Η εταιρεία NAMCO της οικογένειας Κοντογούρη από τη Θεσσαλονίκη, ετοιμάζεται να βγάλει και πάλι στην αγορά το δημοφιλές αυτοκίνητο με τιμή που δεν θα υπερβαίνει τα 7 χιλιάδες ευρώ
Πολύ πιθανό φαντάζει πλέον το σενάριο να ξαναδούμε σύντομα στους δρόμους το θρυλικό Pony, το πάλια ποτέ «τζιπ των φτωχών», του οποίου η παραγωγή σταμάτησε το 1983.
Η εταιρεία NAMCO της οικογένειας Κοντογούρη από τη Θεσσαλονίκη, ετοιμάζεται να βγάλει και πάλι στην αγορά το δημοφιλές αυτοκίνητο κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70, σχεδιασμένο όμως από το μηδέν και με βάση τις υψηλές προδιαγραφές της νέας τεχνολογίας. Στόχος της οικογένειας είναι να παράγονται ημερησίως 24 νέα Pony και η τιμή του να μην υπερβαίνει τα 7.000 ευρώ.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το αυτοκίνητο βρίσκεται σε διαδικασία έγκρισης τύπου από το ΕΒΕΤΑΜ, το πολυτεχνολογικό κέντρο εργαστηριακών ελέγχων και πιστοποίησης βιομηχανικών και καταναλωτικών προϊόντων. Εάν όλα πάνε καλά, ο φάκελος θα μεταβιβαστεί στο υπουργείο Μεταφορών και το όχημα θα υποβληθεί στις προβλεπόμενες από το κράτος διαδικασίες για την τελική του έγκριση. «Είμαστε στην τελική ευθεία» αναφέρουν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι της NAMCO, χωρίς ωστόσο να επιθυμούν να πουν περισσότερα, αναφέρει η Καθημερινή.
Σε κάθε περίπτωση, είναι η πρώτη φορά μετά πάρα πολλά χρόνια που ελληνικό αυτοκίνητο υποβάλλεται σε διαδικασία έγκρισης τύπου. Μετά την περίοδο δόξας του ’60, του ’70 και του ’80, ο σκληρός ανταγωνισμός -μεταξύ άλλων- είχε σβήσει τις μηχανές της ελληνικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Ολα αυτά μέχρις ότου -σύμφωνα με τον μύθο που συνοδεύει την επανεμφάνιση του Pony- ο 80χρονος σήμερα ιδιοκτήτης της εταιρείας, Πέτρος Κοντογούρης, πείσμωσε όταν άκουσε Γερμανό αξιωματούχο να δηλώνει ότι «δεν μπορεί να φτιάχνει αυτοκίνητα κάθε χώρα» και βάλθηκε να τον διαψεύσει.
Το Pony, ένα αυτοκίνητο «τόσο άσχημο που είναι ωραίο» όπως είχε γραφτεί τότε στον γερμανικό Τύπο, έμελλε να είναι το πιο επιτυχημένο ελληνικό αυτοκίνητο στην ιστορία (πωλήθηκαν πάνω από 30.000 κομμάτια με εξαγωγές σε 14 χώρες). Με κόστος λειτουργίας και συντήρησης υποπολλαπλάσιο αυτού ενός «κανονικού» τζιπ και τιμή πώλησης εξίσου χαμηλή, έγινε ανάρπαστο τόσο από τις κρατικές και στρατιωτικές υπηρεσίες όσο απ’ όλους όσοι είχαν δικαίωμα χρήσης «επαγγελματικού». Το εργοστάσιο «έβγαζε» 8-10 αυτοκίνητα ημερησίως, με το 67% των εξαρτημάτων να είναι ελληνικής προέλευσης.
Πηγή: protothema.gr