Ο κ. Σαμαράς πριν τις εκλογές ζητούσε την ψήφο του Ελληνικού Λαού φοβίζοντας τον ότι σε αντίθετη περίπτωση θα αντιμετώπιζε άδεια ράφια στα καταστήματα πώλησης τροφίμων.
Ένα χρόνο μετά η πολιτική της αδιέξοδης λιτότητας και της αυξανόμενης ύφεσης θέτουν στους καταναλωτές ένα ακόμα δίλλημα. Κατανάλωση ληγμένων προϊόντων ή πείνα.
Μπορεί επικοινωνιακά η συγκυβέρνηση να ονομάζει τα ληγμένα προιόντα “τρόφιμα περασμένης ημερομηνίας διατηρησιμότητας”, αλλά η ουσία παραμένει. Η Συγκυβέρνηση έχει μειώσει το εισόδημα των Ελλήνων. Εθελοτυφλεί στα αυξανόμενα ποσοστά ανεργίας. Καταδικάζει τους πολίτες στην ενεργειακή φτώχεια, διατηρώντας για άλλη μια χρονιά τις υψηλές τιμές πετρελαίου θέρμανσης.
Ισχυρίζεται ο αρμόδιος υφυπουργός ότι τα τρόφιμα αυτά είναι ασφαλή για την υγεία. Δεν μας απαντάει όμως γιατί διχάζει για άλλη μια φορά την κοινωνία. Δεν μας απαντά γιατί δημιουργεί ανθρώπους δύο ταχυτήτων. Είναι γεγονός ότι σύμφωνα με διαδικτυακή ανάρτηση της ΕΚΠΟΙΖΩ “Για τα συγκεκριμένα τρόφιμα η ημερομηνία λήξης ή ημερομηνία ελάχιστης διατηρησιμότητας σηματοδοτεί το τέλος της αποδοχής των οργανοληπτικών χαρακτηριστικών (οσμή, γεύση, εμφάνιση κλπ) του τροφίμου από τον καταναλωτή. Αποφασίζεται κυρίως από τον παραγωγό, ο οποίος θέτει ως ημερομηνία λήξης την χρονική περίοδο, πέρα από την οποία το τρόφιμο δεν είναι αποδεκτό από τον καταναλωτή.”
Ας φροντίσει η κυβέρνηση να ελέγξει την αγορά και τις συνεχώς αυξανόμενες τιμές σε μια Χώρα που τα εισοδήματα συνεχώς πέφτουν. Ας απαλλαγεί από τις νεοφιλελεύθερες ουτοπίες για εσωτερική υποτίμηση σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, όπου οι πολυεθνικές έχουν τη δυνατότητα σταυροειδούς χρηματοδότησης για να κρατούν ψηλά τις τιμές παρά την μείωση της κατανάλωσης προκειμένου να αφανίσουν τους εγχώριους εμπόρους και να δημιουργήσουν συνθήκες μονοπωλίου.
Η θέση των Ανεξάρτητων Ελλήνων είναι σαφής και ξεκάθαρη. Προτείνουμε την διάθεση των μη ευαλλοίωτων τροφίμων πριν την παρέλευση της ημερομηνίας ανάλωσης στη μισή τιμή. Έτσι και τα τρόφιμα θα καταναλωθούν, η σπατάλη πόρων θα μειωθεί, οι τιμές θα κρατηθούν σε λογικά επίπεδα και δεν θα τίθεται σε πιθανό κίνδυνο η υγεία των καταναλωτών.