Πλησίαζε απόγευμα γύρω στις 4 00 στην Θεσσαλονίκη με εκείνη τηνκαλοκαιρινή κάψα που μόνο αυτή η πόλη αν την αναδυθείς στην ατμόσφαιρα της στον Ιούλη μέσα στο πλήθος, που το βλέπεις με τόσο κόσμο ελληνόφερτο και ξένο να σε προσπερνά ,όπως εσύ περπάτας στα μεγάλα πεζοδρόμια τηης Εγνατίας να ζήσεις πιο ανέμελα απο την μονοτονία όλης της χρονιάς ,που όχι και τόσο συχνά περιδιαβαίνης την μυθική κρούστα απο τα χρώματα των βιτρίνων ,βλέποντας εκεί στα καταστήματα τις τελευαίιες λέξεις της μόδας να αγοράσεις να χαρίσεις η να κάνεις όνειρα τα ακριβά φιγουρίνια της βιτρινας,που θα το φορούσες η να φύγει παρραπέρα η φαντασία μιας ίσως γνωστής σου να κοσμεί σαν φωτομοντέλο στα απέριτα δρομάκια της Πτολεμαίδας.Η ζέστη όμως εκείνης της ημέρας γέννησε απόγνωση γιατί το τραίνο λόγω απεργίας για Αθήνα θα έφευγε αργά το βράδυ και ποιος θα φανταζόνταν στους 39 άνω του μηδενός,που μέχρι πόσο θα άντεχε ο οργανισμός να ζήσει αφόρητα το τσιμέντο, που ανέδυε στο βάδισμα του μεταμεσήμερου για να σκεφτείς μόνο το δρομολόγιο του ΟΣΕ στις 23.00.
Αφήνοντας λοιπόν την Εγνατία πρώτη σκέψη ΄θα ήταν να περιεχείλιζε την ζαλάδα μιας κοσμοπολιτίκης μεσουράνιας καλοκαιρινής ανάπαυλας κάτι παραπλήσια του Λευκού Πύργου συνάμα απέναντι με τα καφεζαχαροπλαστεία ,που μαζέυεται η αφρόκρεμα των στελεχών απο μεγάλες εταιρίες κυρίως διοικητικών προσώπων πάντα αυτήν τηην ώρα.Μέσα λοιπόν στο κατάκλειστο αστικκό που ούτε ο κλιμματισμός δεν δούλευε ,όπως διαπιστώθηκε με κάτι Αλβανούς να μουρμουρίζουν μάλλον για καμμιά τους φυγόδικη τους εκρεμμότητα,έκανε την γύρα το citybus να βρεθώ στα μουλωχτά με το απότομο φρενάρισμα του ακριβώς απέναντι απο το Κέντρο Μακεδονικών Σπουδων.
Σαν αίσθηση όμως δεν ήταν και κακή γιατί διαπίστωσα ότι μέσα στην ντάλα υπήρχε δεντροστειχοία ,επιστρατέυοντας ρομαντικές κλιματιστικές διαθέσεις για να έχεις την συναίσθηση της ότι ο κάυσωνας θα γινόταν μελτέμι ,έτσι όπως έβλεπες να συρέουν δίπλα τα αυτοκίνητα στο διάνυσμα τους της λεωφόρου.Θα έμενε μόνο η εικόνα ότι η μέρα αν συμπεριέλαμβανε κανείς και το ολονύκτιο ταξίδι μακριά θα ήταν η ταλαιπωρία.
Με όλα τα ατού της ατμόσφαιρας και ιδίως καταφτάνωντας στο καφέ ,κάθισα και πήρα μια παραγγελία ενός εσπρέσσο, που μόνο ένα σαλονικιώτικο στέκι έχει την τέχνη να το καλοδουλέυει.Η μόνη απρόσμενη επιβάρυνση ήταν η τσουκτερή τιμή ,θυμόμενος εκείνες τις 700 δραχμές ακόμη.
Λίγο πολύ θέλοντας να απολάυσω το ίνδαλμα της πόλης και όλων των Βαλκανίων τον Λευκό Πύργο ,που κατέχει ιδιαίτερη θέση στις αισθήσεις πολλων περιηγητών του καλαίσθητου, αν αυτό συνδυαστεί με την μοναδικότητα της θαλλασινής απόχρωσης του λιμανιού που είναι δίπλα καιθα έλεγε κανεί πως μία εν τις χιλιοίς χαλάλι τα εφτά εκάτοστάρικα και ούτε ο πρώτος είσαι ούτε ο τελευταίος με τόσο κόσμο γύρω να περιφέρεται στα τραπέζια με βλέμματα και πρόσωπα να γίνεται ένα με την πανδαισία του παραλιακού ουρανού σε μιας φύσης να εξανεμίζεσαι δοσμένος αλόγιστα σε αυτήν.
Απόηχος αιώνιας ομορφιάς με χρώματα και ιστορία στο λυγιόκορμο ρίζωμα στην αφόρητη μα εξωπραγματική κάψα,περνώντας η ώρα περίπου γύρω στα 50 λεπτά.Κάπου όμως όπως όλα θέλουν την ρέγουλα της και που παλι όπως πλησίαζε το απόγεμα δεν έλεγε να καταλαγιάσει η ζέστη,άφησα το πολυτελές τραπεζοκάθισμα στο ανέπαφο ρεαλισμό της παρακείμενης θερμοπληξίας,που καταίγιζε κάθε όριο υπομονής.
Ύστατη λύση αποτέλεσε εκείνη η στιγμή κάτι πολύ επιθυμητό και εγκόσμιο μονοπάτι λύτρωσης να συνεχίσει η διαδρομή στο επαίσθητο βάδισμα της καλοκαιρινής περιπλάνησης και ακριβώς απέναντι στην αποβάθρα του συλλογισμού δίπλα στο κύμα παρέα με το μακρουλό πεζούλι, στο σημείο εκείνο που μεγάλοι ξένοι και Ελληνες συγγραφεις και διανοοούμενοι,ποιητές ,στοχαστές μα και απλός κόσμός ότι καθισμένοι στην παραλία του Λευκού Πύργου ,μια λέξη μόνο, ΞΕΛΟΓΙΑΖΟΝΤΑΙ.Με τέτοιες σκέψεις να λοιπόν που βρέθηκα στις τόσες πολλές φορές στο ίδιο στέκι, μα με εκείνη την ντάλα πιο πολύ με καταίγιζε έλλειψη συγκέντρωσης να είχε τύφλα εκείνη την ώρα ο Χέμινγουει.
Το κύμα είχε τα μποφώρια του με εκείνον όμως τον χτύπο στο πρεβάζι πλατσ ,πλάτσ και δεν πήρε πιο πολύ να σε συνεπάρει, μα έπρεπε ο νούς να προχωρήσει και πάλι άρχισαν τα ταξίδια μιας αδιαπέρατης φαντασίας με ένα το κύμα και μια την Θάλλασα ,που δεν έγινε ένα απλό διαπέρασμα μόνο θαλερής προσπέλασης απέναντι στην τρέλλα να επιστρέψει κανείς στον προορισμό του δρομολογίου για το ανεπανάληπτο όνειρο.Θα μπορούσαν όμως όλα αυτά να συμβαίνουν σε ένα απόγεμα σε έναν εκεί περιηγητή,που έχασκε την ώρα του να σπάσει την θολωμένη του μουρμούρα και αναρωτήθηκα ,το θυμαμαι ,άραγε έτσι σκέφτονταν στο μεσοδιάστημα οι γύρω του την ύστατη στιγμή και όπως λοιπόν συνδέθηκα συνειδητά, κατα το θεώρημα του Καθηγητή Ψυχίατρου Γιουνκ να βλέπουμε και το τι γίνεται λίγο γύρω μας,πήρε το μάτι μου ότι παραδίπλα στα ίδια ακριβώς συμπτώματα υπήρχε μια άλλη ονειροπαρμένη ύπαρξη ,μια κυρία γύρω στα 32 ,κοιτώντας το πέλαγος, κόντευε η φωτογραφική της μηχανή τύπου ΝΙΚΟΝ να της συρθεί το λουρί ,παρεμβαίνοντας να την αφυπνήσω απο τον λήθαργο και γυρνώντας πρός εμένα, μου εξήγησε ότι δεν ήξερε Ελληνικά και της εξήγησα την περιβλέπουσα κατάσταση.
Ευτυχώς, μου είπε ,που κάθε καλοκαίρι έστω και μια φορά το χρόνο έρχομαι εδώ για facetherapy .Στο Βελιγράδι και έτσι που πάμε για πόλεμο ούτε χαλάουα δεν μπορείς να βρείς.Εσύ απο που είσαι με ρώτησε,Έλληνας?
Ελληνας,της είπα .
Πως λέγεται η πόλη σου ? με ρώτησε.
Πτολεμαιδα,δεν είναι και πολύ μακριά απο την Θεσσαλονικη.Εσυ τι δουλειά κάνεις στο Βελιγράδι?
Δημοσιογράφος είμαι, στο Ραδιοφωνικό Σταθμό του Βελιγραδίου.
Εκδρομή στην Θεσσαλονίκη?
Όχι ακριβώς ,στην Πάρο πηγαίνω ,και ήμουν πρίν κάπου αλλού.
Πως σε λένε ?
Τζασμίν.
Νίκος ,συνάδελφος και εγώ λίγο καινούργιος.
Παράλληλα με την δουλειά ,ανήκω σε ένα γυναικείο κίνημα και διεισδυσα στο ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ και έβγαλα φωτογραφίες σε ένα μοναστήρι.
Ενδιαφέρον. Απο ότι ξέρω στο ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ υπάρχει άβατο για τις γυναίκες ,που θα πάνε οι φωτογραφίες?
Στο σωματείο.Τι ώρα είναι?5.30.
Δεν περπατάμε λίγο να φάμε.Πείνασα
Έχει πιο κάτω GOODYS.Kαι δεν πάμε ?
Φύγαμε λοιπόν απο την παραλία και πήραμε το δρόμο απο τον παραλιακό πεζόδρομο.
Εσείς οι Έλληνες ,ειπε ,η Γιασμιν, είστε ίδιοι με τους αρχαίους δεν αλλάξατε .Τόσα περάσατε και έχετε αυθεντικοί.Οι υπόλοιποι στην ιστορία τους τους χωρίζουν πολλά και χάνουν με τα χρόνια ,όσο περνά ο καιρός την ανθρωπιά τους.
Ειμαστε Γιασμίν, νομίζω,αυτοί που είμαστε γιατί πάντα ζούμε με τα άσχημα ,κάνουμε τα χατήρια των ολονών και ποτέ μα ποτέ δεν τους λέμε τα πράγματα όπως είναι.
΄’Οπως οι φιλόσοφοι Επικούριοι Νίκο.
Συμφωνώ με τους αρχαίους Αθηναίους Γιασμίν.Αλλά απεχθάνομαι Σπαρτιάτικους Νόμους.Υπερμαχω στην ακρατη ελευθέρια,λόγου
Εγώ θαυμάζω τον Σωκράτη.Αν και ειναι λίγο Αμερικαγειρόμενος ΄που δεν τους βλέπω τους Δυτικούς να μας στηρίξουν,μια βομβα και τελειώνουμε.
Αστα αυτά κάτι καλύτερο να πούμε, γιατί σε αυτό το σημείο που είμαστε τώρα καιπερπατάμε κάποτε ο Καραμανλής με τον Ζισκαρ Ζεστέν έκαναν περίπατο στο ίδιο μέρος.
Κατάλαβα .Τοτε με εκείνον τον δικό σας τον Λαμπράκη.
Τον Λαμπρακη και ποτέ δεν θα βγεί άκρη τις πταίει.
Κουβέντα στην κουβέντα φτάσαμε στα GOODYS kαθισμένοι στα εξω τραπέζια ,θυμώμενος εκεινο το τραγούδι που ακουγόταν το Ι ΑΜ WALKING ON SUNSHINE kαι η φίλη μας η Τζασμίν με αποθανατάσε με μια φωτογραφια. ,Που δυστυχως όπως αποδείχτηκε μοιραία κατόπιν ποτέ δεν έφτασε στον παραλ’ηπτη.
Σου αρέσει το σουβλάκι?Κάποια στιγμή με ύφος ανακριτικό ,με ρώτησε.
Μερικές φορές.Είμαι λίγο της υγιεινης διατροφής.
Εγώ όταν έρχομαι στην Θεσσαλονική περνάω απο μαγαζιά με ψητά .Θυμαμαι ένα εδώ πιο κάτω,κρατας ακόμη δίαιτα?
Θα κάνω εξαίρεση στα προσφιλή Βαλκάνια.
Εξαρτάται, απάντησε η Γiασμίν,αν τα αντιφιλοδυτικά λόμπυ της Σερβίας απουσιάζουν διακοπές.Τότε οι προσκείμενοι σε ηλιόλουστα θέρετρα των σκληροπυρηνικών Νοτιανατολικης λεκάνης της Μεσογείου, τέλουν χρέη εφεδρικής επαγρυπνήσης ,υποκρυπτουν ΝΑΤΟΙΚΕΣ εξάψεις.
Και κυρίως σε συνοριακά προτεκτοράτα,της απάντησα.
Κουβέντα στην κουβέντα ,βρεθήκαμε σε μια γραφική ψηστάρια στα λαδάδικα.Η αλήθεια ήταν ότι την μέρα εκείνη είχε πολύ κόσμο αγανακτώντας η Τζασμίν γιατί ενώ όλοι βρίσκονταν παράλληλα στο μπουφέ ,αυτή παρέμενε στην ίδια θέση με την υποτιθέμενη ουρά,που είχε την εντύπωση ότι υπήρχε.
Μετά απο το Ελληνικό γεύμα,πηγαίνοντας περίπου η ώρα 6.00 και απο ότι μου είπε το δρομολόγιο στο λιμάνι για Πάρο ήταν 8.00,έχοντας και εγώ τον χρόνο για το δρομολόγιο αργά το βράδυ ,περπατήσαμε μέχρι το λιμάνι ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ,στο τότε διαμορφωμένο φουαγιέ.Η Τζασμίν λίγο αγχωμένη που κάπως ειχε δεθεί μαζί μου, σαν να ήθελε περισσότερο να μου μιλήσει για αυτήν,δείχνοντας πάντως μια συγκράτηση αγνώστου ΄λόγου,στο είδος του γυναικείου προαισθήματος.
Νικο,φοβάμαι,μου είπε κάποια στιγμή αλλά πάλι αισθάνομαι καλά .,I am walking on sunshine only for a moment in time.But and the sun and in port i think always rising, you understand?Mετά απο αυτό το ξέσπασμα ,άρχισε να κλαίει
Δεν σε καταλαβαίνω γιατί όλα αυτά Τζασμίν ,της είπα,εισαι διακοπές .
Πόσα λίγα λίγα ξέρεις για εμένα μου είπε .Το χθες και το σήμερα είναι δεν υπάρχουν και δεν υπάρχω και εγώ ,αλλά δεν ξέρω τι μπορεί ίσως να αξιζει να ζείς για το παρελθόν ,μόνο όταν το θυμάσαι.
Πέρασε πολυς καιρός να καταλάβω το τι ήθελε να εννοήσει ,που ούτε καν και η ίδια ανεξήγητα αντίδρασε έτσι ,μα πάλι άρχισε να περιβλέπει το συμβάν της συνάντησης μας και μου έλεγε Σέρβικα ανέκδοτα και στο τέλος κάναμε μια βόλτα ‘’ρομαντική’’ στην αυλή, που σε λίγη ώρα απο εκεί θα ξεκινούσε το καράβι για τα νησιά στον προορισμό της .
Τo μεγάφωνο σε λίγη ώρα προανήγγειλε το δρομολόγιο και ακούγωντας το ξαφνικά με άρπαξε και με φίλησε.
Σε φίλησα μια φορά, μου είπε smile.
Mε ξαναφίλησε πάλι .
Νίκο μπορεί αυτό να ναι αιώνιότητα,ξαναφιλώντας με .
Ξέρεις τι σημαίνει μια γυναίκα τρίτη φορά να φιλά?Ποτέ δεν θα το μάθεις.
Νίκο Goodbye.Mε το αντίο αυτό έφυγε απότομα.
H ώρα και για μένα είχε αρχίσει να παρέρχεται και όταν βρέθηκα στο τραίνο κοίταξα για μια φορά το τηλέφωνο της και με την επάνοδο μου το εναπόθεσα σε ένα αρχείο.Με τα νέα του βομβαρδισμού στην Σερβία είχα πάρει επανελλημένα τηλέφωνο ,μα οι γραμμές .ηταν κατειλημένες.
Τελικά μεσοδιαστημα της σύρραξης κατάφερα και έπιασα γραμμή,ζητώντας ,απαντώντας με μια γυναικεία φωνή,που ηξερε μόνο Σέρβικά.Προφέροντας το όνομα Τζασμίνα ,ξαφνικά η κυρία άρχισε να κλαίει με λυγμούς στην γλώσσα της.
ΝΙΚΟΣ ΤΟΠΟΥΖΗΣ