Του Μωυσιάδη
Παναγιώτη
…Ονειροπόλος ταξιδευτής της μνήμης ,
πλανιέμαι πάνω στ’ άγια χώματα σου, πατρίδα.
Με σφιγμένη καρδιά αντικρίζω την εγκατάλειψη να χάσκει εμπρός μου.
Κάπου εδώ στο ερειπωμένο προσκυνητάρι σταμάτησε ο χρόνος της Ανατολής.
Τα χνάρια της δημιουργίας αντιστέκονται απεγνωσμένα στη βία της ιστορίας και αρνούνται να πεθάνουν παραμένοντας ζωντανά τεκμήρια στο συντελεσθέν έγκλημα.
Βρικολακιάζουν και πάλι οι μνήμες σε κάθε προσκύνημα στους ΄΄γονιδιακούς΄΄ τόπους και γίνονται μήνη κι ανάθεμα στους τζογαδόρους λαών και πατρίδων.
Οι μνήμες γίνονται ερινύες και καταδιώκουν τους εμποράκους και παραχαράκτες της ιστορίας.
Μόνο οι εικόνες της γεννήτρας γης του Διογένη ακτινοβολούν ακόμα το πνεύμα και τη γνώση στο λαμπερό ήλιο της σινωπικής γης.
Τα καστρόλιθα, σωριασμένα βόλια , προσδοκούν τον οίκτο της ΟΥΝΕΣΚΟ, για να επανακτήσουν τη χαμένη τους αίγλη.
Μόνο η Παναγία Σουμελά ορθώνεται επιβλητικά, αγκρέμιστο αγκωνάρι του χρόνου, χαμογελώντας σαρκαστικά στις κρατικές φιέστες της τουρκικής διπλωματίας.
Οι εκκλησιές, στοιχειωμένα κουφάρια της Λωζάννης , κρυφοταϊζουν τα ζωντανά του Μεμέτ, για να γλυτώσουν την κατεδάφιση και τον αφανισμό .
Τα σχολειά δεν άντεξαν τη μορφωτική εγκατάλειψη και γκρεμίστηκαν αύτανδρα στη μοίρα της Ρωμιοσύνης.
Το σπίτι, που ακόμα στέκεται εμπρός μου , προσπαθώ να το’ νιώσω δικό μου, ν’ ακούσω το κλάμα του παππού και το ΄΄ύλαγμα΄΄ του σκύλου.
Και πιο κάτω ο ορνιθώνας … Εκεί γεννοβολούσαν οι κότες τα μεγάλα αυγά, που πάντα επαινούσε η γιαγιά.
Μα ποτέ δεν στοχάστηκε ο ρωμιός παππούς το δρόμο της προσφυγιάς..
Όλοι οι δρόμοι, που στερούνε πατρίδες, είναι ποτισμένοι με οδύνες και σπαραγμούς… Οι δρόμοι, που μας φέρνουν στις πατρίδες, είναι παράξενα φορτισμένοι με ατελείωτα γιατί …
Κι όμως όσο πιο πολύ αντικρίζεις τον οργασμό της γης με τ’ αμέτρητα κορφοβούνια της ,σκεπασμένα με τα αιώνια έλατα και τις οξιές, άλλο τόσο κατανοείς την εμμονή του παραμυθιού στο δάσος, και στον ξυλοκόπο.
Μόνο όταν ξεδιψάσουν τα χείλη σου από τις μύριες γάργαρες πηγές, μόνο τότε θα συγχωρήσεις το νοσταλγικό πρόθεμα της προσφυγιάς…
΄΄ έϊ κιτί πατρίδα, μέρ είσαι ΄΄
Το συναίσθημα άρχισε να ξεχειλίζει και να γίνεται δάκρυ ,εικόνα, ήχος.
Η ψυχή της πατρίδας ζωντανεύει στα μάτια της τρίτης προσφυγικής γενιάς, της κάθε γενιάς που γνωρίζει το ταξίδι της ιστορίας στο μύθο και στ’ ανάθεμα.
Στους ΄΄ιερούς τόπους΄΄ τα πράγματα μένουν στοιχειωμένα στο χρόνο… Εδώ δεν άλλαξε τίποτα.. ο νέος ένοικος είναι ο καταληψίας των βιωμάτων μας.
Τα σπίτια των προσφύγων δεν αποζημιώθηκαν ποτέ. Προσμένουν τους
ιδιοκτήτες τους….
Οι καταληψίες υποδέχονται τους ένοικους, μόνο που τα συμβόλαια αγοραπωλησίας έχουν χαθεί στα βρομερά κατράμια του Κιρκούκ και της Μοσούλης.
Πλησίασα το σπίτι του παππού. Μια οθωμανή με καλωσόρισε, Αλλά ένιωσε αμήχανα όταν με αντίκρισε.
Εγώ ένιωσα χαρά, που βρήκα την προγονική εστία άθικτη να με περιμένει…
Ένιωσα το κάλεσμα του ΄΄πεγαδιού΄΄ (βρύσης) έσκυψα και ήπια νερό, ξορκίστηκα από τα δεσμά της λήθης, εξαγνίστηκα με τ’ άγιασμα του καλαντόνερου . ξεδίψασα από την ομηρική νοσταλγία της πατρίδας μου.
Επιτέλους ολοκλήρωσα το ταξίδι της επιστροφής… τέλεσα ένα χρέος, έκλεψα την εικόνα της πατρίδας, οσμίστηκα της Παναγιάς το δάκρυ, δροσίστηκα στο μαυροθαλασσίτικο αιγιαλό, γνώρισα το χθες…. μπορώ να πορευτώ στο αύριο…