Ηλίας Σιδέρης
Δικηγόρος Αθηνών
www.siderisilias.gr
Κατά το μνημόνιο 2, εισάγονται στην εργατική μας νομοθεσία πολλές διατάξεις που θα αλλάξουν δια παντός το εργασιακό τοπίο, όσον αφορά το σύνολο των εργασιακών σχέσεων και τα κεκτημένα δεκαετιών, όπως το ωράριο των εργαζομένων, τις αμοιβές και πλήθος εργατικών ζητημάτων. Όλες οι μεταβολές είναι στο πνεύμα αύξησης της ανταγωνιστικότητας και μείωσης του κόστους, που προωθεί η Τρόικα. Συγχρόνως όμως, οι μεταβολές αυτές καταφέρνουν σημαντικό πλήγμα στα δικαιώματα των εργαζομένων και αύξηση της εργασιακής ανασφάλειας. Σημαντική μεταβολή που πραγματοποιήθηκε μέσα σε όλες είναι και η μονομερής επιβολή εκ περιτροπής απασχόλησης.
Συγκεκριμένα, εάν περιοριστούν οι δραστηριότητές μιας επιχείρησης ο εργοδότης μπορεί αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει, χωρίς την σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα μήνες στο ίδιο έτος, μόνο εφόσον προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων. Μην σας ξεγελά: Ακόμα και στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι δεν δεχτούν την πρόταση, ο εργοδότης έχει το δικαίωμα να επιβάλλει μονομερώς, εκ περιτροπής απασχόλησης, προκειμένου να αποφευχθούν οι απολύσεις, για χρονικό διάστημα μέχρι εννέα μήνες στο ημερολογιακό έτος. Ως προς τι λοιπόν η διαβούλευση;
Το συγκλονιστικότερο όλων είναι ότι μετά τη λήξη του εννεάμηνου είναι δυνατή η απόλυση του εργαζομένου με ή χωρίς προειδοποίηση, με την καταβολή της αντίστοιχης αποζημίωσης απόλυσης!
Αν ο εργοδότης πραγματοποιήσει απόλυση εργαζομένων ενώ έχει επιβάλλει μονομερώς σύστημα εκ περιτροπής εργασίας κινδυνεύει η απόλυση, να ακυρωθεί από τα δικαστήρια (χωρίς αυτό βέβαια να είναι σίγουρο) σε ενδεχόμενη προσφυγή των εργαζομένων, διότι ο νομοθέτης αναφέρει ότι αντί καταγγελίας μπορεί να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής απασχόληση. Ο νομοθέτης θέλει δηλαδή να δώσει στην επιχείρηση “πίστωση” χρόνου για να μπορέσει να ανταπεξέλθει στις ανάγκες των καιρών. Το νομοθέτημα, όμως, έπρεπε να εφαρμόζεται μόνο στις επιχειρήσεις αυτές που αντιμετωπίζουν αντικειμενικό πρόβλημα (το οποίο πρόβλημα θα έπρεπε να ελέγχεται ενδελεχώς από τις αρμόδιες υπηρεσίες) και όχι να είναι ο κανόνας.