους παραπάνω ενδεικτικά αναφερόμενους ή και με τους συγγνωστά παραλειπόμενους επιφανείς, χωρίς καμιά αξιολογική διάθεση· ότι δεν γράφουμε την ιστορία της περιοχής αλλά τις προσωπικές μας «αίσθησες» από αυτό το άδολο εγχείρημα της κυρίας ανθολόγου.
Την ακούω ξανά και ξανά στο φωνητικό μέιλ, που μου έστειλε η κ. Ρ., όχι για να καταγράψω αυτολεξεί τα λόγια της, που δεν έχουν τίποτε το εξαιρετικό ως αφήγηση, αλλά για να εμπεδώσω πιο αδρά τις εικόνες που αφήνουν στο χρόνο από το ενεστώτα της στον παρελθόντα των δικών της.
Σε μια νεανική της φωτογραφία με την παραδοσιακή, ανάλαφρη ενδυμασία, είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα. Δεν μου το είπε τώρα, ίσως το λησμόνησε, ίσως το ντράπηκε μη θεωρηθεί και περηφάνια, αλλά στην ενδεκαμελή οικογένεια (5 αγόρια 6 κορίτσια) έγιναν πολλοί γάμοι άρα κι αρραβωνιάσματα. Σε κάθε τέτοια απόπειρα αλλά και συντέλεση, αυτήν την έκρυβαν από τα μάτια των αιτούντων το χέρι κάποιας αδελφής της, μη και η λάμψη της στρέψει αλλού μάτια και επιθυμίες. Αυτό το πολυάνθρωπο αλισβερίσι περί των γάμων αυτομάτως σημαίνει τραγούδι ατέλειωτο σε χρόνο και σε ποσότητα. Άλλοτε, με το γυμνό τραγούδι χωρίς δηλαδή τα όργανα, «έβγαζαν» ολόκληρο γάμο. Αρα η λίστα των τραγουδιών έπρεπε να είναι δεξαμενή άπατη! Ομως, δεν είναι αυτές μόνον οι μουσικές συνθήκες στις οποίες επένδυε σε γνώση τραγουδιών η Μ. αλλά και: νυχτέρια, παρέες, γιορτάσια, γλέντια μικρά και μεγάλα στα οποία μετείχε ενεργά είτε παρατηρητής αλλά ωτακουστής και τέλος στα εξόδια του κόσμου τούτου μοιρολόγια. Ολος ο λαϊκός, μουσικός πολιτισμός είχε μια ακόμα πιο κοντινή έκφραση, την οικογένειά της, η οποία φημίζονταν για το τραγούδι και έξω από τα όρια του χωριού και της περιοχής. Ο πατέρας της Θωμάς Κύρκας γεννηθείς το 1882, κυρατζής στο επάγγελμα, με ταξίδια συνεχώς προς την παρακάτω Ελλάδα (πουλούσε κυρίως τυριά της Βλάστης, δέρματα κ.α.) σε κάποιο από τα ταξίδια του, το τραγούδι ήταν ο μόνος σύντροφος, περνώντας από το Χάνι Χατζηγώγου στην Ελασσόνα, του μήνυσε ο χανιτζής: «στην επιστροφή του να περάσει απ’ εκεί, ότι ο λίαν φοβερός βασιλέας των ορέων Θεσσαλομακεδονίας Φώτης Γιαγκούλας τον ήθελε»! Παρότι παραλυμένος από το φόβο του δεν μπορούσε ν’ αψηφήσει τη διαταγή του «βασιλιά». Πήγε και βρέθηκε σε τρικούβερτο τραπέζι στρωμένο αλλά και γλέντι χωρίς τραγούδι, ελλείψει μουσικού. Εφερε σε πέρας ανδρείως ολονυκτία γλεντιού, μέχρι που τον φθόνησε κάποιος εκ της ληστοσυμμορίας, αλλά ατελεσφόρως, αφού είχε την εύνοια του μεγάλου αρχηγού. Την διατήρησε και στα κατοπινά του περάσματα από αυτήν την επικράτεια της Ληστείας. Ετσι όπως ο Μότσαρτ έπαιξε στις αυλές της Ευρώπης κι ενώπιον αυτοκρατόρων μετά των κυριών τους, τηρουμένων όλων των αναλογιών, ο πατέρας γεννήτωρ ομάδας κανονικής σε πλήρη ανάπτυξη τέκνων, αξιώθηκε να εμφανιστεί κι αυτός μονοφωνικά ενώπιον άνακτος! Είναι κι αυτό από το κάτι που σε διακρίνει στο βίο σου μετέπειτα. Απέκτησε έτσι τουλάχιστον την ευμενή τους ουδετερότητα.
«Το τραγούδι δεν έχει αγά» έλεγε ο πατέρας Κύρκας, δηλονότι εκτός από τον κεντρικό σώμα και τρόπο υπάρχει και η προσωπική ιδιαιτερότητα του εκτελεστή. Μια μορφή δηλαδή πρωτόγονης τζαζ άποψης, στην οποία χωρίς να αυτενεργεί ο εκτελεστής δεν ακολουθεί απαραίτητα το γνωστό αλλά αφήνεται σε παραλλαγές ακόμα στίχων και ήχων. Αυτό φαίνεται και στη συλλογή της Μ. Β. όπου η καταγραφή των τραγουδιών έχει το χαρακτήρα της πιστής αποτύπωσης του τραγουδιού ακόμα και με τις συγκοπτόμενες στην αρχή κι ολοκληρούμενες στη συνέχεια λέξεις· επιφωνηματικά μόρια, έει, πο, μώρ’ κ.λπ. Οπως και κατά τη διαδικασία άντλησης από τη μνήμη της των τραγουδιών, αυτά μπορεί να μην είναι σε απόλυτα ταυτόσημη εκδοχή με τις παραλλαγές τους με εκείνα που ακούγονται σε άλλους τόπους. Γιατί η συλλογή περιλαμβάνει εκτός από τα γνήσια τραγούδια της Βλάστης και άλλα, άλλων περιοχών τα οποία όμως τραγουδιούνται στο χωριό και στις περιστάσεις που διακρίνει, η κατά κάποιον τρόπο ανθολόγος.
Ενα τραγούδι απ’ αυτά που καταγράφει η Μ.Β. το έχω σχεδόν σαν μουσική εικόνα, γλυκύτατη στα μάτια της σκέψης μου. Μια παρέα τον παλιό κάπως καιρό, στο σπίτι μας στο χωριό ή σε κάποιο άλλο, μέρα γιορτής να τραγουδούν, οι μεγάλοι σε παρέα, στην αρχή αργά, σαν χαμηλότροπη βροχή, που συνεχώς όμως αύξανε χωρίς να γίνεται καταιγίδα, αλλά μια πλημμυρίδα νοσταλγικών ήχων. Το αντιγράφω από τη συλλογή έτσι για τη δική μου και μόνον μνήμη και συγκίνηση.
Πέρα σ’ εκείνο το βουνό σε κείνη εκεί τη ράχη
εκεί είναι ο πύργος γυάλινος (δις) με κρυσταλλένια τζάμια,
εκεί κοιμάται μια ξανθιά μια όμορφη κοπέλα
και πως να την ξυπνήσουμε και πως να της το πούμε
Ξύπνα καημένη Αναστασιά απ’ τον γλυκό τον ύπνο
γιατί μας πήρε η χαραυγή και το άστρο της ημέρας
Ξύπνα ν’ ανάψεις τη φωτιά να σβήσεις το λυχνάρι.
Πως να σηκωθώ λεβέντη μου απ’ τον γλυκό τον ύπνο
που μπλέξαν τα μαλάκια μου μαζί με τα δικά σου.
Το τραγούδι στις κοινωνίες της υπαίθρου χώρας σε συνθήκες των παλιότερων καιρών, ήταν η πρώτη ανάγκη της ψυχής αλλά και του τρόπου της ζωής· διάβαση από το καθημερινό στο ονειρικό, από το συνηθισμένο στο εξαιρετικό. Τους έφερνε σε άλλες πατρίδες είτε αυτές ήταν ένυλες είτε άυλες. Με άλλους ανθρώπους που διηγούνταν τις ιστορίες τους σε άλλες καταστάσεις τις οποίες συμβίωναν κι αυτοί μαζί ατομικά ή συλλογικά γεγονότα της καθημερινότητας ή και του ιστορικού βίου.
Τα τραγούδια πουλιά αποδημητικά είναι και ταξιδεύουν με τον αέρα. Πάνε και γυρίζουν. Τα τραγούδια της Μ. δεν είναι όλα αυτοφυή βλαστήματα της Βλάστης αλλά πολλά έχουν μια πανελλαδική αφετηρία. Οι μετακινήσεις των κατοίκων σ’ άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου προς βιοπορισμόν κυρίως, επέστρεψαν στο γενέθλιο τόπο τ’ ακούσματα των άλλων, όπως εκφράζονταν στις παρόμοιες περιστάσεις. Αυτά τα ενέταξαν στο δικό τους μουσικό ιδίωμα. Κι έτσι να θεωρούνται με τον καιρό και δικά τους ολικά δημιουργήματα.
Η συλλογή της Μ. Β είναι χωρισμένη σε ενότητες με κυρίαρχη τα τραγούδια του αρραβώνα και του γάμου. Ετσι έχουμε: A. Τραγούδια του αρραβώνα και του γάμου, Β. Τραγούδια χορευτικά, (τσάμικα), Γ. Κερατζίδικα, Δ. Κλέφτικα, Ε. Λιανοτράγουδα της ξενητιάς, ΣΤ. Τραγούδια του Αι Γιάννη, Ζ. Τραγούδια του Τρανού χορού, Η. Των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, Θ. Αποκριάτικα, Ι. Πασχαλινά τραγουδια Η. Τραγούδια της άνοιξης, Κ. Νανουρίσματα, λ. Μοιρολόγια, Μ. Της Κατοχής 41 – 44.
Η κάπως γενικευμένη αναφορά της συλλογής δεν προβληματίζει κι ούτε εγείρει ζήτημα τοπικής οικειοποίησης. Η συλλογή της κ. Μ. από μόνη της θαυμαστή, δεν είναι απαραίτητο να τονίζει πως τα 420 τραγούδια που περιέχει έχουν αφετηρία τον τόπο της. Στο μουσικό μας πολιτισμό παλιότερα και σήμερα δεν υπάρχουν όρια απαραβίαστα στις μιμήσεις, αντιγραφές, παραλογές. Η Συλλογή είναι έργο δημιουργικό, η κυρία είναι μια ανθολόγος του Δημοτικού τραγουδιού περιορισμένης τοπικής εμβέλειας και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Οι όποιες παραλείψεις, τα λάθη στην καταγραφή που θα βρούνε οι καλοθελητές στη συλλογή, που είναι έργον εντελώς ερασιτέχνη, ας είναι με την αρετή της επιείκειας, εκφρασμένα. Η «περισυλλέκτριά» τους δεν είναι επαγγελματίας «μορφωμένη», αλλά ψυχικά και μουσικά διαμορφωμένη τοιουτοτρόπως από τα πηγαία υλικά του τόπου της, των ανθρώπων του άλλοτε και του σήμερα, των πνευματικών και λαογραφικών παραδόσεων όλα αυτά δηλαδή που αποτελούν την άλιωτη αύρα της «νήσου» Βλάστης, επαρχία Εορδαίας, του Νομού Κοζάνης.
* Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου «Τα τραγούδια που τραγουδούν στη Βλάστη» που έγινε στο πνευματικό κέντρο Πτολεμαϊδας, Κυριακή 9 Μαίου με συνεισηγητές τον Δημήτρη Μπάκαβο (δρ. γλωσσολογίας, επιστημονικό συνεργάτη του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας και τη Μαίρη Πίνη δημοσιογράφο στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία». Το βιβλίο είναι συνέκδοση του περιοδικού «Παρέμβαση» και της Ν. Αυτοδιοίκησης Κοζάνης η οποία είναι και ο κύριος χορηγός του. Τυπώθηκε στην Πτολεμαϊδα στο τυπογραφείου «Επί χαρτού» του Χρυσόστομου Χρυσοστομίδη και το διαχειρίζεται ο Σύλλογος Βλατσιωτών Πτολεμαΐδος «Ο προφήτης Ηλίας».
































