Δρ Δημήτρης Γ. Μυλωνάς
Η ανακοίνωση του Ιστορικού-Λαογραφικού & Φυσικής Ιστορίας Μουσείου Κοζάνης για διακοπή της λειτουργίας του κατά τον Αύγουστο λόγω έλλειψης χρημάτων έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της περιοχής. Ήταν όμως πραγματικά ένα ξαφνικό γεγονός ή μήπως προϋπήρχαν όλες εκείνες οι ενδείξεις που οδηγούσαν αναπόφευκτα στην αναγκαστική αυτή πράξη; Η λογική μάς κατευθύνει στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης.
Η οικονομική κρίση της χώρας επεκτείνεται σταδιακά και σε άλλους τομείς, όπως ο πολιτισμός. Οφείλουμε επιτέλους να κατανοήσουμε ότι η εποχή των παχιών αγελάδων έχει προ πολλού παρέλθει. Ωστόσο, οι περισσότεροι από μας δυστυχώς κοιτάζουμε έκπληκτοι σαν να ζούμε σε άλλη χώρα και δε θέλουμε να αντιληφθούμε πως χρόνια τώρα κανείς δεν εξέτασε σοβαρά τη χρησιμότητα και την ανταποδοτικότητα των μουσείων που κατασκευάζονται χωρίς κανέναν στρατηγικό σχεδιασμό. Όλοι μας γνωρίζουμε τις πιέσεις της τοπικής κοινωνίας και των βουλευτών για ένα «δικό τους» μουσείο. Όσο όμως το πρόβλημα αναπαράγεται, τόσο επιβεβαιώνεται ότι τα περισσότερα μουσεία δεν είναι βιώσιμα. Γιατί προσπάθησαν να επιβιώσουν παρασιτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, γιατί δεν υπήρξε σχεδόν ποτέ μια μελέτη βιωσιμότητας για τέτοιους χώρους, γιατί δε λειτούργησαν ποτέ σε συνθήκες άμιλλας και υγιούς ανταγωνισμού, γιατί δε στελεχώθηκαν από ειδικούς επιστήμονες, γιατί οι διοικήσεις τους λειτουργούσαν με μικροπρεπείς ή μηδενικούς στόχους.
Το φαινόμενο της δυσλειτουργίας των μουσείων δεν είναι όμως μόνο ελληνικό. Είναι διεθνές, καθώς πλέον οι πολίτες-επισκέπτες των μουσείων αναζητούν νέους τρόπους αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου τους, εφόσον το προϊόν που παρουσιάζουν τα μουσεία δεν είναι ελκυστικό. Υπάρχει πλέον η διασκέδαση στο σπίτι, η αύξηση των χώρων με κήπο, τα γυμναστήρια, το φαγητό σε εστιατόρια, τα ψώνια. Αυτή τη στιγμή τα ψώνια είναι η δεύτερη δημοφιλέστερη ενασχόληση κατά τη διάρκεια του ελεύθερου χρόνου, με πρώτη την τηλεόραση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν εμπορικά κέντρα στη Βρετανία, όπως το Bluewater Park στο Κεντ ή το Trafford Park στο Μάντσεστερ, τα οποία προσελκύουν 30-35 εκατ. επισκέπτες το χρόνο, περισσότερους από τους επισκέπτες όλων των μουσείων μαζί. Ο σύγχρονος καταναλωτής πρέπει να λάβει εκείνα τα ερεθίσματα, που θα είναι εξίσου ελκυστικά όσο τα ψώνια ή ο απογευματινός καφές, για να γίνει δυνητικός επισκέπτης των μουσείων.
Το «δικό μας» Μουσείο αποτελεί ένα σημαντικό Λαογραφικό Μουσείο με ιδιαίτερο πλούτο αντικειμένων. Παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται από πολλούς ως ένα από τα σπουδαιότερα Λαογραφικά Μουσεία της χώρας, θα πρέπει να τονιστεί ότι δυστυχώς δεν αντέχει στο συναγωνισμό με άλλα αντίστοιχου περιεχομένου μουσεία, αποδεικνύοντας στην πράξη τη ρήση του μη ελκυστικού προϊόντος:
. ο μουσειακός σχεδιασμός του είναι απαρχαιωμένος και δε διαφαίνεται στο άμεσο μέλλον κάποια αλλαγή
. πολλά από τα εκθέματα έχουν να συντηρηθούν εδώ και πολλά χρόνια, ώστε να είναι ορατός πλέον ο κίνδυνος καταστροφής τους
. δεν υπάρχει μακροχρόνια πολιτική στελέχωσης με κατάλληλους ανθρώπους και ειδικούς επιστήμονες για τη σωστή λειτουργία του
. δεν υπάρχει πολιτική εξεύρεσης πόρων από άλλες πηγές, όπως εθνικές και διεθνείς συνεργασίες με άλλα μουσεία, ευρωπαϊκά προγράμματα κ.λπ.
. δεν προβάλλεται κατάλληλα στο ευρύ κοινό και τα φυλλάδια του είναι παλιά και με ξεπερασμένη λογική παρουσίασης
. δεν υπάρχει επιστημονική καταγραφή του συνόλου των αντικειμένων του μουσείου, γεγονός που οδηγεί και σε λάθος αποθήκευση
και τελευταίο, αλλά ίσως το σημαντικότερο όλων
. το μουσείο συνεχίζει να βρίσκεται κάτω από την ομπρέλα του Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών, χωρίς να διαθέτει το ίδιο δική του νομική μορφή για να μπορεί να λειτουργεί αυτόνομα.
Τι μπορεί να γίνει για να βγει το «δικό μας» Μουσείο από τη δίνη στην οποία έχει περιπέσει; Υπάρχουν λύσεις και τρόποι σωτηρίας; Σίγουρα δεν πρόκειται να επιλυθούν τα όποια προβλήματα μαγικά. Ωστόσο, οφείλουμε όσοι έχουμε ειδικευτεί στον τομέα του πολιτισμού να καταθέσουμε τις προτάσεις μας και να προτείνουμε λύσεις, για την αποφυγή του μοιραίου που δεν είναι άλλο από το οριστικό κλείσιμο του Λαογραφικού Μουσείου. Και στην ίδια μοίρα εντάσσονται και τα υπόλοιπα μουσεία της πόλης μας, παρότι ανήκουν στο Δήμο Κοζάνης, το Μουσείο Σύγχρονης Τοπικής Ιστορίας, η Χαρτοθήκη, και τέλος, το πολιτιστικό στολίδι του νομού, η Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη.
Έχουμε φτάσει πια στην εποχή, όπου το κράτος θα πάψει να χρηματοδοτεί τα μουσεία. Αντίστοιχο πρόβλημα παρουσιάζεται και στα δημόσια μουσεία (αρχαιολογικά και βυζαντινά). Πρόκειται για μια πολιτική, για την οποία γινόταν λόγος στους κύκλους των ειδικών επιστημόνων εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά δε λήφθηκε ποτέ σοβαρά υπόψη από τους πολιτικούς ταγούς κεντρικά και πολύ περισσότερο τοπικά. Στην πολιτική αυτή εντάσσονται όλες εκείνες οι δράσεις που ξεκίνησαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στη Δυτική Ευρώπη και οδήγησαν στο κλείσιμο πανεπιστημιακών σχολών κλασικών σπουδών, λόγω της ασήμαντης προσφοράς τους στην αγορά και στο νεοκαπιταλιστικό μοντέλο μέσα στο οποίο ζούμε. Και βέβαια εδώ πρέπει να τοποθετηθεί και η σταδιακή μείωση των εδρών Ελληνικών και Νεοελληνικών Σπουδών σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη και στην Αμερική.
Το πρώτο που οφείλει να κάνει το Ιστορικό-Λαογραφικό Μουσείο Κοζάνης είναι να αποκτήσει νομική μορφή. Ο Σύνδεσμος Γραμμάτων και Τεχνών οφείλει να αποδεσμεύσει το Μουσείο από την «αγκαλιά» του και να το αφήσει να ενηλικιωθεί, προσφέροντας του την ελευθερία με τη μορφή ενός οργανισμού-νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί από μόνο του πανάκεια και δε θα αποτρέψει το κλείσιμο του μουσείου. Σίγουρα όμως θα είναι ένα πρώτο βήμα για να βρει το Μουσείο ένα νέο βηματισμό και να ανταποκριθεί, εφόσον θα διοικηθεί από γνώστες και στελεχωθεί από ειδικούς επιστήμονες, στη νέα εποχή. Η νέα νομική μορφή δεν επιλύει όμως το πρόβλημα της χρηματοδότησής του. Η χρηματοδότηση μπορεί έπειτα να προέλθει από συντονισμένες ενέργειες τόσο της διοίκησης όσο και του προσωπικού μέσα από:
. την ένταξη στο πολιτιστικό μητρώο του Υπουργείου Πολιτισμού και την πιστοποίησή του
. την αναβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη χρήση ΤΠΕ στην καταγραφή, παρουσίαση και προβολή του Μουσείου (μια απλή ιστοσελίδα, όσο καλοφτιαγμένη και αν είναι, δεν είναι αρκετή)
. την κατάθεση τεκμηριωμένων προτάσεων με μελέτες σκοπιμότητας σε εθνικά και ευρωπαϊκά προγράμματα
. την αναζήτηση χορηγιών, εφόσον αναπροσαρμόσει το προϊόν του και το εξελίξει σε ελκυστικό
. διάφορες συνεργασίες με άλλους πολιτιστικούς οργανισμούς και όχι μόνο (π.χ. το Μουσείο θα μπορούσε σε συνεργασία με τους τοπικούς παραγωγούς κρασιού να παρουσιάσει μια σοβαρή έκθεση παραγωγής κρασιού και να προσφέρει παράλληλα προς τέρψη και αγορά τοπικών κρασιών)
. τη δημιουργία ενός λαογραφικού δικτύου στο νομό Κοζάνης και ευρύτερα στην περιφέρεια Δυτ. Μακεδονίας, όπου το Λαογραφικό Μουσείο μπορεί να παίξει προεξέχοντα ρόλο (πρόταση την οποία έχω εκφράσει και δημόσια παλιότερα, χωρίς να λαμβάνεται ωστόσο σοβαρά υπόψη).
Υ.Γ. Όσα έφτασαν στα αφτιά μου για τυχόν πολιτική παρέμβαση στο Υπουργείο Πολιτισμού και χρηματοδότηση του Μουσείου από κει, μάλλον γελοία μου ακούγονται, καθώς θα αποτελέσει ακόμη ένα ημίμετρο και εφησυχασμό, ενώ η θηλιά γύρω από το λαιμό του θα σφίγγει όλο και περισσότερο.