Το θέμα της προσπάθειας των διοικήσεων των νοσοκομείων της Δυτικής Μακεδονίας να καλύψουν την τεράστια έλλειψη ιατρικού προσωπικού με «εντέλλεσθε» στους υφιστάμενους γιατρούς, προκειμένου να βγουν οι εφημερίες κλινικών και τμημάτων τους, στηλιτεύει για μια ακόμη φορά η Ένωση Ιατρών Νοσοκομείων και Κέντρων Υγείας Δυτικής Μακεδονίας (ΕΙΝΔΥΜ), με ανακοίνωσή της, στην οποία τονίζει ότι: «Το «ΕΝΤΕΛΕΣΘΕ», σ` ένα κατάκοπο σωματικά και ψυχικά ιατρικό προσωπικό, εγκυμονεί κινδύνους, αφενός για την υγεία αυτού του προσωπικού, και αφετέρου για την υγεία των ασθενών.»
«Το πρόβλημα της υποστελέχωσης όλων σχεδόν των κλινικών των δύο νοσοκομείων της Π.Ε. Κοζάνης δεν μπορεί να επιχειρείται να λύνεται προσωρινά με «εντέλεσθε» προς τους εξαντλημένος γιατρούς από τις συνεχείς και απλήρωτες εφημερίες», όπως δήλωσε στον «Π» ο πρόεδρος της ΕΙΝΔΥΜ Χρήστος Κατσίνας. Υπογράμμισε μάλιστα ότι είναι επιτακτική η ανάγκη άμεσης πρόσληψης ειδικών ιατρών, καθώς μια σειρά κλινικών υπολειτουργούν, καθώς είναι οριακά στελεχωμένες, τη στιγμή που αυξάνεται συνεχώς η προσέλευση στα δημόσια νοσοκομεία. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι η Μονάδα Τεχνητού Νεφρού του νοσοκομείου Κοζάνης λειτουργεί με έναν μόλις ειδικό γιατρό, όπως επίσης η Ωτωρινολαρυγγολογική κλινική του Μποδοσάκειου νοσοκομείου Πτολεμαΐδας, η οποία απειλείται μάλιστα με κλείσιμο, καθώς ο μοναδικός ΩΡΛ (ο διευθυντής Ονούφριος Μαυρίδης) ετοιμάζεται να αποχωρήσει στη σύνταξη.
Κι επειδή η ΕΙΔΝΥΜ δε εφησυχάζει και θεωρεί επιβεβλημένη μια υπενθύμιση του σοβαρού προβλήματος υποστελεχωσης των νοσοκομείων, έδωσε στη δημοσιότητα την ακόλουθη ανακοίνωση:
«Όπως είναι γνωστό, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, όλες σχεδόν οι κλινικές των νοσοκομείων του Νομού Κοζάνης, αντιμετωπίζουν πρόβλημα στην στελέχωση τους με ιατρικό προσωπικό. Η υποστελέχωση, ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, η οριακή στελέχωση (τρεις γιατροί) των κλινικών, σε συνδυασμό με την ανάγκη πραγματοποίησης καθημερινής Γενικής Εφημερίας και την αύξηση του αριθμού των προσερχόμενων ασθενών, καθιστούν την ποιότητα των παρεχομένων Υπηρεσιών Υγείας οριακά αποδεκτή, λόγω της κόπωσης του ιατρικού προσωπικού, το οποίο καλείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του υπερβάλλοντας εαυτόν, εφημερεύοντας 2,3,4 ακόμη και 5 συνεχόμενες ημέρες. Επί πλέον, υπάρχουν χειρουργικές ειδικότητες, όπου ένας γιατρός καλείται να αντιμετωπίσει επείγοντα χειρουργικά περιστατικά απολύτως μόνος του.
Η κατάσταση αυτή επιδεινώνεται και από το γεγονός του περιορισμένου αριθμού θέσεων ειδικευόμενων γιατρών, καθώς και από την έλλειψη ενδιαφέροντος για την κάλυψη των ήδη υπαρχόντων, αφού οι νέοι γιατροί μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Το καθεστώς αυτό, επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι γιατροί καλούνται να διεκπεραιώσουν και γραφειοκρατική εργασία, η οποία ως αρμοδιότητα εμπίπτει στην προβλεπόμενη από την νομοθεσία γραμματειακή υποστήριξη των κλινικών.
Χαρακτηριστική είναι η ελαφρότητα, με την οποία η διοίκηση των νοσοκομείων μας αντιμετωπίζει αυτήν την αποκαρδιωτική κατάσταση. Αρκείται στην έγγραφη προώθηση αιτημάτων για επικουρικό ιατρικό προσωπικό, ως ενέργεια προσωπικού εφησυχασμού, και στην έκδοση διαταγών τύπου «ΕΝΤΕΛΕΣΘΕ», φορτώνοντας στα συνήθη υποζύγια το βάρος της ευθύνης, νομικής και συνειδησιακής.
Το «ΕΝΤΕΛΕΣΘΕ», σ` ένα κατάκοπο σωματικά και ψυχικά ιατρικό προσωπικό, εγκυμονεί κινδύνους, αφενός για την υγεία αυτού του προσωπικού, και αφετέρου για την υγεία των ασθενών. Επίσης, η άποψη ότι η «εργασία εξαγνίζει», η οποία εφαρμόζεται ως λύση στο αδιέξοδο, αποτελεί βαναυσότητα, αφού εκμηδενίζει την ατομική και επιστημονική αξιοπρέπεια του ιατρικού προσωπικού, το οποίο υπερβάλλοντας εαυτόν, κρατά λειτουργικά τα νοσοκομεία μας.»