Πολεμικά τραύματα, μολύνσεις και ασθένειες. Τι έκανε ο στρατός του Μ. Αλέξανδρου και τι των Ρωμαίων;
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Λούβρος, M.D., medlabnews.gr
Οι πολεμιστές που εκστράτευαν στην αρχαιότητα, από την εποχή το χαλκού, ως αυτή της Ρώμης, πέθαιναν από τις ίδιες αιτίες που αποδεκάτιζαν και τους μεταγενέστερους στρατούς, μέχρι την «ιατρική επανάσταση» του 20ου αιώνα, ενώ τα όπλα τους μπορούν ακόμα και σήμερα να σκοτώσουν ή να προκαλέσουν σοβαρότατα τραύματα σε οποιονδήποτε σύγχρονο στρατιώτη. Εξεταζόμενα αποκλειστικά ως μηχανικά εργαλεία για την ανθρώπινη καταστροφή, τα όπλα των αρχαίων στρατών, ήταν θανατηφόρα. Στα χέρια μάλιστα ενός καλά εκπαιδευμένου πολεμιστή μπορούσαν να γίνουν ακόμα πιο θανάσιμα. Στη σημερινή εποχή δεν είναι συνηθισμένος το φαινόμενο δύο στρατών στους οποίους η φονική ικανότητα του ενός να είναι δραματικά μεγαλύτερη από εκείνη του αντιπάλου του. Στον αρχαίο κόσμο όμως αυτή η ισορροπία μαχητικής ισχύος μεταξύ δύο στρατών υπήρχε σπάνια και τότε σήμαινε τεράστιο κίνδυνο για τους εμπλεκόμενους άντρες. Οι στρατιές των Υκσώς αποδεκάτιζαν με χαρακτηριστική ευκολία τους άτυχους Αιγυπτίους, με την ανωτερότητα που τους έδινε το σύνθετο τόξο και η ευκινησία των αρμάτων, και οι Μακεδόνες του Αλεξάνδρου κατατρόπωναν τους Πέρσες κάθε φορά παρά την αριθμητική τους κατωτερότητα. Αντίθετα οι λεγεώνες της Ρώμης ήταν σχεδόν ισοδύναμες με το στρατό του Αννίβα, αλλά όποτε τον πολεμούσαν υφίσταντο ήττες και μάλιστα πολύ βαριές. Τον 1ο αιώνα π.Χ όμως το τεχνολογικό και τακτικό πλεονέκτημα είχε περάσει στους Ρωμαίους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην υπάρχει αντίπαλος στο δυτικό κόσμο που να μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους. Όποτε ο ανώτερος ρωμαϊκός στρατός πολεμούσε κατώτερες οργανωτικά δυνάμεις, όπως ήταν σύνηθες τον 1ο αιώνα π.Χ., το αποτέλεσμα ήταν σφαγή τρομερών διαστάσεων. Η νίκη του Μάριου επί των Τευτόνων στο Αιξ-αν-Προβάνς (Aix-en-Provence) το 100 π.Χ., κατέληξε στη θανάτωση περισσοτέρων από 90.000 ανδρών μέσα σε μία και μόνο μέρα.
Το επίπεδο του κινδύνου που αντιμετώπιζε ο αρχαίος πολεμιστής στη μάχη, εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από το στρατό στον οποίο άνηκε και από την ιστορική περίοδο που έτυχε να ζει. Για παράδειγμα, ο Αιγύπτιος στρατιώτης που πολεμούσε τους Υκσώς είχε λίγε πιθανότητες να αποφύγει το μοιραίο, ενώ ο Ρωμαίος στρατιώτης που αντιμετώπιζε του Βέλγους ή τους Σάξονες άτακτους μπορούσε να προσδοκά σίγουρη επιβίωση. Σε αντίθεση με τις σύγχρονες μάχες, που αφήνουν σχετικά ισορροπημένος αριθμό νεκρών και τραυματιών μεταξύ των δύο πλευρών, στους αρχαίους χρόνους τους ηττημένους περίμενε τρομακτική σφαγή, ενώ οι νικητές υφίσταντο αμελητέες απώλειες. Στη μάχη του Μαραθώνα, οι νικητές Αθηναίοι είχαν μόλις 192 νεκρούς από μια δύναμη 10.000 ανδρών και στην Ισσό ο Αλέξανδρος έχασε 200 άνδρες προκαλώντας 50.000 απώλειες στους Πέρσες! Στις Κυνός Κεφαλές οι ρωμαϊκές λεγεώνες προκάλεσαν 8.000 θανάτους και ουσιαστικά διέλυσαν το μακεδονικό στρατό, με απώλειες 700 ανδρών.
Πότε και πόσο όμως κινδύνευσε να σκοτωθεί ένας αρχαίος πολεμιστής; Η εμφάνιση όμως του άρματος, του δόρατος και των έφιππων τοξοτών των Ασσυρίων, άλλαξε για πάντα αυτή την κατάσταση, καθιστώντας τους υποχωρούντες στρατιώτες εύκολα θύματα. Σε πολλές περιπτώσεις τα άρματα και το ιππικό των νικητών κινούντο ανάμεσα και γύρω από το άτακτο πλήθος λαμβάνοντας τέτοιες θέσεις ώστε να το εξαναγκάσουν να κατευθυνθεί πάλι προς το πεδίο της μάχης. Εκεί αφιέρωναν μια ολόκληρη μέρα για να το κατασφάξουν. Αν ο διοικητής των θριαμβευτών δε σταματούσε το μακελειό για να πάρει αιχμαλώτους που θα πωλούντο στα σκλαβοπάζαρα, ένας ολόκληρος στρατός θα θανατωνόταν χωρίς οίκτο – ούτε ένας στρατιώτης δε θα έμενε ζωντανός.
Οι ιστορικές μελέτες δείχνουν πως, κατά μέσο όρο, το ποσοστό των νεκρών ενός ηττημένου στρατού ήταν περίπου 37,7%, δηλαδή περισσότερο από το 1/3 της συνολικής του δύναμης. Τα ποσοστά θανάτων όμως για τους νικηφόρους στρατούς ήταν σημαντικά χαμηλότερα, κυμαινόμενα στο 5,5% του συνόλου των εμπλεκόμενων. Ακόμα και στην περίπτωση που ένας στρατός απολάμβανε πλήρους τεχνολογικής υπεροχής, ήταν αναγκαίο σε κάποια φάση να αρχίσει να σκοτώνει από μικρές αποστάσεις. Η εμφανής δυσαναλογία μεταξύ απωλειών νικημένων και νικητών, φανερώνει πως η μεγαλύτερη σφαγή λάμβανε χώρα κατά τη φάση που ο ένας από τους δύο αντιπάλους έσπαγε τους σχηματισμούς του κάτω από φυσική ή ψυχολογική πίεση, με αποτέλεσμα οι στρατιώτες του να διωχθούν και να σφάγουν με σχετική ευκολία. Παρόλα αυτά θα πρέπει να απαιτούντο πολλές ώρες ακατάπαυστης σφαγής για να καταστραφεί ένας νικημένος εχθρός. Δεν υπάρχουν μαρτυρίες για τις επιπτώσεις που είχαν αυτοί οι «προσωπικοί» (από μικρή απόσταση) φόνοι στην ψυχοσύνθεση του στρατιώτη. Είναι όμως πιθανό η πρακτική των Ρωμαίων, να εκθέτουν όλες τις κατηγορίες των πολιτών από πολύ μικρή ηλικία μπροστά στο αποτρόπαιο πρόσωπο του θανάτου μέσα στην αρένα, να έδινε αργότερα κάποια πλεονεκτήματα στο πεδίο της μάχης, μειώνοντας τις περιπτώσεις των ψυχολογικών σοκ.
Η φύση της μάχης εκ του συστάδην στην αρχαιότητα και τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά των όπλων που υπήρχαν τότε, συνηγορούν στο ότι οι πιθανότητες τραυματισμού για ένα στρατιώτη ήταν πολύ μεγαλύτερες από τις πιθανότητες θανάτου. Από τα 147 τραύματα που αναφέρονται στην Ιλιάδα, τα 114 (ποσοστό 77,7%) αποδείχθηκαν θανατηφόρα. Η αναλογία αυτή στην αρχαϊκή Ελλάδα ηχεί παράξενα αν συγκριθεί με την αντίστοιχη του Κριμαϊκού πολέμου (20%) ή του Αμερικανικού Εμφυλίου (13,3%). Ο Frolich σημειώνει επίσης ότι από τα 31 τραύματα κεφαλής που αναφέρει ο Όμηρος, όλα ήταν θανατηφόρα. Μια μελέτη σε σκελετούς Αιγυπτίων στρατιωτών που φονεύθηκαν κατά τη διάρκειας μιας πολιορκίας το 2.000 π.Χ., επιβεβαιώνει την υψηλή θνησιμότητα λόγω κρανιακών τραυμάτων. Πενήντα εννέα από τους σκελετούς έφεραν τραύματα κεφαλής, από τα οποία 49 διαπιστώθηκε ότι προκλήθηκαν από πέτρες που ρίφθηκαν από τα τείχη και τα υπόλοιπα 10 από βέλη που πέτυχαν το θύμα στο πρόσωπο. Ένας λίθος βάρους 13,6 Kg που ρίπτεται από ύψος 12 μέτρων, έχει κινητική ενέργεια 1.588 Joule, ικανή να συντρίψει οποιοδήποτε είδος θωράκισης της Εποχής του Σιδήρου.
Τα βέλη ευθύνονταν για το 10% των τραυμάτων, με ένα ποσοστό θνησιμότητας 42%. Η ικανότητα της αρχαίας θωράκισης να αντέχει σε πλήγματα από βέλη φάνηκε με χαρακτηριστικό τρόπο στα Κούναξα, όπου, όπως αναφέρει ο Ξενοφών, το ελληνικό στράτευμα δέχθηκε καταιγισμό τοξευμάτων από τους Πέρσες επί πολλές ώρες, χωρίς να υπάρξουν σημαντικές απώλειες. Τα βέλη από τα σύνθετα τόξα ήταν ικανά να τρυπήσουν το θώρακα, αλλά συνήθως όχι σε τέτοιο βάθος ώστε να προκαλέσουν το θάνατο. Τυπικό παράδειγμα αποτελεί η θωράκιση των Ασσυρίων πολεμιστών. Υπολογίζεται ότι ο μέσος άνδρας παρουσίαζε συνολική εκτεθειμένη επιφάνεια 6.832 cm2, δηλαδή 0,68 m2. Ένας Ασσύριος οπλισμένος για μάχη εξέθετε μόνο 542 τετραγωνικά εκατοστά στην περιοχή του λαιμού και του προσώπου, 1.103 τετραγωνικά εκατοστά στα χέρια, 413 τετραγωνικά εκατοστά στην κοιλιά και 1.265 τετραγωνικά εκατοστά στα κάτω άκρα. Η συνολική τρωτή επιφάνεια ήταν συνεπώς 3.323 τετραγωνικά εκατοστά δηλαδή το 49% της αρχικής. Μια εκτεταμένη μελέτη σύγχρονων επιστημόνων που αναπαρέστησαν τις αρχαίες τακτικές, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως αν μια δύναμη 1.000 τοξοτών έβαλλε σε ομοβροντία από απόσταση 250 μέτρων, 220 από τα βέλη της θα έβρισκαν στόχο επί μιας συμπαγούς μάζας πεζικού που δε θα προστατευόταν από ασπίδες. Από αυτά 120 περίπου θα έπλητταν αθωράκιστα ή άλλα ευπαθή σημεία, συγκεκριμένα 18 το λαιμό, κάτι που θα επέφερε ακαριαίο θάνατο, 13 την κοιλιακή χώρα (στο 80% θα ακολουθούσε θάνατος από μόλυνση μέσα σε τρεις ημέρες), 36 τα χέρια και 53 τις κνήμες και τους μηρούς. Λιγότερο από 2% των τραυμάτων στα άκρα θα αποδεικνύονταν θανατηφόρο και μόνο αν είχε πληγεί κάποια αρτηρία. Αν υποθέσουμε πως όλα τα τραύματα θα ανάγκαζαν το στρατιώτη να αποσυρθεί από τη μάχη και ληφθεί υπόψη πως ένα τοξότης μπορεί να βάλει πέντε φορές το λεπτό, στα πέντε λεπτά (που χρειάζονταν για να πλησιάσουν οι δύο στρατοί) μια δύναμη 1.000 τοξοτών θα αχρήστευε 110 στρατιώτες σε κάθε ομοβροντία της. Βάλλοντας 5 ομοβροντίες το λεπτό για 5 λεπτά, οι τοξότες θα προκαλούσαν το φανταστικό αριθμό των 2.750 απωλειών στον εχθρό πριν κα διασταυρωθούν τα δόρατα των αντιπάλων! Η ασπίδα απάλλαξε το αρχαίο πεζικό άριστη προστασία για όσο διάστημα οι σχηματισμοί διατηρούσαν τη συνοχή τους. Η μέση επιφάνειά της ήταν 0, 74 m2, αρκετή για να καλύψει ολόκληρο το σώμα του πολεμιστή. Το βέλος όμως παρέμενε ένα ύπουλο όπλο γιατί, αν και τα τραύματα που επέφερε επικεντρώνοντας τελικά στα άκρα, ακόμα και τις περιπτώσεις που δεν έβρισκε αρτηρία προκαλούσε συχνά θανάσιμη μόλυνση, γεγονός που απαιτούσε ακρωτηριασμό στο 62% των περιπτώσεων – μια πρακτική άγνωστη στους αρχαίου γιατρούς μέχρι και τους κλασσικούς χρόνους.
Τα δόρατα εξελίχθηκαν από τα απλά υποδείγματα των 1,8 μέτρων των αρχαϊκών χρόνων στη φοβερή μακεδονική σάρισσα των 5,5 μέτρων. Οι οξείες αιχμές της λόγχης επέτρεπαν στα δόρατα να τρυπούν ή να κόβουν το ανθρώπινο σώμα και ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρες όταν έπλητταν την τραχεία ή την τραχηλική φλέβα. Αν και δεν ήταν εύκολο να προσβάλουν απ’ ευθείας ένα θωρακισμένο αντίπαλο, μπορούσαν να τον πληγώσουν ή να τον ρίξουν στο έδαφος, όπου θα παρουσίαζε πολύ ευκολότερο στόχο, εκθέτοντας ζωτικά σημεία του σώματος για το τελειωτικό κτύπημα.
Για την συνέχεια πατήστε εδω